Το θέμα που μας απασχολεί, αυτό της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» δεν είναι ένα ζήτημα έκτακτης ανάγκης ή απλά τεχνικό. Γι’αυτό και η σύντομη πρόταση στην οποία καταλήγω στηρίζεται στις παρακάτω, σχετικά αναλυτικές, βασικές παραδοχές. Τα παρακάτω σημεία, εκτός από οριοθέτηση της συλλογιστικής μου, είναι φυσικά και βήματα προς την ίδια την πρόταση. Αυτό θα διευκολύνει τόσο την κατανόηση όσο και τη συγκεκριμένη και δημιουργική προσβολή της επιχειρηματολογίας μου από όποιον/α το επιθυμεί.
1. Το Σχολείο είναι ένας χώρος δημοκρατικής, ισότιμης, κοινωνικοποιημένης μάθησης.
Για να προλάβω τον εξυπνάκια, η κατηγορική δήλωση του «είναι» μπορεί να μετατρέπεται στην κατηγορική προσταγή του «πρέπει να είναι». Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι το Σχολείο στο όνομα του οποίου μιλάω εγώ. Από τη δεκαετία του ’90 και δώθε έχει καταβληθεί στον ευρωπαϊκό χώρο μεγάλος κόπος για να αλλάξει αυτή η οπτική για το Σχολείο. Η νέα αυτή οπτική είναι ένα Σχολείο ως χώρος συντονισμού παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, και μάλιστα με τους όρους που θέτει η Αγορά. Το αν τασσόμαστε με τη μία ή την άλλη πλευρά (δυσυχώς, σ’αυτό το σημείωμα δεν υπάρχει ο χώρος για την πλήρη ανάπτυξη του τι σημαίνει το ένα και το άλλο), έχει να κάνει με την απάντηση που δίνουμε σε μια σειρά από κεντρικά ζητήματα (Αξιολόγηση-Κατηγοριοποίηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών, Αυτονομία της Σχολικής μονάδας, Προγράμματα σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά, Εξετάσεις και Πιστοποίηση), αλλά και σε ζητήματα όπως αυτό που μας απασχολεί σήμερα. Είμαι από κείνους που υπερασπίζονται το Σχολείο όπως το περιέγραψα στην αρχή. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι η δεύτερη άποψη δεν αντιστοιχεί σε Σχολείο, αλλά σε σούπερ-μάρκετ δεξιοτήτων.
Για να προλάβω τον εξυπνάκια, η κατηγορική δήλωση του «είναι» μπορεί να μετατρέπεται στην κατηγορική προσταγή του «πρέπει να είναι». Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι το Σχολείο στο όνομα του οποίου μιλάω εγώ. Από τη δεκαετία του ’90 και δώθε έχει καταβληθεί στον ευρωπαϊκό χώρο μεγάλος κόπος για να αλλάξει αυτή η οπτική για το Σχολείο. Η νέα αυτή οπτική είναι ένα Σχολείο ως χώρος συντονισμού παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, και μάλιστα με τους όρους που θέτει η Αγορά. Το αν τασσόμαστε με τη μία ή την άλλη πλευρά (δυσυχώς, σ’αυτό το σημείωμα δεν υπάρχει ο χώρος για την πλήρη ανάπτυξη του τι σημαίνει το ένα και το άλλο), έχει να κάνει με την απάντηση που δίνουμε σε μια σειρά από κεντρικά ζητήματα (Αξιολόγηση-Κατηγοριοποίηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών, Αυτονομία της Σχολικής μονάδας, Προγράμματα σύνδεσης με την Παραγωγή και την Αγορά, Εξετάσεις και Πιστοποίηση), αλλά και σε ζητήματα όπως αυτό που μας απασχολεί σήμερα. Είμαι από κείνους που υπερασπίζονται το Σχολείο όπως το περιέγραψα στην αρχή. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι η δεύτερη άποψη δεν αντιστοιχεί σε Σχολείο, αλλά σε σούπερ-μάρκετ δεξιοτήτων.
2. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις ανακοινώσεις τόσο της ΟΛΜΕ, όσο και των συνδικαλιστικών παρατάξεων, δεξιών και αριστερών, για το θέμα θα δει ότι σημαντικό μέρος της συζήτησης αναλώνεται στο εάν το πρόγραμμα της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» μπορεί να πραγματοποιηθεί με την υπάρχουσα υποδομή ή όχι. Για να μην το κουράζουμε, η απάντηση είναι καθαρά ΟΧΙ. Όποιος/α έχει έστω και μικρή εμπειρία από το τι σημαίνει να προσπαθείς έστω και να συνδεθείς στο σχολικό δίκτυο σε μέρα με σχετικό φόρτο, καταλαβαίνει (μιλάμε για την ανάγκη να καλυφθούν εκατοντάδες ταυτόχρονες τηλεδιασκέψεις των 20+ ατόμων η καθεμία, χώρια τα ασύγχρονα μαθήματα). Αν συνυπολογιστεί εδώ η γενική έλλειψη πόρων λόγω «καραντίνας», παίρνουμε μια ιδέα. Όμως, το αν κανείς είναι υπέρ ή κατά της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» δεν μπορεί να συναρτάται με το αν μπορεί να καλυφθεί τεχνικά σήμερα. Το γιατί ισχύει αυτό έχει να κάνει με το παρακάτω σημείο.
3. Η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» ήρθε για να μείνει. Και όχι, δεν ήρθε ως έκτακτη και αναγκαστική απάντηση στην πανδημία. Η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είχε προταθεί αρκετές φορές στο παρελθόν, αλλά ειδικά στην αρχή της τρέχουσας σχολικής χρονιάς ως συστηματικός τρόπος κάλυψης των μεγάλων ελλείψεων σε εκπαιδευτικούς, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές και σχολεία με λίγα παιδιά. Έχει σημασία να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν μιλάμε για την «ηλεκτρονική τάξη», που έτσι κι αλλιώς εκμεταλλεύονται πολλοί συνάδελφοι για την επικοινωνία τους με τα παιδιά (παρακολούθηση βίντεο, παιχνίδι με εφαρμογές, ανάθεση εργασιών ή υποβολή τους για έλεγχο κλπ), αλλά για ένα συνολικό πρόγραμμα «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης», που υποκαθιστά την κανονική λειτουργία του Σχολείου. Αποδοχή, από την πλευρά της κοινωνίας, της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» ως έκτακτο μέτρο σήμερα, σημαίνει απλά και καθαρά (θα πρέπει να είναι κανείς ολοκληρωτικά ηλίθιος για να μην το βλέπει ή ξεδιάντροπα ψεύτης για να κάνει πως δεν το βλέπει) αποδοχή της ως μέτρο για κάθε χρήση αύριο. Εάν, δηλαδή, αποδεχτούμε σήμερα ότι το Σχολείο μπορεί να υποκατασταθεί από την κάμερα, τότε ήδη έχουμε περάσει στην εποχή όπου το Σχολείο έχει υποκατασταθεί από την κάμερα. Από την άποψη αυτή, θεωρώ πως μικρή σημασία έχει το αν το πρόγραμμα θα πραγματοποιηθεί σήμερα ή όχι. Μπορεί το δίκτυο να καταρρεύσει, μπορεί οι συνδέσεις και η υποδομή να μην υπάρχουν, μπορεί τα ίδια τα παιδιά να το απαξιώσουν ως χαμένο χρόνο, αλλά δεν έχει πραγματική σημασία από τη στιγμή που το υπουργείο θα μπορεί να βγει στα ΜΜΕ και να ισχυριστεί ότι το πρόγραμμα προχώρησε (η εκτίμησή μου αυτή είχε διατυπωθεί πριν μάθω ότι πράγματι η υπουργός μίλησε κάπου για συμμετοχή 80% στο πρόγραμμα…αύριο μπορεί να πει για 200%, το ίδιο είναι…).
4. Το Σχολείο δεν συνδιαλέγεται με την «κοινή γνώμη». Ποτέ. Όποτε έχει γίνει αυτό, ουσιαστικά καταργήθηκε ο ρόλος του Σχολείου. Καμία κεντρική ή ατομική άποψη για τα σχολικά θέματα και την παιδαγωγική πράξη δεν μπορεί να έχει ως συνομιλητή τον αχταρμά προλήψεων, παρανοήσεων, εκλογικεύσεων, συντηρητισμού και κυριαρχίας της αστικής ιδεολογίας, που ονομάζεται «κοινή γνώμη». Η «κοινή γνώμη» τέσσερα χρόνια τώρα ήθελε τα προσφυγόπουλα μακριά από τα σχολεία, η «κοινή γνώμη» θεωρούσε την πίστη της ως επαρκή λόγο για να λειτουργεί το Σχολείο ως Κατηχητικό, η «κοινή γνώμη» απαιτούσε απόσυρση της συζήτησης για τις έμφυλες ταυτότητες. Ακόμη, η «κοινή γνώμη» έχει τη χειρότερη άποψη για τους εκπαιδευτικούς και το εργασιακό τους καθεστώς. Τέλος, η «κοινή γνώμη» διαμορφώνεται συχνά υπό την επήρεια ενός τοξικού συνδυασμού κοινωνικής μνησικακίας και φτηνού ατομικού συμφέροντος. Δεν επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου, τόσα χρόνια στη Δημόσια Εκπαίδευση, τη συνδιαμόρφωση άποψης ούτε με κείνον που εν μέσω χιονοθύελλας παραπονιέται για τα κλειστά σχολεία και τους τεμπέληδες εκπαιδευτικούς, ούτε με κείνον που εξοργίζεται γιατί το παιδί του έμαθε στο μάθημα της Βιολογίας ότι μπορεί να δώσει και να πάρει αίμα από έναν Αφρικάνο, Αλβανό ή Κινέζο. Έτσι, η όποια συζήτηση σήμερα για το κλείσιμο των σχολείων μέσα στην πανδημία, την αναμόρφωση του προγράμματος, τη διδακτέα/εξεταστέα ύλη, τις εξετάσεις κλπ δεν μπορεί να γίνει ούτε υπό την ηθική πίεση του χαρακτηρισμού «τεμπέλης», ούτε υποταγμένη στον απόλυτα δικαιολογημένο προβληματισμό για το πώς θα απασχοληθούν ποιοτικά(τι σημαίνει αυτό;) τα παιδιά στις μέρες του αποκλεισμού, ούτε φυσικά μπροστά στον ορίζοντα του εξεταστικού Μινώταυρου.
5. Η σημερινή συζήτηση για την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» μπορεί να γίνεται με τα σχολεία κλειστά και με πολύ σφιχτά μέτρα περιορισμών των δραστηριοτήτων σε κάθε τομέα, μα γίνεται στην αρχή της κρίσης για την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ακόμη την πολυτέλεια και την ψυχραιμία να συζητάμε μετρώντας πολύ λιγότερα κρούσματα και ανθρώπινες απώλειες σε σχέση με άλλες χώρες. Με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ «κάπως» θίγοντας αυτό το θέμα, κάθε λογικός άνθρωπος θα έπρεπε να βλέπει ότι -εάν δεν συμβεί ένα θαύμα που να εξαιρεί την Ελλάδα από το γενικό κανόνα- σύντομα θα μιλάμε με άλλα δεδομένα. Σε δύο μήνες από τώρα -όταν κανονικά τα παιδιά θα πήγαιναν για τις Πανελλαδικές- εκείνος που θα μιλάει με όρους «κάλυψης της ύλης» και «κανονικότητας» θα είναι απλά ηλίθιος, κυνικός ή κάθαρμα. Με λίγα λόγια, θεωρώ εξαιρετικά προβληματικό το να σκίζεται κανείς (υποκριτικά θεωρώ) για τα παιδιά της Γ’Λυκείου, που πηγαίνουν για Πανελλαδικές και άρα και για την ύλη που δεν θα καλυφθεί, χωρίς να βλέπει ότι ούτε οι συνθήκες θα είναι για εξετάσεις τότε, αλλά ούτε και η ψυχική κατάσταση των παιδιών θα είναι για εξετάσεις (δεν θέλω να επεκταθώ γιατί δεν θέλω να πάρει μακάβρια τροπή το σημείωμα αυτό). Η συζήτηση για τα παιδιά και τις ανάγκες τους θα έπρεπε να κοιτάζει μακριά, και σίγουρα χωρίς να καμωνόμαστε ότι μπορούμε να διατηρήσουμε την «κανονικότητα».
6. Στο ελληνικό σχολείο υπάρχει η Αγία Διδακτέα Ύλη και το δισκοπότηρό της, οι Εξετάσεις. Αυτά τα δύο ιερά η εκπαιδευτική Αριστερά θα έπρεπε να τα έχει απορρίψει από καιρό (ένα μέρος της το έχει κάνει). Αυτό που στα μυαλά των ανθρώπων γίνεται προσπάθεια να εντυπωθεί ως αμετάβλητο και καθορισμένο από τη Φύση (η διδακτέα Ύλη και η ικανότητα του παιδιού να την αφομοιώσει), στην πραγματικότητα είναι πεδίο πολιτικής (ταξικής, σε τελική ανάλυση) πάλης. Εκείνοι που σήμερα εμφανίζονται ως υπερασπιστές του αμετάβλητου της Ύλης, δεν είχαν ούτε μια κουβέντα να πουν όταν η ύλη διαμορφωνόταν έτσι ώστε να ταιριάζει στους διαθέσιμους εκπαιδευτικούς, ώστε να υπηρετεί τις μνημονιακές περικοπές. Ακόμη, η αφοσίωσή τους στο αμετάβλητο της Ύλης δεν τους εμπόδιζε να ζητούν από τηλεοράσεως και άμβωνος την αλλαγή της, όταν δεν τους ταίριαζε ιδεολογικά. Όσο για τις Εξετάσεις, αυτή την εγκληματική διαδικασία ταξικού κοσκινίσματος και συμμόρφωσης των παιδιών, μ’αυτές θα έπρεπε να έχουμε ξεμπερδέψει από καιρό (σ’αυτό το blog έχω γράψει πάρα πολλές φορές για την ανοησία των εξετάσεων και τη ζημιά που κάνουν στην Α’βάθμια και Β’βάθμια Εκπαίδευση, άρα δεν θα επεκταθώ εδώ).
7. Ο δυτικός καπιταλισμός είναι σε υποχώρηση. Εδώ και τριάντα χρόνια, στερημένος από δημιουργικές δυνάμεις, τρέφεται με νεκρή σάρκα. Η μόνη καινοτομία της εποχής μας είναι η κανονικοποίηση των έκτακτων καταστάσεων. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, από τη νίκη του καπιταλισμού και δώθε έχουμε ζήσει αρκετές τέτοιες («Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία» διεθνή και εγχώριο, «Μεγάλη Εθνική Εκστρατεία της Ολυμπιάδας», παγκόσμιο οικονομικό κραχ και Μνημόνια κλπ). Ποια μέτρα που πάρθηκαν στο πλαίσιο αυτών των έκτακτων καταστάσεων αποσύρθηκαν με την κάμψη της έντασής τους; κανένα! Επιπλέον, παγκόσμια η Εκπαίδευση έχει υποταχτεί στην Αγορά και έχει η ίδια μετατραπεί σε μια ιδιότυπη αγορά. Αυτή η αγορά βλέπει όλη αυτή την ανοησία της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» σαν ξερολούκουμο. Εάν η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» περάσει σήμερα ως έκτακτο μέτρο, από το Σεπτέμβρη κιόλας κάθε αίτημα του εκπαιδευτικού κόσμου για προσλήψεις θα είναι άκυρο. Είναι αστείο και τραγικό συνάμα -σε κάθε περίπτωση απόλυτα κουτοπόνηρο- αυτό που διαβάζουμε στην ανακοίνωση του ΠΑΜΕ περί αποδοχής με «υπευθυνότητα» του προγράμματος της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης», με την προϋπόθεση ότι δεν θα παγιωθεί. Τι περίεργη φαντασίωση ή άλλοθι αδράνειας!
8. Η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είναι αναμφισβήτητα ένα εργαλείο. Όμως αυτή η φράση είναι λογικά ασαφής, δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όταν κανείς λέει ότι κάτι είναι εργαλείο, πρέπει να μας πει και για ποια εργασία είναι αυτό το εργαλείο. Έτσι, λοιπόν, οδηγούμαστε στην αρχή του συλλογισμού, στο σημείο 1, όπου αναδείχνεται το βασικό ερώτημα που πρέπει να καθοδηγεί τη στάση μας: η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» (όπως προτείνεται, και όχι όπως φαντασιώνεται κανείς ότι θα μπορούσε να προτείνεται) υπηρετεί τη δημοκρατική, ισότιμη, κοινωνικοποιημένη μάθηση ή τη λογική της παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών;
Ποια θα μπορούσε να είναι η θέση των εργαζομένων στην Εκπαίδευση;
Λέω «ποια θα μπορούσε» και όχι «ποια μπορεί» γιατί θεωρώ ότι το παιχνίδι τελείωσε πριν ακόμη ξεκινήσει (από αδράνεια, από ανεπάρκεια ή από απλό και καθαρό ξεπούλημα): η ΟΛΜΕ, καθώς και οι παρατάξεις που εκπροσωπούνται στο ΔΣ της (πλην των Παρεμβάσεων, που διαφοροποιήθηκαν, αλλά και πάλι όχι στο βαθμό που θα περίμενε κανείς) τοποθετήθηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (θα πούμε δυο λόγια παρακάτω) υπέρ της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης».
Ας ξεκινήσουμε με μια χρήσιμη ταυτολογία: «Όταν το Σχολείο κλείνει, το Σχολείο είναι κλειστό». Αυτό σημαίνει ότι α) αποδεχόμαστε ότι ο χαρακτήρας της τρέχουσας κρίσης είναι τέτοιος που τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν κλειστά, και ότι β) δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να υποκαταστήσει τη λειτουργία του Σχολείου. Η υπουργός Παιδείας έριξε το σύνθημα «το σχολείο έκλεισε, το μάθημα συνεχίζεται», όμως αυτό το σύνθημα είναι ένας παραλογισμός με ψυχολογική μόνο λειτουργία, ας πούμε αναπτέρωσης κάποιου ηθικού. Όμως, ας μην γελιόμαστε, αυτό που ξεσκέπασαν οι τελευταίες μέρες δεν είναι η επιθυμία να «συνεχιστεί το μάθημα», μα α) η (δικαιολογημένη, όπως είπαμε παραπάνω) αγωνία για το αν τα παιδιά θα παρασυρθούν σε μια ρουτίνα νωθρότητας ή μη ποιοτικών απασχολήσεων (ποιος το καθορίζει αυτό, άραγε;), και β) το απίστευτο άγχος που γεννά η κυριαρχία των κάθε λογής εξετάσεων, και ειδικά των Πανελλαδικών, σ’ολόκληρη τη σχολική -αλλά και την προσωπική και οικογενειακή- ζωή. Εδώ δεν χωρούν περιστροφές: όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του έκανε λόγο για δίμηνο περιορισμών, και μάλιστα κλιμακούμενων, είναι αστείο να υποκρινόμαστε ότι η σχολική χρονιά θα κλείσει κανονικά. Απέναντι σ’αυτή την πραγματικότητα η μόνη ρεαλιστική πρόταση είναι να κλείσει η διδακτέα ύλη στη μέχρι την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων διδαχθείσα, οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις να ακυρωθούν, και οι Πανελλαδικές να πάνε για αργότερα με αισθητά μειωμένη εξεταστέα ύλη. Όλα αυτά, ανεξάρτητα από το εάν θα μας δοθεί η δυνατότητα να ανοίξουμε τα σχολεία αργότερα στο καλοκαίρι, και κάθε εκπαιδευτικός θα έχει τη δυνατότητα να κάνει επανάληψη σε όσα ζητήματα θεωρεί ότι χρειάζεται. Αυτή είναι μια πραγματικά υπεύθυνη στάση προς τα παιδιά. Εδώ ας κάνουμε μια παρένθεση. Εδώ και κάποιες μέρες, η μηχανή της αστικής προπαγάνδας και ο κοινωνικός αυτοματισμός της πιπιλίζουν το παραμύθι «εάν οι εκπαιδευτικοί είναι υπεύθυνοι και δεν είναι τεμπέληδες, ας κάνουν μάθημα από την κάμερα». Απαντώ χωρίς περιστροφές: επειδή ακριβώς οι εκπαιδευτικοί στεκόμαστε με υπευθυνότητα και αγάπη απέναντι στους μαθητές/ριες μας, πρέπει να παλέψουμε ώστε αυτοί/ες να περάσουν τούτη την κρίση με το λιγότερο δυνατό κόστος. Να απαλλαγούν από το άγχος των εξετάσεων και της ύλης, να μείνουν στο σπίτι φροντίζοντας την ασφάλεια και την υγεία τους και των δικών τους. Επίσης, εάν το εκπαιδευτικό συνδικαλιστικό κίνημα είχε λίγη τσίπα, αντί να δίνει στην αστική τάξη και την «κοινή γνώμη» διαπιστευτήρια υπευθυνότητας, θα έπρεπε να βάλει τις όποιες δυνάμεις του στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, στη λυσσαλέα μάχη να μην πληρώσει η εργατική τάξη την κρίση αυτή. Τι υποκριτική «υπευθυνότητα» είναι αυτή που καμώνεται ότι «το μάθημα συνεχίζεται» όταν οι γονείς απολύθηκαν ή δουλεύουν διπλά; (και τα δυο αυτά θα είναι φαινόμενα της κρίσης, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο), όταν οι γονείς θα χτυπούν απεγνωσμένα την πόρτα ενός συστήματος υγείας που θα έχει ξεπεράσει τα όριά του; Αλλά μιας και τα λέμε όλα εδώ, ας πούμε και κάτι ακόμη: πώς πρέπει να χαρακτηριστεί εκείνος που ζητάει να συνεχιστούν όλα κανονικά, όταν ξέρει ότι το παιδί του, επειδή εκείνος πλήρωσε, έχει καλύψει την ύλη στο φροντιστήριο από πέρυσι ή όταν ξέρει ότι ένα σημαντικό μέρος των παιδιών δεν έχει ούτε τον εξοπλισμό ούτε τη σύνδεση που απαιτείται για τα καμερομαθήματα; (εδώ ας σημειώσουμε ότι η διαβεβαίωση της υπουργού ότι τα παιδιά έχουν την υποδομή είναι εντελώς αυθαίρετη) Νομίζω ότι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι κάτι τέτοιο συνιστά αντικοινωνική συμπεριφορά. Σίγουρα βρομοκοπάει ταξικό προνόμιο (Πραγματικά, ακόμη κι αυτός ο λόγος μόνο, η κατάφωρη παραβίαση της ισοτιμίας, θα έπρεπε να κάνει την όποια Αριστερά να αντιταχθεί στο πρόγραμμα αυτό. Ποια Αριστερά, θα μου πεις…). Γνωρίζω πως η άποψη αυτή δεν θα είχε ιδιαίτερη αποδοχή στην αρχή (είναι ένας από τους λόγους που η όποια εκπαιδευτική Αριστερά υποτάχτηκε και σ’αυτή την περίπτωση), μα είναι η μοναδική πρόταση που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν άξονα αντίστασης σήμερα, μια αντιπρόταση που θα έβαζε μπροστά τα γενικά συμφέροντα των εργαζομένων. Ας μην γελιόμαστε, τα αφεντικά βλέπουν την πανδημία ως το έδαφος πάνω στο οποίο θα προωθήσουν το πρόγραμμά τους, και το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς. Φαντάζομαι ότι δεν πιστεύει κανείς πως αν εμείς «μείνουμε σπίτι», το ίδιο θα κάνουν και τα αφεντικά, έτσι ως ένα ταξικό fair play.
Ένας μικρός επίλογος, περί αλληλεγγύης.
Το να πει κανείς ότι υποχωρεί, καμιά φορά δεν είναι κακό. Το να έχει υποταχτεί, και να βαφτίζει την υποταγή του νίκη, αυτό είναι ασυγχώρητο. Διαβάζω πολλά κείμενα, ανακοινώσεις, σχόλια αριστερών φίλων και συλλογικοτήτων, που αγωνιούν για το πώς αυτή τη δύσκολη στιγμή θα πραγματώσουν την αλληλεγγύη προς τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Βγάζω το καπέλο σ’εκείνους που το εννοούν πραγματικά, αλλά τους λέω πως αν πιστεύουν πως ο δρόμος για να το κάνουν αυτό είναι η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση», τότε κάνουν ένα τραγικό και εγκληματικό λάθος. Το ζήτημα της αλληλεγγύης έχει ταλαιπωρήσει την Αριστερά μας τα τελευταία χρόνια και έχει αναδείξει την ιδεολογική της φτώχεια και την πολιτική της ανημπόρια. Και η βασική αιτία γι’αυτό είναι η απροθυμία της (απροθυμία που έχει και, ή κυρίως, υλικές βάσεις) να ανυψωθεί σε κείνο το σημείο που θα ξεπεράσει τον ορίζοντα του Κράτους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’αυτό μπορούμε να βρούμε πάλι μέσα από την Εκπαίδευση: μια μεγάλη συζήτηση και αναταραχή στην εκπαιδευτική Αριστερά μέσα στα μνημονιακά χρόνια είναι η ιδέα των «μαθημάτων αλληλεγγύης», που πασπαλίστηκαν με θεωρίες του τύπου «το καθήκον του αριστερού εκπαιδευτικού είναι να βοηθήσει τα παιδιά του λαού να περάσουν στο Πανεπιστήμιο». Τα μαθήματα αυτά, παρότι πέτυχαν σε ικανοποιητικό βαθμό, όπου επιχειρήθηκαν, αυτό το στόχο, όχι μόνο δεν πήγαν τη συνείδηση των «παιδιών του λαού» ένα βήμα παραπέρα, αλλά στερέωσαν ακόμη περισσότερο την παντοδυναμία των Πανελλαδικών εξετάσεων. Λοιπόν, αλληλεγγύη στις χαραμάδες που αφήνει το Κράτος δεν υπάρχει. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση», ένα εργαλείο ταιριαστό για το σχολείο σούπερ-μάρκετ, για να στήσει «εναλλακτικά μαθήματα», δίκτυα αλληλεγγύης (μέχρι και για νέο ΕΑΜ διαβάσαμε, κανείς δε μας λυπάται πλέον…) και άλλα τέτοια, όχι μόνο υπηρετεί τα αφεντικά στα σχέδιά τους, αλλά μάλλον τους προσφέρει και διασκέδαση.
Να διευκρινίσω, κλείνοντας, ότι αυτά δεν έχουν να κάνουν με την προσωπική στάση του καθενός και καθεμιάς από μας και τη σχέση μας με τους μαθητές και τις μαθήτριές μας. Εννοείται πως είμαστε όπως είμαστε πάντα στη διάθεση των παιδιών, να επικοινωνήσουμε με τις οικογένειές τους (στην Α’βάθμια είναι κάπως πιο εύκολο αυτό) για ό,τι μπορούμε να προσφέρουμε. Δεν θα πει κανείς μας όχι σε παιδιά που θα ζητήσουν μια πρόταση για ένα ντοκυμανταίρ, για μια δραστηριότητα ή πείραμα στο σπίτι, πολλοί από μας θα δανείσουν με προθυμία τα βιβλία τους (ίσως θα μπορούσαν οι σχολικές βιβλιοθήκες να ανοίγουν μια φορά τη βδομάδα για το σκοπό αυτό, αντί όλος αυτός ο πλούτος να σαπίζει). Όμως δεν συζητάμε αυτό.
Κλείνω. Αν όλα αυτά που γράφω παραπάνω είναι ανοησίες, αν ο δρόμος προς την «εκπαίδευση των αναγκών μας» περνά μέσα από την «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» του υπουργείου, αν η μιζέρια η οποία κατατρώει την εκπαίδευση εδώ και χρόνια χρειάζεται αυτό το άλμα στη γιαλαντζί modernity, ας μη διστάσουμε. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει προοδευτική πρόταση που τη λέμε στα μουλωχτά. Ας το γράψουμε στα λάβαρα του κομμουνιστικού και του εκπαιδευτικού κινήματος, κι ας πάμε στο προλεταριάτο μ’αυτή την πρόταση και πρόγραμμα. Λοιπόν, ας σοβαρευτούμε. Ας μάθουμε κάποια φορά επιτέλους να ζυγίζουμε τα πράγματα όχι έτσι αφηρημένα σαν καλές ή κακές ιδέες, μα ενταγμένα στις κοινωνικές διεργασίες που υπηρετούν. Είναι αυτή η ματιά που με πείθει ότι η «εξ αποστάσεως εκπαίδευση» είναι ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο μιας Δημόσιας Εκπαίδευσης, που βιάζονται να την δηλώσουν πεθαμένη. Κι αυτό το καρφί εγώ δεν θέλω να το βάλουμε, ούτε υπό το φόβο μήπως και μας πουν τεμπέληδες, ούτε για να ξεφύγουμε από την πολιτική απομόνωση, ούτε για να εισπράξουμε το χειροκρότημα μιας ξεπεσμένης κοινωνίας λαίμαργης για ηλίθιες καινοτομίες, δεξιότητες, αριστείες, και φούσκωμα του βιογραφικού της υπερπολύτιμης επένδυσης που λέγεται «παιδί».
του Λευτέρη Παπαθανάση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου