Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

«Θέλω να σας συγχαρώ» – Έκθεση Πισσαρίδη για την ελληνική οικονομία

Με αυτή τη φράση απευθύνθηκε ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης στον Νομπελίστα Πισσαρίδη και την επιστροπή «σοφών» που συνέταξαν το ενδιάμεσο κείμενο των 151 σελίδων για την ελληνική οικονομία (Το τελικό κείμενο αναμένεται να δημοσιοποιηθεί το Σεπτέμβριο του 2020). Και συνεχίζοντας ο πρωθυπουργός τον έπαινο διαπιστώνει: «έχετε βάλει ένα πλαίσιο το οποίο είναι φιλόδοξο, μακροπρόθεσμο και ρεαλιστικό».


Πράγματι οι επιθετικοί προσδιορισμοί ισχύουν, αλλά σε όφελος της Ε.Ε., της αγοράς και των μεγάλων ομίλων επιχειρήσεων. Οι γενικές διαπιστώσεις που περιέχονται στην έκθεση σε σχέση με τα «κύρια χαρακτηριστικά και τις τάσεις της ελληνικής οικονομίας» είναι ότι τα τελευταία χρόνια διολισθαίνει σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας. Κύριο στοιχείο που επικεντρώνεται είναι η «υστέρηση» στην παραγωγικότητα. Παρ’ ότι, όπως σημειώνει, η Ελλάδα παρουσιάζει ανελλιπή συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (E.E.- Ευρωζώνη). Συμμετοχή και οικονομικές δεσμεύσεις που σε συνδυασμό με τις πολιτικές των μνημονιακών κυβερνήσεων γέννησαν λεηλατημένα νοικοκυριά, σπίτια που χάθηκαν στα χρόνια της κρίσης, μαζική φυγή νέων στο εξωτερικό, εκτίναξη της ανεργίας, οικονομική συρρίκνωση των μισθών και των συντάξεων στα όρια της φτώχειας.

Μέλημα της έκθεσης αποτελεί η άνοδος των συνολικών επενδύσεων και εξαγωγών ως ποσοστού του Α.Ε.Π. ώστε να πλησιάσει τον αντίστοιχο μέσο όρο των άλλων μικρών ανοιχτών οικονομιών της Ευρωζώνης.

Θεωρεί ως αναγκαιότητα τη «διευκόλυνση της κινητικότητας» των εργαζομένων ανάμεσα σε κλάδους και επιχειρήσεις επιτείνοντας τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, την υποαπασχόηση, την ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία, ιδιαίτερα στον επισιτισμό και τον τουρισμό.

Για την κοινωνική ασφάλιση προτείνει «ένα πρώτο δημόσιο πυλώνα και ταυτόχρονα ανάπτυξη ενός δεύτερου και τρίτου πυλώνα με κίνητρα για ιδιωτικές αποταμιευτικές αποφάσεις».

Αναιρεί την υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει τη σύνταξη των εργαζομένων ενώ για την επικουρική σύνταξη διαπιστώνει ως αναγκαιότητα «τη μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης».

Στο δημόσιο τομέα προτείνει την καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης.

Συνεχίζοντας για την εκπαίδευση εστιάζει στην ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας μέσω της άρσης των «αγκυλώσεων»! Κίνητρα για έρευνα στις επιχειρήσεις και ριζικό εκσυγχρονισμό διακυβέρνησης στην ανώτατη εκπαίδευση με διασύνδεση των ιδρυμάτων με την οικονομία και την ευρύτερη κοινωνία.

Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της δομής του συστήματος εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες προτείνει αύξηση του μέσου μεγέθους των σχολικών μονάδων και «ουσιαστική αυτονομία». Αξιολόγηση των σχολικών μονάδων με κοινωνική λογοδοσία, αξιολόγηση των εκπαιδευτικών εσωτερική και εξωτερική. Αξιολόγηση σε ετήσια βάση από τον προϊστάμενο της κάθε θέσης με συγκεκριμένους «ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους».

Στην επιλογή στελεχών σε διοικητικές θέσεις του δημόσιου τομέα και κατ’ επέκταση και στα στελέχη εκπαίδευσης η έκθεση θεωρεί ότι το σύστημα μοριοδότησης είναι δύσκολο να λάβει υπ’ όψιν υποκειμενικούς παράγοντες. (Ίσως αυτό να είχε κατά νου η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας στη τελευταία εγκύκλιο για τους προσωρινούς διευθυντές εκπ/σης που καταργεί στην ουσία τη μοριοδότηση και εισάγει αυθαίρετα τη συνεκτίμηση της συνολικής προσωπικότητας και των προσόντων).


Ο κλοιός για το σχολείο και τις εργασιακές σχέσεις των εκπ/κών γίνεται ασφυκτικός με την εξόφθαλμη κρίση της επιτροπής «σοφών» υπέρ της δημοσιονομικής αποκέντρωσης, αφού προτείνει το πέρασμα στους Δήμους της συνολικής λειτουργίας του σχολείου (πόροι, χρηματοδοτήσεις, προσωπικό).

Η «αναποτελεσματικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος» (σύμφωνα πάντα με τον Ο.Ο.Σ.Α.) διαπιστώνει ότι οφείλεται στην απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων. Επομένως, αναδεικνύει ως αναγκαίο στοιχείο της εκπαιδευτικής διαδικασίας την απόκτηση δεξιοτήτων. Ξεκαθαρίζει με τον πιο σαφή και αγοραίο τρόπο δύο σημεία: Το πρώτο, θεωρεί ότι το σχολείο της ολόπλευρης γνώσης είναι μη χρήσιμο και δαπανηρό και το δεύτερο, θεωρεί πως η εκπαίδευση είναι αναγκαία και υψηλής ποιότητας όταν συνδέεται με τη σύγχρονη οικονομία.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνει να επικεντρωθεί η εκπαίδευση στις ψηφιακές δεξιότητες με αναδιοργάνωση του σχολικού προγράμματος σπουδών για Α/ΘΜΙΑ και Β/ΘΜΙΑ. Η εισαγωγή διδακτικών αντικειμένων π.χ. Αγγλικά στο Νηπιαγωγείο και τα εργαστήρια δεξιοτήτων που συμπεριλαμβάνεται στο Πολυνομοσχέδιο για την εκπαίδευση φυσικά και δεν είναι τυχαία. Στην έκθεση Πισσαρίδη αναφέρεται: «όπως κάθε ξένη γλώσσα, η υπολογιστική σκέψη (computational + Thinking) πρέπει να διδάσκεται συστηματικά από μικρή ηλικία. Δηλαδή από τη προσχολική αγωγή και εκπαίδευση».

Η επιτροπή των «σοφών» συνεχίζει να εισχωρεί στα εδάφη της Παιδαγωγικής και Διδακτικής αυθαίρετα προτείνοντας την αξιολόγηση των δεξιοτήτων που διδάσκονται και αποκτούν οι μαθητές/τριες εστιάζοντας στην ανάγκη να λύνουν προβλήματα με τη χρήση της πληροφορικής. Ξεκάθαρη θέση της έκθεσης είναι η πληροφορική να αποτελεί κεντρικό μέρος του προγράμματος σπουδών.

Παράλληλα διαπιστώνει ότι το συνολικό μεγαλύτερο ποσοστό δαπανών στην εκπαίδευση είναι δημόσιο και προχωρά στην αριθμητική αποτύπωση για να ισχυροποιήσει το επιχείρημα ότι μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν οι «τρέχουσες» δαπάνες (μισθοί και «κεφαλαίου» επενδύσεις).

Εντοπίζει και επαναλαμβάνει περιοδικά ως παθογένεια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το συγκεντρωτισμό, την εξαιρετικά περιορισμένη αυτονομία των σχολικών μονάδων, την παντελή έλλειψη αξιολόγησης εκπαιδευτικών και προσωπικού και την παντελή έλλειψη κινητροδότησης (sic).

Προτείνει συγχωνεύσεις σχολείων, διαπιστώνει μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων (βλέπε αύξηση αριθμού μαθητών ανά τάξη), χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών.

Και επειδή οι «σοφοί» είναι «νοικοκύρηδες» διαπιστώνουν ότι το κόστος ανά ώρα δασκάλου / καθηγητή με μαθητές είναι από τα υψηλότερα στον Ο.Ο.Σ.Α.

Αντιμετωπίζει ως παθογένεια τις προσλήψεις με τυπικά προσόντα και προϋπηρεσία ενώ προτείνει να περάσει η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού στον ΑΣΕΠ (Ο τραγέλαφος με το παράβολο των 3 ευρώ και τον αποκλεισμό των συναδέλφων αναπληρωτριών/των πιθανό είναι πρόσφατος οδηγός για τις προθέσεις τους).

Ως επίλογος στην αποτύπωση ορισμένων βασικών σημείων της έκθεσης Πισσαρίδη αξίζουν τρεις επισημάνσεις.

Οι εργαζόμενοι θεωρούνται «καύσιμη ύλη» για την επιτυχία των οικονομικών πολιτικών κυβέρνησης – Ε.Ε. – Παγκόσμιας Τράπεζας.

Η εκπαίδευση λογίζεται ως αναγκαία στο βαθμό που εξυπηρετεί την ελεύθερη οικονομία, την ευελιξία, την κινητικότητα τις δεξιότητες. Το σχολείο αποτελεί προθάλαμο προετοιμασίας εργαζομένων που θα αποκτήσουν συνείδηση ενός αναλώσιμου, υποαπασχολούμενου και σιωπηρού υπήκοου.

Η τρίτη επισήμανση επιφυλάσσει ένα διαστροφικό παράδειγμα που αποτυπώνεται στην έκθεση και αφορά την ανατροπή κάθε λογικού ανθρώπου, κοινωνικού και πολιτικού όντος.

Στα επιχειρήματα που αναφέρονται για την αύξηση της παραγωγικότητας, ιδιαίτερα στον τομέα της μεταποίησης, διατυπώνεται στην έκθεση με απόλυτη πίστη και σοβαρότητα: «Τα ρομπότ ως ελεύθερα κινούμενα αντικείμενα έχουν περισσότερες εφαρμογές στη μεταποίηση». Και συνεχίζει: «δεν έχει γίνει ακόμα σαφές αν τα ρομπότ παίρνουν τις δουλειές από τους εργαζόμενους. Παράδειγμα: Τα ρομπότ βάζουν τούβλα το ένα πάνω στο άλλο στους τοίχους, αλλά (σ.σ. διαπιστώνεται εδώ μια «δυσκολία»), δεν μπορούν να τα ασφαλίσουν και να κάνουν καμπύλες»!

Συνολικά η έκθεση Πισσαρίδη αποτελεί ένα αντεργατικό και αντιεκπαιδευτικό εγχειρίδιο. Εμπεριέχει όλες τις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. για τον οικονομικό προσανατολισμό της χώρας μας. Προτείνει ως «ρεαλισμό» τους αντιεκπαιδευτικούς σχεδιασμούς ΡΙΖΑ και Ο.Ο.Σ.Α.

Αναιρεί την εργασία και τη δημόσια εκπαίδευση ως δικαίωμα των πολιτών και προδιαγράφει ένα σκοτεινό μέλλον για την ελληνική κοινωνία και την εκπαίδευση.

Μόνος δρόμος ο συλλογικός αγώνας στο σχολείο και στους δρόμους για:

ατομικά – κοινωνικά δικαιώματα

μόνιμη και σταθερή εργασία για όλους

μόρφωση για όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς.

του Γιάννη Αναγνωσταρά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου