Σάββατο του Λαζάρου η 24 Απρίλη ή Πρώτη Λαμπρή, προοικονομία της Ανάστασης του Χριστού. Παλιότερα, τέτοια μέρα, τα παιδιά επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού ή της πόλης και τραγουδούσαν τα κάλαντα του Λαζάρου κι έπαιρναν φιλοδωρήματα. Σε αυτά τα κάλαντα αποτυπώνεται η περιέργεια του λαϊκού στιχουργού για το τι είδε ο Λάζαρος «εις τον Άδη που επήγε». Κι εκείνος απαντούσε: «Είδα φόβους, είδα τρόμους / είδα βάσανα και πόνους»
Σύμφωνα με την παράδοση όμως, η επάνοδος του Λάζαρου στη ζωή σηματοδοτεί την αρχή μιας πορείας την οποία σφραγίζουν ο θρίαμβος, η προδοσία, ο θάνατος και, τελικά, ο θάνατος του θανάτου με την ανάσταση του Χριστού. Όπως σχεδόν τα πάντα, έτσι και στην συγκεκριμένη περίπτωση τα γεγονότα προχωρούν κυκλικά ή με την διαδρομή μιας σπείρας που λέγαμε παλιά.
Όποιος έχει διαβάσει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ή έχει δει τη, βασισμένη σε αυτό, ταινία του Παζολίνι, μπορεί να επισημάνει ότι είναι το λιγότερο μεταφυσικό, από τα άλλα, Ευαγγέλιο. Κυριαρχεί ο πύρινος καταγγελτικός λόγος ενός εξεγερμένου Ιησού και των συντρόφων του εναντίον της εξουσίας, της βιαιότητας και της υποκρισίας της. Υπερασπίζεται τους αδικημένους, τους φτωχούς, τους ξένους, τους φυλακισμένους, τους αδύναμους. Κι όμως εγκαταλείφθηκε κι από εκείνους που υποστήριξε, προδόθηκε από μαθητές του και στο τέλος από τον ίδιο του τον Πατέρα. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» είναι τα τελευταία του λόγια πριν το «τετέλεσται», πριν ξεψυχήσει. Η μοναξιά και η διάψευση των προσδοκιών μάλλον είναι και το πιο σκληρό απ’ όλα τα βασανιστήρια που υπέστη.
Μια τέτοια στάση όμως δεν «πεθαίνει» ποτέ. Ανασταίνεται μέσα σε εκείνους που την πίστεψαν και την έκαναν τρόπο ζωής τους, πάντα βγαίνει στο φως. Συχνά απρόσμενα.
Το «θεϊκό» πάθος όμως ποτέ δεν ήταν θεϊκό. Πάντα ήταν, και είναι, ανθρώπινο. Ο «Άδης» του Λαζάρου με τους φόβους, τους τρόμους, τα βάσανα και τους πόνους είναι ο καθρέφτης του σύγχρονου «Πάνω κόσμου». Οι εξουσίες, όπως και στην εποχή του Χριστού, εξακολουθούν να είναι αρπακτικά, υποκριτές και ανάλγητοι. Όλο το εδάφιο του ευαγγελίου που ξεκινά με το «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί» και τελειώνει με την υπόσχεση ότι «όλα θα διαλυθούν και δεν θα μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» αποτελεί μια προβολή του παρόντος στο παρελθόν ή και το αντίστροφο. Πολλοί αυτές τις μέρες θα συγκινηθούν και θα μιλήσουν για το νόημα της «Αναστάσεως», ορισμένοι μάλιστα θα το σφετεριστούν και θα το συσχετίσουν με την «Ανάσταση του τόπου». Είναι όμως αυτοί που και χίλιες φορές να γεννιόταν ο Χριστός, χίλιες θα τον σταύρωναν, για να παραλλάξουμε τον στίχο του Βάρναλη στους «Πόνους της Παναγιάς»
Αυτά οι υποκριτές. Το θέμα πάντα είναι η Ανάσταση και η νοσταλγία μιας πίστης που δεν εννοεί να σβήσει, να πεθάνει. Γεννιέται και ξαναγεννιέται μέσα από τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων που επιμένουν σε αυτήν, που παλεύουν γι’ αυτήν· ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Νίκος Καρούζος έγραψε κάποτε: «Θα περάσουν πάνω μας όλοι οι τροχοί./ Στο τέλος τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν»
Η σωτηρία, όχι με τη θρησκειολογική της έννοια, σημαίνει απαλλαγή, απελευθέρωση. Και όπως κάθε τι σημαντικό, είναι κι αυτή δύσκολη. Είναι προσωπική επιλογή του καθενός μας αλλά συλλογική υπόθεση. Η πορεία προς αυτήν μπορεί να παρομοιαστεί με αυτήν την «εβδομάδα των Παθών», που πιο πολύ από τον σωματικό πόνο χαράχτηκε από τον ψυχικό: από την αίσθηση της ματαιοπονίας, την απογοήτευση, τη μοναξιά. Σφραγίστηκε όμως από την Ανάσταση.
της Αιμιλίας Καραλής
πηγή: https://selidodeiktis.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου