Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Παρέμβαση στην εκπαίδευση ενάντια σε ακροδεξιά, εθνικισμό και φασισμό. Εμπειρίες και σκέψεις

Η ανάγκη συζήτησης και συγκρότησης ενός συστηματικού σχεδίου παρέμβασης για την αντιμετώπιση των ακροδεξιών, εθνικιστικών και φασιστικών αντιλήψεων στη νεολαία, είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία.

Η περσινή εμπειρία στην εκπαίδευση πρέπει να συζητηθεί και να αναπτυχθεί

Το πώς εμφανίζεται ο ακροδεξιός, εθνικιστικός, φασιστικός λόγος και τι μορφές παίρνει, ειδικότερα στους μαθητές και στη νεολαία, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Αν δεν αναγνώσουμε τις θεατές και αθέατες όψεις του, αν δε δούμε την εικόνα του, όχι στιγμιαία, αλλά διακρίνοντας τη δυναμική της, δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε.
Η περσινή εμπειρία αφορά την αποτυχημένη μαζική απόπειρα εθνικιστικών καταλήψεων στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με αφορμή το Μακεδονικό και τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ, στις 29 Νοέμβρη του 2018 που συζητήθηκε έντονα από όλη την κοινωνία[1]. Ας μην ξεχνάμε ότι το παιχνίδι αυτό έπαιξε εκτός από τη ΧΑ, την ΕΣΑ κλπ και η Ελληνική Λύση, κυρίως στα σχολεία της Μακεδονίας. Στην αποτυχία αυτής της προσπάθειας βοήθησε η παρέμβαση, οργανωμένη και ατομική, και πολλών εκπαιδευτικών που στοχοποιήθηκαν από ακροδεξιά μέσα ή και «αγανακτισμένους γονείς», στη διάρκεια όλης της χρονιάς. Όμως στο εθνικιστικό παραλήρημα και στην πατριδοκαπηλεία στρατεύτηκαν και ορισμένοι καθηγητές, με την παράταξη της ΔΑΚΕ να τους καλύπτει επισήμως, κατηγορώντας όσους αντέδρασαν για «εθνομηδενισμό» και πηγαίνοντας όλο και πιο ακροδεξιά την πολιτική ατζέντα της συνδικαλιστικής τους παράταξης.

Αντίστοιχα, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πολλαπλασιάστηκαν τα φαινόμενα καταγγελιών γονιών και προσπαθειών παρεμπόδισης της φοίτησης των μεταναστόπουλων και των προσφυγόπουλων στα σχολεία και οι απειλές και οι επιθέσεις απέναντι στους εκπαιδευτικούς που τα στήριξαν, με κορυφαία αντιδραστικό το παράδειγμα της Σάμου, όπου ακόμη εκκρεμούν μέχρι και δικαστικές διώξεις.

Η συζήτηση που θέλει να εμφανίζει αυτά τα φαινόμενα, που πλέον αποκτούν μαζικό χαρακτήρα σαν μεμονωμένα, ως απότοκα είτε της μυωπικής αντιμετώπισης του πατριωτικού αισθήματος των μαθητών είτε των δικαιολογημένων φόβων των γονιών, είναι επικίνδυνη. Χρειάζεται να εξηγήσουμε και να παρέμβουμε. Όχι να χαϊδέψουμε αυτιά με την αυταπάτη ότι έτσι θα μας ακούσουν. Έχει αξία σε αυτήν την παρέμβαση να κατανοήσουμε ταυτόχρονα και την απόσταση των δύο οπτικών γωνιών, του νέου παιδιού και του εκπαιδευτικού, για να μπορέσουμε να συναντηθούμε και να επιδράσουμε.

Τα παιδιά –μιλώντας ευρύτερα για τους μαθητές κι όχι μόνο για τα οργανωμένα στις φασιστικές ομάδες – λένε «δεν είμαστε φασίστες» όταν εμείς τα χαρακτηρίζουμε έτσι. Και αρκετές φορές δεν προσποιούνται γι’ αυτό. Οι εκπαιδευτικοί έχουν στο μυαλό τους την κατάληξη όσων λένε ή πράττουν, αυτή που έχουν δει ή μάθει ιστορικά να οδηγεί στον φασισμό και γι’ αυτό προχωρούν στο χαρακτηρισμό. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι αυτονόητα. Έχουμε απομακρυνθεί από τα γεγονότα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, που η οικογενειακή εμπειρία και τα μεταφερόμενα βιώματα μιλούσαν από μόνα τους. Έχουν επέλθει πολλές καταρρεύσεις αλλά και η καπιταλιστική κρίση, εκτός των άλλων, έχει αποκαθηλώσει πολλές έννοιες που είχαν θετικό πρόσημο όπως αυτές της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού κλπ, ενώ έχει απενοχοποιήσει άλλες εθνικιστικές-φασιστικές που είχαν απωθηθεί.

Να κατανοήσουμε τι συμβαίνει

Μιλάμε για μια νεολαία που μεγαλώνει και επιδιώκει να επιβιώσει σε μια περίοδο μεγάλης αγανάκτησης, ταπείνωσης, ματαιώσεων και ανασφάλειας, με χαμηλές προσδοκίες για την εκπαίδευσή της, για το μέλλον της στη δουλειά, την ανεργία, τη μετανάστευση. Που ταυτόχρονα γνώρισε την «αριστερά» ως την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ως μέρος του προβλήματος, όχι γιατί ηττήθηκε στη μάχη για την ανατροπή των παραπάνω, αλλά γιατί με το αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας τα διαχειρίστηκε ενώ υποσχέθηκε ότι θα τα αλλάξει. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα έδαφος ριζοσπαστικοποίησης των νέων ανθρώπων και αναζήτησης ταυτότητας που στο έδαφος της υποχώρησης του εργατικού κινήματος στρέφεται κυρίως προς πιο συντηρητικά πρότυπα με επιθετική, απόλυτη και βίαιη μορφή. Γιατί μόνο έτσι θεωρούν ότι μπορούν να βγουν από το τέλμα και να επιβληθούν.

Τα κύρια πεδία όπου φαίνεται να συγκροτείται αυτή η «νέα» αναζήτηση ταυτότητας είναι μια συνάντηση του κυνικού πραγματισμού, της φιλοσοφίας της άμεσης αποτελεσματικότητας στον ανταγωνισμό της επιβίωσης έναντι των άλλων με τον ανορθολογισμό της φυλετικής υπεροχής και άλλων σκοταδιστικών και αντιδραστικών ιδεολογημάτων. Κι αυτό το πλαίσιο εύκολα συνταιριάζεται με τα κυρίαρχα δόγματα της αστικής πολιτικής, αυτά στα οποία έχουν εκπαιδευθεί οι νέοι από το σχολείο και την κυρίαρχη ιδεολογία και τους φαντάζουν σταθερά και αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες. Για αυτό θεωρούν ότι αποδίδουν στους ίδιους αξία και αναγνωρισμένη υπόσταση, ανωτερότητα και την αίσθηση γενικά ότι ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους. Αναζητούν μια νέα τύποις συλλογική ταυτότητα, καθαρή, για «όσους Έλληνες την αξίζουν»- όχι για όλους- που να τους βοηθά στην επιβίωση, μακριά από τους ηττημένους και γίνονται επιθετικοί απέναντι σε όσους αμφισβητήσουν αυτήν την ταυτότητα ή την αναζήτηση ζωτικού χώρου για την ανάπτυξης της.

Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια – στρατός και πειθαρχία στον αρχηγό – χλευασμός στη δημοκρατία και στους αδύναμους

Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται ξανά έντονα με νέους όρους το «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια». Όπου η πατρίδα δεν προβάλλει αφηρημένα ή ως τόπος συλλογικού μόχθου, ένωσης ανθρώπων και πολιτισμών, γι’ αυτό η αγάπη για αυτήν παίρνει υπόσταση μόνο μέσω του μίσους για τις πατρίδες των άλλων. Η πατρίδα προβάλλει ως η μακραίωνη εστία του έθνους, ενός έθνους Ελλήνων μοναδικού, ανώτερου που κουβαλά όλη την ιστορία, τον πολιτισμό του αρχαιοελληνικού θαύματος και των Μακεδόνων, του Βυζαντίου και της παλιγγενεσίας του το 1821 και για αυτό κάνει ξεχωριστούς – ανώτερους όσους ανήκουν σε αυτό. Η αρχαιοπρέπεια και η αρχαιοπληξία, εμφανίζονται σαν απαραίτητο συμπλήρωμα όλων των παραπάνω. «Οι γνήσιοι Έλληνες είναι η αυθεντική συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων, οι πραγματικοί απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου» διατυπώνεται από αρκετά ΜΜΕ, κι όχι μόνο, στα ιδεολογικά μανιφέστα των εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων. Αυτό το έθνος προσδιορίζεται καθοριστικά από τη σχέση του με τη θρησκεία. Ελληνοορθόδοξος πολιτισμός. Μια θρησκεία που γίνεται όλο και πιο σκοταδιστική. Που οι εκπρόσωποί της αμφισβητούν από τον άμβωνα ότι οι άνθρωποι έχουν πάει στο φεγγάρι ή ότι υπάρχουν άλλοι πλανήτες εκτός από τη Γη, ενώ εκδίδει ειδική «ευχή» για τους μαθητές που διαγωνίζονται στις πανελλήνιες εξετάσεις, αγιάζει στυλό και κηρύσσει πόλεμο κατά των αμβλώσεων.

Η οικογένεια δεν κατανοείται απλά στο πλαίσιο της συντηρητικής αντίληψης με άνιση κατανομή ρόλων των φύλων, αλλά έχει το στοιχείο της συνέχειας του αίματος και της φυλής, όσο κι αν δεν ομολογείται ανοικτά παρά μόνο από τις καθαρά φασιστικές οργανώσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιούνται όλοι αυτοί που θεωρείται ότι απειλούν να μιάνουν αυτό το τρίπτυχο ως εσωτερικοί ή εξωτερικοί εχθροί. Μετανάστες και πρόσφυγες, ομοφυλόφιλοι, «αυτοί που δε θα γίνουν Έλληνες ποτέ», εθνικές, θρησκευτικές, φυλετικές ή άλλου τύπου μειονότητες, μαλθακοί διανοούμενοι και «εθνομηδενιστές», συνδικαλιστές και πολιτικοί, όμοροι λαοί και κυρίως το «μαρξιστικό, διεθνιστικό» κατεστημένο των εκπαιδευτικών που θέλουν να αλώσουν την ελληνική παιδεία..

Η ακροδεξιά και ο φασισμός δε διστάζουν να ενσωματώνουν στο σχέδιο ανόδου τους και μια επιλεκτική, αντισυστημική ρητορική προκειμένου να πιάσουν επαφή με τη νεολαιίστικη δυσαρέσκεια. Κατηγορούν την κερδοσκοπική διεθνή οικονομία, την παγκοσμιοποίηση αλλά σέβονται την ιδιωτική ιδιοκτησία και συμμαχούν με «όσους μας δίνουν δουλειά». Αποδοκιμάζουν την αστική τάξη για τον «υλισμό και την αδιαφορία της» απέναντι στην ανάγκη ενδυνάμωσης του έθνους, γιατί είναι πολύ υποτονική και ατομιστική και αφήνει «να κλέβουν οι ξένοι την πολιτιστική κληρονομιά, το ένδοξο παρελθόν και το όνομα μας». Χλευάζουν τη «Δημοκρατία που πούλησε τη Μακεδονία». Η Δημοκρατία φταίει που έχουμε ανεργία και για την εγκληματικότητα. Πάντα φροντίζουν όμως να αφήνουν στο απυρόβλητο ή και να αθωώνουν την πραγματική οικονομική και πολιτική εξουσία, το κεφάλαιο, τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις ενώσεις του κεφαλαίου όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τις αστικές κυβερνήσεις και τα συστημικά κόμματα.

Ο φασισμός χλευάζει τη μάζα που είναι μαλθακή και δεν μπορεί να επιβάλλει πράγματα. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας εξυμνεί τη στρατιωτικοποίηση και τη φυσική δύναμη, την πειθαρχία προς τον αρχηγό. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο άτομο και την ολότητα, πρέπει να εκλείψει με την υποταγή του ατόμου στον αρχηγό. Θαυμάζει τον πόλεμο εσωτερικό και εξωτερικό, ως εκπλήρωση του ιστορικού πεπρωμένου και τρόπο αναγέννησης. Η βία αποτελεί το υλικό συγκρότησης των ακροδεξιών, και φασιστικών ομάδων. Ο φασισμός όταν ξεκινά με τη φιλοδοξία μαζικού ρεύματος μπερδεύει με τα «ριζοσπαστικά» του στοιχεία και πρακτικές. Μην έχουμε στο μυαλό μας το αποκρουστικό πρόσωπο της τελικής του κατάληξης. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί μορφές πάλης του κινήματος, όπως οι καταλήψεις και τα κοινωνικά δίκτυα.

Με τα παραπάνω κυρίως στοιχεία διαμορφώνεται η νοοτροπία του ανήκειν σε μια τάξη ανώτερη. «Σε αυτήν την τάξη, η «φυσική» ανισότητα των ανθρώπων είναι ανώτερη από την «τεχνητή» εξίσωση τους, το σώμα ανώτερο από το νου, η υγεία ανώτερη από την ηθική, η δύναμη ανώτερη από το νόμο, το ισχυρό μίσος ανώτερο από την αδύναμη συμπάθεια» (Χ. Μαρκούζε, «η νέα γερμανική νοοτροπία», 1942). Έτσι, ο φασισμός επιδιώκει να διαμορφώσει ένα μαζικό επιθετικό ρεύμα. Πρόκειται για ακραία αντιδραστικοποίηση της αστικής πολιτικής. Γεννιέται από αυτήν, τρέφεται από την κρίση της και φιλοδοξεί να επιλεγεί ως το πιο επιθετικό πολιτικό σχέδιο διαχείρισης της. Γι’ αυτό τα στοιχεία που συγκροτούν το ιδεολογικό πολιτικό σχέδιο του φασισμού δεν ανάγονται μόνο σε αυτήν. Συναρθρώνονται με βασικές ορίζουσες της αστικής, κρατικής ιδεολογίας της εποχής της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της συνείδησης που αυτή δημιουργεί.

Η κυρίαρχη ιδεολογία στο σχολείο διαμορφώνει ευνοϊκό περιβάλλον για την εκκόλαψη του φιδιού

Η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική διαμορφώνει γόνιμο έδαφος για ακροδεξιές παρεμβάσεις και ρητορικές εθνικής ανωτερότητας, ρατσισμού και μίσους. Γιατί είναι ένα σχολείο ανταγωνισμού, εξεταστικό κέντρο, που ενσωματώνει την αποτυχία και την απόρριψη, τον χωρισμό των μαθητών σε άξιους και ανίκανους. Επιδιώκεται αυτό να πάρει ακραία μορφή μέσα από τη συνεχή μετρησιμότητα και αξιολόγηση, που θα αγκαλιάσει όλους τους παράγοντες λειτουργίας του. Η μισή γνώση και οι δεξιότητες, η εκμάθηση αποσπασματικών πληροφοριών και η τυποποίηση καταστρέφουν τη δυνατότητα συνολικής αλλά και δημιουργικής θέασης του κόσμου. Ευνοούν τον ανορθολογισμό, την φιλοσοφία επικράτησης του μοιραίου, την παραίτηση και τη χειραγώγηση. Γιατί υποτάσσεσαι πιο εύκολα σε ότι θεωρείς ότι δεν μπορείς να αλλάξεις.

Στα παραπάνω βοηθά και το τι και πώς διδάσκεται. Στο «Νέο Λύκειο» που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ, οι μαθητές και μαθήτριες της Γ’ Λυκείου θα κάνουν μεν υποχρεωτικά θρησκευτικά, όχι όμως ιστορία και βιολογία. Γνώσεις για το περιβάλλον, τα εμβόλια ή τη θεωρία της εξέλιξης, θα διδάσκονται μόνο σε όσους επιλέγουν την κατεύθυνση που τα εμπεριέχουν ως μάθημα. Κι όχι μόνο αυτό: θα διδάσκονται τη θεωρία της εξέλιξης ως «απόψεις της Βιολογίας» για την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, όπως περιγράφεται στους στόχους του νέου Προγράμματος Σπουδών που προτείνει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Απόψεις μεταξύ άλλων, όπως ότι τον Αδάμ τον έπλασε με πηλό ο Θεός, η δε Εύα φτιάχτηκε από ένα πλευρό του, ελλειμματική από την αρχή…

Σε ολόκληρο το γυμνάσιο διδάσκονται συνολικά και με τυποποιημένο τρόπο, μόνο πέντε ώρες χημεία και βιολογία μαζί, έναντι έξι ωρών. Η Ιστορία είναι μια ατελείωτη γεγονοτολογία, παραμορφωμένων γεγονότων, προσαρμοσμένη στις εξετάσεις χωρίς να εξετάζει τα γεγονότα στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό πλαίσιο τους, τα υποκείμενα που πραγματικά τα διαμορφώνουν κλπ. Πόσο εύκολο είναι να μιλήσει κάποιος στην τάξη αλλά και στις σχολικές γιορτές για το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, τον Δημοκρατικό στρατό, τα Δεκεμβριανά, τους δωσίλογους και τους ταγματασφαλίτες, για τον Μεταξά ως δικτάτορα κι όχι ως γενναίο ηγέτη του «ΟΧΙ», για το τι οδήγησε στο φασισμό και στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – όχι περιγράφοντας ένα ηγέτη παράφρονα απέναντι σε έναν πολιτισμένο κόσμο, αλλά σαν το εργαλείο ενός παλιού κόσμου που σάπιζε και ήθελε να παρασύρει μαζί του το νέο κόσμο της επανάστασης του Οκτώβρη, που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του και είχε συγκεντρώσει τις ελπίδες των εργαζομένων όλου του κόσμου. Για την Χούντα και το Πολυτεχνείο, τους Αμερικάνους και το ΝΑΤΟ, που σήμερα «μοιραζόμαστε κοινές αξίες» κατά την πρώην και νυν κυβέρνηση. Ειδικά στο Δημοτικό, παρακολουθώντας κανείς τις γιορτές ορισμένες φορές αισθάνεται ότι ο χρόνος έχει σταματήσει, αφού πολύ συχνά είναι πανομοιότυπες με αυτές που γίνονταν πριν 50 χρόνια με σημαίες, τσολιαδάκια, θριαμβολογίες, Ιταλούς μακαρονάδες, Γερμανούς και Τουρκαλάδες.

Ο μαθητής της Α’ Λυκείου μαθαίνει την περιγραφή του πατριώτη σαν κάποιου που «ταυτίζει το εγώ με το εμείς, που είναι το έθνος» ενώ η έννοια των τάξεων και της ταξικής πάλης μπορεί να του παραμένει άγνωστη ή στη Β’ Λυκείου διδάσκεται στο κεφάλαιο περί πολιτευμάτων ότι ο σοσιαλισμός και ο φασισμός είναι δύο πολιτεύματα που επιβάλλονται με τον ίδιο τρόπο, τη βία και την προπαγάνδα! Μελετώντας τα βιβλία του δημοτικού είναι προφανής η έμφαση στην ελληνο-ορθόδοξη παράδοση ως το βασικό στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα. Ήδη από την Ε’ Δημοτικού ο μαθητής εισάγεται στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» με το πρώτο μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής να αφιερώνεται στις τρεις ομάδες στις οποίες ανήκει ο μαθητής, την οικογένεια, το σχολείο και την εκκλησία. Στο αντίστοιχο βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού, ο μαθητής μαθαίνει για την Εκκλησία της Ελλάδος ήδη από το 1ο κεφάλαιο, ενώ τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου που πολλές φορές ούτε καν διδάσκονται μέσα στις περιορισμένες ώρες του μαθήματος στο ωρολόγιο πρόγραμμα του δημοτικού.

Τα μαθήματα μουσικής και καλλιτεχνικής παιδείας θεωρούνται δευτερεύοντα και συνήθως δεν εξασφαλίζεται η διδασκαλία τους στη διάρκεια όλης της χρονιάς. Και από κοντά όλο το τελετουργικό της σχολικής ζωής, οι προσευχές, οι παρελάσεις, οι εκκλησιασμοί, τα εικονίσματα στις αίθουσες, ο στιγματισμός του διαφορετικού και όποιου παρεκκλίνει.

Οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί έχουν μεγάλη συνεισφορά και κρίσιμο ρόλο στη μάχη ενάντια στην ακροδεξιά και το φασισμό.

Η παραπάνω είναι η μια όψη της εικόνας του σχολείου. Η άλλη, η φωτεινή πλευρά, διαμορφώνεται καθημερινά σε διαπάλη με την επίσημη πολιτική από τα ενεργά υποκείμενα της εκπαίδευσης, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Αυτή αποτυπώθηκε και στην αποτυχία της προσπάθειας μαζικού ρεύματος εθνικιστικών καταλήψεων τον Νοέμβρη, αλλά και στη μάχη να μπουν τα προσφυγόπουλα στα σχολεία. Αυτή αποτυπώνεται σε όλη τη σχολική ζωή και τις εκδηλώσεις της που πολλές φορές είναι αποτέλεσμα επίμονης, συνεχούς δουλειάς και παρέμβασης στα μαθήματα, στις συζητήσεις, στην προετοιμασία εκδηλώσεων και γιορτών, στη σχολική ζωή. Η ύπαρξη ενός μειοψηφικού, αλλά ισχυρού ανατρεπτικού ρεύματος μέσα στους εκπαιδευτικούς, τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που αμφισβητεί και μάχεται την πολιτική και την ιδεολογία κυβερνήσεων, κεφαλαίου, ΕΕ και ΝΑΤΟ και επιμένει να κάνει πολιτική μέσα στην εκπαίδευση, είναι ο μόνιμος πονοκέφαλος του αστικού κράτους και για αυτό γίνεται στόχος φασιστικής στοχοποίησης. Το σπουδαίο αυτό δυναμικό πρέπει να βρει μορφές να εμβαθύνει και να συστηματοποιήσει την αντιφασιστική πλευρά της συζήτησης και της παρέμβασής του.

Σε αυτή την κατεύθυνση οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν οι ίδιοι καθαρή θέαση των αιτιών και των διαδικασιών ανάπτυξης των ακροδεξιών αντιλήψεων και του φασιστικού φαινομένου, καθώς και του τρόπου αντιπαλέματός τους. Δεν μπορεί και δεν θέλει να αντιπαλέψει η αστική πολιτική την ακροδεξιά και το φασισμό. Γιατί αυτά είναι επιλογή του καπιταλισμού για το τσάκισμα των όποιων εργατικών αντιστάσεων. Όχι η πρώτη επιλογή προς το παρόν. Γιατί πρόκειται για κομμάτι της αντιδραστικοποίησης της ίδιας, της κυρίαρχης αστικής πολιτικής κι όχι για ατυχή παρέκκλισή της.

Δεν μπορεί να αντιπαλέψουν την ακροδεξιά και τον φασισμό όσοι αποφασίζουν να ασκήσουν πολιτική διαχείρισης της αστικής πολιτικής και την πολιτική «ουράς» στα μέτωπα που δημιουργούν.

«Δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε τα πολιτικά μας δικαιώματα που διακυβεύονται από τη φασιστική απειλή σε συμμαχία με εκείνους που καταστρέφουν κάθε έννοια δικαιώματος στην εργασία, την παιδεία, την ασφάλεια, την υγεία… που με την εφαρμογή της πολιτικής της Ευρώπης Φρούριο βαθαίνουν καθημερινά τον εκφασισμό της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος» (Κουσουρής 5/11/2018 ΠΡΙΝ).

Την άνοδο της ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του φασισμού μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνο όσοι είναι αποφασισμένοι να συγκρουστούν με την αστική πολιτική. Πρωτίστως στο κοινωνικό πεδίο και να αναμετρηθούν με στόχο την ήττα και την ανατροπή της. Γιατί κρίσιμη μεταβλητή σε αυτή τη μάχη είναι η πραγματική υλική κατάσταση των εργαζομένων και της νεολαίας. Η δυνατότητα να υπερασπίζονται και να βελτιώνουν τους υλικούς όρους ύπαρξής τους επιβάλλοντας συλλογικά δικαιώματα, μην αφήνοντας χώρο στην αλληλοσφαγή για την επιβίωση.

Ο φασισμός και ο εθνικισμός δεν είναι μοιραία αναπόφευκτοι. Το αποδεικνύει η καθημερινή δράση του εργατικού και εκπαιδευτικού κινήματος. Θα νικηθούν όμως οριστικά στο όνομα και στην πράξη μιας ολοκληρωτικά αντίπαλης πρότασης για την κοινωνία και την εκπαίδευση. Αυτή μπορεί να εμπνεύσει και τη νέα γενιά, να δώσει όραμα για το μέλλον και ένα παρόν πλήρες συναισθημάτων και σεβασμού για να μπορέσει να παλέψει συλλογικά και να ζήσει.

Ο εκπαιδευτικός για να μπορέσει να συμβάλλει αποφασιστικά και δημιουργικά στην αντιμετώπιση της ανόδου του εθνικισμού και του φασισμού, οφείλει ο ίδιος να είναι «διανοούμενος της κοινωνικής αλλαγής» και υποκείμενο της παραπάνω στάσης. Να διεκδικεί μαχητικά, συλλογικά τους όρους ζωής του μέσα κι έξω από το σχολείο καθώς και τους όρους μιας κοινωνίας ισότητας, ελευθερίας χειραφέτησης της εργασίας και των ανθρώπων από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, απελευθέρωσης της εκπαίδευσης από τα δεσμά του σκοταδισμού και του ανορθολογισμού. Ταυτόχρονα είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα του ρόλου του στη διαμόρφωση αντιφασιστικών αντισωμάτων στη νεολαία.

Το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί κινούνται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, που τους έχει αποδώσει συγκεκριμένο ρόλο στην αναπαραγωγή της. Ωστόσο η μη αποδοχή αυτού του ρόλου και η κίνηση στον αντίποδά του είναι μια από τις αντιφάσεις που ο μάχιμος εκπαιδευτικός οξύνει συνέχεια με τη συνειδητή δράση του και πρέπει να συνεχίσει να το κάνει με επιτυχία. Με παρέμβαση στην κατεύθυνση του σχολείου αλλά και στη σχολική ύλη των βιβλίων, στη σχολική ζωή, στα σύμβολα, τις γιορτές και τις παρελάσεις, σε όλη τη ζωή της εκπαίδευσης

Γιατί η εκπαίδευση είναι πολιτική υπόθεση και εμείς θα πρέπει να κάνουμε πολιτική μέσα σε αυτή από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, των καταπιεσμένων και της ανθρωπότητας.

Ταυτόχρονα, ο εκπαιδευτικός πρέπει να επιδιώκει να επιδρά μέσα από την ιστορία της κοινωνίας και των επιστημών αλλά και την τέχνη, τις συλλογικές, δημοκρατικές διαδικασίες συζήτησης και αποφάσεων, δηλαδή από όλη τη σχολική διαδικασία την υποστήριξη, ενδυνάμωση των ίδιων των παιδιών για να διαμορφώσουν τη δική τους συλλογικότητα διεκδίκησης της ζωής και του μέλλοντος τους. Σε μια τέτοια κατεύθυνση παίζει καθοριστικό, κρίσιμο ρόλο σε αυτή την σχολική κι αύριο κοινωνική κοινότητα να είναι καλοδεχούμενοι όλοι οι φτωχοί και οι κατατρεγμένοι, οι πρόσφυγες και οι διαφορετικοί, ανεξάρτητα από έθνος, φυλή, φύλο, θρησκεία, όσοι μοχθούν σε όλες τις πατρίδες του κόσμου. Είναι σπουδαία από αυτή την άποψη και καίριας σημασίας η μάχη που δόθηκε και συνεχίζει να δίνεται για να μπουν όλα τα παιδιά προσφύγων – μεταναστών στα σχολεία. Όχι με γενικές ευχές αλλά με τους δασκάλους και τις δασκάλες να προτάσσουν τα δικά τους σώματα απέναντι στους κάθε λογής Κασιδιάρηδες. Και τέλος, για να γίνουν όλα αυτά πρέπει να οξυνθεί και η γόνιμη αντιπαράθεση με όλα τα εθνικιστικά, ανορθολογικά και λοιπά αντιδραστικά ιδεολογήματα που χρησιμοποιούνται.

Το μάχιμο, ριζοσπαστικό, αριστερό και αντικαπιταλιστικό δυναμικό έχει κάνει πολλά και οφείλει να κάνει ακόμη περισσότερα χωρίς εφησυχασμό και με πλήρη συνείδηση των μεγάλων δυσκολιών της περιόδου. Η ενίσχυση της αντιεθνικιστικής-αντιφασιστικής διάστασης της πάλης του εκπαιδευτικού και εργατικού κινήματος με συγκεκριμένα μέτρα είναι όσο ποτέ αναγκαία. Οφείλουμε ως εκπαιδευτικοί να σταθούμε στο ύψος αυτών των απαιτήσεων και να αναμετρηθούμε με το τέρας. Το οφείλουμε στον εαυτό μας αλλά και στους μαθητές και τις μαθήτριές μας. Για να φωτιστεί ο δρόμος για την όμορφη κοινωνία που τους αξίζει να ζουν, κόντρα στον σημερινό ζόφο.

[1] Βλ. «Η μάχη κατά του εθνικισμού και του νεοφασισμού στα σχολεία» Τεύχος 6, Σελιδοδείκτης και τοποθέτηση της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού στην ιστοσελίδα https://selidodeiktis.edu.gr/2018/11/27

της Γιώτας Ιωαννίδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου