«Το «ρολόι» των μεταρρυθμίσεων πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014»
Γιάννης Αντωνίου, Πρόεδρος του ΙΕΠ
Ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ εξαρχής, από ό,τι φαίνεται, επιχειρεί να προβάλει ως αυτονόητη πολιτικά μια επιθετική νεοφιλελεύθερη – νεοσυντηρητική εκπαιδευτική πολιτική για το δημόσιο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς του, ανεξάρτητα αν η τελευταία έχει ηττηθεί στη συνείδηση του εκπαιδευτικού κόσμου την προηγούμενη περίοδο. Οι έντεκα προτάσεις του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση συνιστούν μια αντιδραστική παραλλαγή των γνωστών θέσεων του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αυτές διαμορφώθηκαν ήδη από το 2011.
Νομίζουμε ότι η επισήμανσή του ότι το ρολόι των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2010–14, την περίοδο των σκληρών μνημονιακών πολιτικών, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική υπογράμμιση με βασικές θεματικές: α. τον “δημοσιονομικό εξορθολογισμό” του συστήματος (καταργήσεις συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, αύξηση ωραρίου), β. τη σύνδεση μαθητικών επιδόσεων/εξωτερικής αξιολόγησης του σχολείου, γ. κάποια παραλλαγή του Π.Δ 152 για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, με άμεση σύνδεση με την μισθολογική τους εξέλιξη και, γιατί όχι, τις απολύσεις/διαθεσιμότητες των εκπαιδευτικών.
Το μήνυμα είναι πολιτικά σαφές και στοχευμένο. Ελπίζουμε να αναλογίζεται και τις εκπαιδευτικές και πολιτικές συνέπειες των παρακάτω θέσεων και να θυμάται τι γινόταν εκείνη την περίοδο (2010-14) στα σχολεία και στους δρόμους (ανυπακοή, μαζικές κινητοποιήσεις, απεργία/αποχή από κάθε αξιολογική διαδικασία). Σε κάθε περίπτωση εδώ ας τον κρίνει η πολιτική εξουσία που τον διόρισε και ας αναλογιστεί αν έτσι –με όρους ολομέτωπης επίθεσης και επαναφοράς όλου του μνημονιακού εκπαιδευτικού πλαισίου– μπορεί να κινηθεί και να σταθεί πολιτικά η νέα κυβέρνηση στο πεδίο του σχολείου. Σε αυτό θα επανέλθουμε, λέμε εξαρχής ωστόσο ότι το δόγμα “Σοκ και Δέος” δεν τρομάζει αλλά αντίθετα συσπειρώνει τον κόσμο της εκπαίδευσης. Αυτή είναι η δική μας κόκκινη υπογράμμιση απέναντι στον νέο πρόεδρο του ΙΕΠ.
Πριν περάσουμε στην εξέταση των 11 θέσεών του, που και ο ίδιος παραδέχεται ότι είναι κονσέρβα και ριμέικ, δηλαδή μια νέα προσπάθεια να περάσουν μέτρα, που καταδικάστηκαν την προηγούμενη περίοδο από την εκπαιδευτική κοινότητα και την κοινωνία, αξίζει να κάνουμε δύο, ουσιαστικές κατά τη γνώμη μας, παρατηρήσεις:
α. Ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ ήταν μέλος των πρότυπων σχολείων και προσπαθούσε να συμβάλλει από την πλευρά του στην εκπαιδευτική “αριστεία”, όπως την εννοεί η Δεξιά. Συνοπτικά, πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή εξατομίκευσης της πρόσβασης στη μόρφωση, σκληρού ταξικού ανταγωνισμού, κοινωνικών αποκλεισμών, σχολείων διαφορετικών ταχυτήτων και νομιμοποίησης της ανισότητας. Εκφράζει, συνεπώς, ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ, συγκεκριμένα εκπαιδευτικά συμφέροντα και μια συγκεκριμένη εκδοχή νομιμοποίησης και αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας στο πεδίο του σχολείου.
Διαβάζοντας μάλιστα τις εκθέσεις αυτοαξιολόγησης της σχολικής του μονάδας, πληροφορούμαστε ότι εργαζόταν σε ένα σχολείο μεσοαστικής κοινωνικής σύνθεσης με 61% των γονιών να έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και με μόνο 14% αλλόγλωσσους μαθητές (κάποιοι μάλιστα από τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, άρα βάσιμα υποθέτουμε, ότι δεν ήταν οι τυπικές περιπτώσεις προσφύγων και οικονομικών μεταναστών). Πέρα από τους αριθμούς, θα ήταν ενδιαφέρον να μας πληροφορήσει, ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ, τι θα έγραφε η έκθεση αυτοαξιολόγησης ενός σχολείου στον Αγ. Παντελεήμονα της Αθήνας και πώς μπορεί εκεί να εννοιολογηθεί η εκπαιδευτική αριστεία, εν μέσω φτώχειας και υποσιτισμού των μαθητών.
Το ζήτημα κάθε άλλο παρά φιλολογικό είναι. Είναι βαθιά πολιτικό. Ο διορισμός του νέου προέδρου του ΙΕΠ, από την πλευρά του Υπουργείου παιδείας, εκφράζει έναν σύγχρονο εκπαιδευτικό αριστοκρατισμό, όπου η διαφοροποίηση των σχολικών μονάδων στη βάση συγκεκριμένων κοινωνικών, μορφωτικών και οικιστικών ανισοτήτων θα αποτελέσει το πρότυπο για την οργάνωση των εκπαιδευτικών πρακτικών συνολικά στο δημόσιο σχολείο, για την άνιση κατανομή των εκπαιδευτικών ευκαιριών και για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Η σημερινή εκπαιδευτική συζήτηση γύρω από την ήσσονα προσπάθεια, τη “μετριοκρατία” και την υποτιθέμενη δυσφήμιση της αριστείας υποκρύπτει τη νομιμοποίηση των κοινωνικών ιεραρχιών σε μια κοινωνία εκρηκτικών ανισοτήτων και υποβάθμισης/υποχρηματοδότησης των δημόσιων αγαθών εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών και εθνικών ομάδων, παράλληλα με την ατομική ενοχοποίηση των εκπαιδευτικά αδύναμων για την ίδια τους την αποτυχία.
β. Θεωρούμε ότι είναι άδικος ο πρόεδρος του ΙΕΠ και με τους συνδικαλιστές και με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια είναι ότι και ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός και η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ του άνοιξαν τον δρόμο για να μπορεί να προωθήσει την ίδια παραλλαγή πολιτικής, σε πολύ πιο αντιδραστικές κατευθύνσεις. Η ανάγκη της πολιτικής διαφοροποίησής του και της όποιας δεξιάς κριτικής στην περίοδο 2015-19 αναδεικνύει αφενός τη διαρκή αντιδραστικοποίηση των εκπαιδευτικών πολιτικών και αφετέρου την ανάγκη απαλλαγής από οτιδήποτε παραπέμπει σε εργασιακά και μορφωτικά δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Δεν χτυπάει γενικά τον συνδικαλισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πολύ πιο συγκεκριμένα το απρόβλεπτο του εκπαιδευτικού κινήματος και το δικαίωμα του κάθε παιδιού στη μόρφωση.
Από εδώ προκύπτουν και οι ανομολόγητοι φόβοι του προέδρου. Η νεολαία και οι εκπαιδευτικοί από τη Χιλή και το Σικάγο, μέχρι την Αλβανία και την Κροατία βρίσκονται το τελευταίο διάστημα στους δρόμους. Όσοι θεωρούσαν ακόμη και στα χρόνια που ακολούθησαν την καπιταλιστική κρίση του 2008, ότι η γνωστή συνταγή του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού (περικοπές, ελαστικοποίηση, στάνταρντς και αποτίμηση/αξιολόγηση) είναι μια ανίκητη στρατηγική, διαπιστώνουν τα παγκόσμια ρεύματα της αντίστασης και του αγώνα. Οι ΗΠΑ είναι άλλωστε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς εδώ και δύο σχολικές χρονιές, οι εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις σαρώνουν δεκάδες πολιτείες από τον αμερικάνικο Νότο, μέχρι τη λεγόμενη “ζώνη της σκουριάς” στις βόρειες πολιτείες. Η συγκυρία δεν είναι ίδια με το 2010-14. Αναπτύσσονται παγκόσμια κοινωνικά ρεύματα που αμφισβητούν σθεναρά την ταύτιση της παιδείας με την ποσοτικοποίηση/αποτίμηση και την υπαγωγή της νεολαίας σε μια διαρκή ζωή ανασφάλειας και εκμετάλλευσης. Όσοι θεωρούν ότι με νεοφιλελεύθερους επαρχιακούς τσαμπουκάδες, παλιάς κοπής (οι συνδικαλιστές, οι τεμπέληδες, οι κρατιστές) θα επιβληθούν, μιλούν τη γλώσσα μιας άλλης δεκαετίας, ήδη χρεοκοπημένης.
Λίγο πιο συγκεκριμένα. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, διαμέσου του ΙΕΠ, εκτιμά σήμερα, κατά τη γνώμη μας, ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να ξεμπερδέψει οριστικά με τις κατακτήσεις και τα λαϊκά κεκτημένα στο πεδίο της μόρφωσης και του δημόσιου σχολείου. Γι’ αυτό και αυτός ο ξεπερασμένος, αυταρχικός εκπαιδευτικός λόγος θεωρεί ότι ο μικρόκοσμος των καριεριστών του δημοσίου, των τεχνοκρατών και του ΟΟΣΑ μπορεί να αποτελέσει εκπαιδευτικό όραμα, έστω και αν έχει αποτύχει οικτρά, έστω και αν δεν εμπνέει κανέναν και απλά οξύνει τον κοινωνικό αυτοματισμό και κανιβαλισμό.
Οι Θέσεις του ΙΕΠ
Θα προσπαθήσουμε να εξειδικεύσουμε την προβληματική μας. Οι θέσεις του νέου προέδρου του ΙΕΠ να γυρίσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πίσω στην περίοδο 2010–14 και η άποψη ότι οι συνδικαλιστές στην εκπαίδευση αποτελούν τις δυνάμεις της αντιμεταρρύθμισης –μια ορολογία που αντιστρέφει την ιστορική πραγματικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος– αποτελούν ουσιαστικά τον πολιορκητικό κριό για να νομιμοποιηθεί η εκπαιδευτική πολιτική του ΟΟΣΑ ως η μόνη λογική και εφικτή. Θέλουν να εμπεδωθεί η λογική του ΤΙΝΑ (Δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις) στο δημόσιο σχολείο, με προφανή στόχευση την αναπαραγωγή της σύστοιχης αστικής εξουσίας. Σε αυτό το εκπαιδευτικό πλαίσιο, οι κύριες έννοιες είναι αριστεία, ανταγωνισμός, επιχειρηματικότητα, αποτίμηση και αξιολόγηση. Σε αυτό το πλαίσιο λείπουν ασφαλώς οι έννοιες κοινωνική και μορφωτική ανισότητα, πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη, αγώνας, κριτική συνειδητοποίηση, παιδαγωγική αυτονομία. Προφανώς το τελευταίο λεξιλόγιο είναι άγνωστο και στον πρώην γυμνασιάρχη ενός αστικού σχολείου.
Εννοιολογούμε, συνεπώς, διαφορετικά τα εκπαιδευτικά προβλήματα, γιατί εκπροσωπούμε διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Ο κόσμος μας δεν περιορίζεται στη “νεκροφιλία του κεφαλαίου[1]” αλλά στη ζωή που δημιουργεί ο αγώνας της νέας γενιάς για μόρφωση, εργασία και χειραφέτηση. Για πολλούς/ες εκπαιδευτικούς αριστεία μπορεί να σημαίνει το χαμόγελο δύο παιδιών διαφορετικών εθνικοτήτων, στο ταπεινό σχολικό προαύλιο μιας εργατικής γειτονιάς, ενός παιδιού που ζει στην Ευρώπη και ενός παιδιού που έχει βιώσει τη βία των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και του πολέμου. Το χαμόγελο απλά ενός βασανισμένου παιδιού και υπάρχουν πολλά τέτοια σε παγκόσμιο επίπεδο, από τα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό μέχρι τη Μοριά της Λέσβου. Η αριστεία στην εκπαίδευση δεν είναι ένας αριθμός ή η βαθμολογική θέση στον διαγωνισμό PISA και η συμμετοχή σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Ε.Ε.
Πέρα από το αξιακό, τι ακριβώς προβάλλει ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ; Τη γνωστή νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική συνταγή. Δοκιμασμένη, αποτυχημένη και αντιλαϊκή εδώ και 40 χρόνια. Αξιολόγηση όλων των μαθητών με βάση μια κεντρική τράπεζα θεμάτων, ένα πιο ελιτίστικο συνεπώς λύκειο, σύνδεση των μαθητικών αποτελεσμάτων με την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, αυτοαξιολόγηση/ταξική διαφοροποίηση των σχολείων και ατομική επιτήρηση και πειθαρχικός έλεγχος όλων των εκπαιδευτικών στην προοπτική ενός αγοραίου/ιδιωτικοποιημένου εκπαιδευτικού συστήματος. Οι 2.500 απολυμένοι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, την περίοδο 2010-14, αποτελούν το πιο απτό δείγμα και των σημερινών εκπαιδευτικών σχεδίων του ΙΕΠ.
Ο πρόεδρος του ΙΕΠ δεν πρωτοτυπεί σε καμιά περίπτωση, αλλά αναπαράγει απλά το νεοφιλελεύθερο σχέδιο για σχολική αυτονομία (ιδιωτικοποίηση) με ανταποδοτικότητα (αξιολόγηση/αποτίμηση) που προτείνουν οι ποικίλοι υπερεθνικοί οργανισμοί για το ελληνικό σχολείο. Η συνέπεια αυτού του εκπαιδευτικού σχεδίου είναι η επίταση της ταξικής ανισότητας, η ταξική διαφοροποίηση των σχολείων και ο μορφωτικός αποκλεισμός. Την ίδια στιγμή που οι ιδιωτικές εταιρείες, που εκπροσωπεί η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, θα λεηλατούν το δημόσιο σχολείο.
Τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική αφήγηση μας την έχει πει και η Ε.Ε και ο ΟΟΣΑ. Σε αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζουν και οι θέσεις του ΙΟΒΕ αλλά και η Παγκόσμια Τράπεζα που ξαναμπαίνει στο παιχνίδι της ελληνικής εκπαίδευσης. Δεν χρειαζόμαστε, συνεπώς, τον πρόεδρο του ΙΕΠ για ενημέρωση, αλλά πιθανά ο τελευταίος δίνει εξετάσεις στα παραπάνω ευαγή ιδρύματα, οπότε όλα -πολιτικά- κατανοητά.
Στην πράξη η αστική εξουσία επιθυμεί την ολοκληρωτική πειθαρχική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου στη βάση αγοραίων κριτηρίων, την επίταση των μορφωτικών ανισοτήτων στο όνομα της αριστείας με τελικό στόχο την ιδιωτικονομική λειτουργία του δημόσιου σχολείου και πανεπιστημίου. Σε αυτήν την κατεύθυνση ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ λειτουργεί ως πολιτικός λαγός των πιο αντιδραστικών αστικών πολιτικών σχεδίων για το δημόσιο σχολείο. Επιδιώκει να διασφαλίσει τους νέους όρους της διευρυμένης αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας στο πεδίο του σχολείου, σε συνθήκες ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Επανερχόμαστε καταληκτικά σε κάτι που είχαμε επισημάνει στην αρχή του συγκεκριμένου κειμένου. Η πεποίθηση του προέδρου, ότι πρέπει να αξιοποιηθεί το μεταρρυθμιστικό momentum της κυβέρνησης, θα πρέπει να εξετάσει, κατά τη γνώμη μας, την εκπαιδευτική πραγματικότητα των τριών τελευταίων δεκαετιών. Πιο συγκεκριμένα, η ήττα της απεργίας του 90 των καθηγητών, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι συγκυβερνήσεις και η αυτονόητη δεξιά κυριαρχία της περιόδου συνάντησε τον χειμώνα του 1990-91 τους μαθητές και τους δασκάλους τους (όπως ο Νίκος Τεμπονέρας), με αποτέλεσμα η συντηρητική παλινόρθωση να ηττηθεί. Η πολιτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ -στέρεη και σε εκπαιδευτικό συνδικαλιστικό επίπεδο- το 1997-98 αναμετρήθηκε αποφασιστικά με τους μαθητές και τον κόσμο της εκπαιδευτικής αναπλήρωσης και αδιοριστίας. Ο νόμος 2525/97 έμεινε στα χαρτιά. Σε μια μακρά περίοδο δεξιάς ηγεμονίας στο πανεπιστήμιο, η συνταγματική μεταρρύθμιση του 2006-07 βρέθηκε απέναντι σε ένα φοιτητικό κίνημα που είχε καιρό να μιλήσει. Ηττήθηκε και αυτή. Ως κατακλείδα, εν μέσω προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και εκπαιδευτικών απολύσεων, ακόμη και η αυτοαξιολόγηση του νόμου Διαμαντοπούλου πήγε στον κάδο των αχρήστων και ακυρώθηκε στην πράξη όλο το αξιολογικό πλαίσιο της περιόδου 2010-14. Επιπρόσθετα, ούτε η προσπάθεια ΣΥΡΙΖΑ να εμπεδώσει την “κουλτούρα αξιολόγησης” του ΟΟΣΑ, έστω και ως πρώτο βήμα, διαμέσου της επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης, πέτυχε. Ας προσέχουν, συνεπώς, οι σημερινοί πολιτικοί διαχειριστές.
Συμπερασματικά, η επιθετικότητα του αστισμού έχει και την αντίπαλη όψη της. Αυτήν του κόσμου της εκπαίδευσης που διεκδικεί και παλεύει. Όχι με όρους στενής ταξικής μνησικακίας, όπως πράττει σήμερα η πολιτικά χρεοκοπημένη εκπαιδευτική “διανόηση” της άρχουσας τάξης, αλλά κυρίως από την πλευρά του δίκιου και της νέας γενιάς. Από αυτή την άποψη, εκπροσωπεί ο κόσμος της εκπαίδευσης και η νεολαία το μέλλον. Αυτές οι δυνάμεις θα νικήσουν και πάλι.
[1] Χρησιμοποιούμε την έννοια με τους όρους των Φρέιρε/Φρομ.
του Γιώργου Καλημερίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου