Ενενήντα άνθρωποι με αναπηρία τον μήνα πεθαίνουν αφότου βρίσκονται «κατάλληλοι για εργασία» (fit for work) σύμφωνα με μια στατιστική του 2015.[1] Η περίπτωση τουStephen Smith είναι μια τελευταία χαρακτηριστική περίπτωση.
Η Ιστορία του κ. Stephen Smith
Ο κ. Smith, 64 ετών από το Λίβερπουλ, θεωρήθηκε κατάλληλος για δουλειά παρά το γεγονός ότι είχε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, οστεοαρθρίτιδα και προστάτη και ενώ το βάρος του είχε φτάσει στα 38 κιλά. Μια φωτογραφία που απεικονίζει το σκελετωμένο σώμα του στην εφημερίδα Liverpool Echo είναι πολύ δύσκολο να ξεχαστεί.[2]
Ο Stephen Smith – «κατάλληλος για εργασία»
Η αρμόδια υπηρεσία, το Τμήμα Εργασίας και Συντάξεων (Department for Work andPensions), που κάνει την αξιολόγηση της δυνατότητας των ανάπηρων για εργασία (work capability assessment), το 2017 τού έκοψε το επίδομα αναπηρίας, το οποίο χορηγείται ως αντικατάσταση του μισθού για άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας λόγω αναπηρίας ή μακροχρόνιας ιατρικής νόσου. Η υπηρεσία τον βρήκε κατάλληλο για εργασία και του είπε να ψάξει για δουλειά. Του έδωσαν 67 λίρες την εβδομάδα με την υποχρέωση να επισκέπτεται ένα κέντρο ανεύρεσης εργασίας μία φορά την εβδομάδα και να αποδεικνύει ότι ψάχνει για δουλειά.[3]«Μπορούσα να φτάσω στην κουζίνα για να φτιάξω φαγητό μία φορά την ημέρα. Δεν είχα μύες στο πίσω μέρος του ποδιού μου, πράγμα που σήμαινε ότι δεν μπορούσα να σταθώ καθόλου και έπρεπε να κλίνω ή να κάθομαι όλη την ώρα, αλλά μου έλεγαν ότι ήμουν ικανός για δουλειά» ανέφερε ο κ. Smith.[3]
Ο κ. Smith ήρθε σε επαφή με μια δομή κοινωνικής αλληλεγγύης και δύο γιατροί γνωμοδότησαν ότι αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες δυσκολίες κατά την ολοκλήρωση των πιο απλών κινήσεων και καθημερινών δραστηριοτήτων. Στη γνωμοδότηση ένας γιατρός έγραψε: «Πιστεύω ότι ο κ. Smith δεν θα μπορούσε να περπατήσει 20 μέτρα χωρίς πόνο ή εξάντληση».[3]
Ο κ. Smith με τη βοήθεια συμβούλου από το κέντρο κοινωνικής αλληλεγγύης έκανε ένσταση, επισυνάπτοντας ως αποδεικτικά στοιχεία τις ιατρικές γνωματεύσεις, αλλά η ένστασή του απορρίφθηκε τον Ιανουάριο του 2018. Τον ενημέρωσαν ότι δεν είχε αποκτήσει τον απαιτούμενο αριθμό πόντων για να θεωρηθεί ότι έχει περιορισμένες δυνατότητες εργασίας. Ο κ. Smith συνέχισε να αγωνίζεται και 12 μήνες μετά την απόρριψη της προσφυγής του η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια. Εν τω μεταξύ η υγεία του κ. Smith επιδεινώθηκε περαιτέρω. Έπαθε πνευμονία και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και το δικαστήριο τον δικαίωσε.[3]
Αφότου η Liverpool Echo δημοσίευσε την ιστορία του Smith, το Τμήμα Εργασίας και Συντάξεων ζήτησε συγγνώμη και είπε ότι θα πληρώσει αναδρομικά το ποσό που ο κ.Smith έχασε,[3] περίπου 4000 λίρες.[4] Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ο κ. Smith είχε χάσει τα επιδόματά του για περίπου δύο χρόνια. Ποιος-α θα μπορούσε να εκτιμήσει τις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις που είχε η στέρηση των επιδομάτων πάνω στο αδύναμο και ευάλωτο σώμα του; Ο κ. Smith πέθανε την Κυριακή στις 21 Απριλίου 2019.[5]
Η ιστορία του πέρασε τα σύνορα της Βρετανίας. Θα τον θυμόμαστε ως έναν γενναίο άνθρωπο που, με το θάρρος και την ψυχική δύναμη στην πιο αδύναμη στιγμή της ζωής του, έριξε φως στο πόσο άδικα λειτουργεί το βρετανικό σύστημα των αναπηρικών επιδομάτων στη βάση της λειτουργικής αξιολόγησης της αναπηρίας και στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας. Θα τον θυμόμαστε ως έναν πραγματικό Daniel Blake, τον κινηματογραφικό πρωταγωνιστή της εξαιρετικής ταινίας «Εγώ ο Ντανιελ Μπλεικ» του Ken Loach.
Για την Πολιτική της Λειτουργικής Αναπηρίας
Η ιστορία του Smith δεν είναι η μόνη ιστορία γκροτέσκας νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας. Το Τμήμα Εργασίας και Συντάξεων έστειλε σημείωμα σε μια γυναίκα σε κώμα ότι θα έπρεπε να συνεχίσει την «έντονη δραστηριότητα εστιασμένη στην εργασία». Ένα άτομο με σύνδρομο Down ρωτήθηκε «πώς το κόλλησε». Μια νεαρή γυναίκα με προβλήματα ψυχικής υγείας ρωτήθηκε γιατί δεν είχε «ακόμα διαπράξει φόνο».[5]
Πάνω από το 70% των απορρίψεων επιδομάτων και παροχών αναπηρίας ανατρέπονται στο δικαστήριο. Οι αξιολογήσεις για «καταλληλότητα για εργασία» έχουν συνδεθεί με μια αυξημένη χρήση αντικαταθλιπτικών και αυτοκτονιών μεταξύ των ατόμων με αναπηρία.[5]
Κάποιοι θα μιλούσαν για μισαναπηρισμό αναλύοντας τον λόγο της γραφειοκρατίας. Πέρα από τον λόγο (discourse) υπάρχει ένα δομικό πλαίσιο. Το πρόβλημα πάει πέρα από τις προκαταλήψεις, κοινωνικές στάσεις και τις σχέσεις μεταξύ πολιτών με τις υπηρεσίες του δημοσίου. Στην ουσία είναι ένα δομικό πρόβλημα, γιατί στο βάθος του πολιτικού ορίζοντα υπάρχει μια σαφέστατη δημοσιονομική στόχευση και εμφανής πολιτική βούληση. Και αυτό το ξέρουν τόσο οι υπάλληλοι της εν λόγω υπηρεσίας όσο και οι εξυπηρετούμενοι. Με λίγα λόγια οι παραπάνω ιστορίες εντάσσονται στα πλαίσια ενός νεοφιλελεύθερου κράτους που έχει έναν σαφή προσανατολισμό για λογιστικές εξοικονομήσεις. Σε αυτόν τον στόχο επιστρατεύεται κάθε εύκαιρη θεωρία, βολικό μοντέλο, μισαναπηρικό ή «αξιακό» επιχείρημα και σύνθημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στις διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση απαιτούσε να εφαρμοστεί η πολιτική της «λειτουργικής αναπηρίας». Η μεταρρύθμιση των παροχών αναπηρίας και ένα πιλοτικό πρόγραμμα αξιολόγησης της λειτουργικής αναπηρίας ήταν μια από τις απαιτήσεις των δανειστών το καλοκαίρι του 2017.[6] Στη βάση ενός κατ’ όνομα «λειτουργικού μοντέλου της αναπηρίας» προσέβλεπαν σε μια πολιτική γενικευμένων εξαιρέσεων από τα αναπηρικά επιδόματα, όπως και γενικότερα εξαίρεσης από την πρόσβαση σε δωρεάν δημόσια υγεία. Μια πολιτική που θα άρχιζε από όσους ανάπηρους είχαν μία εργασία ή μια κάποια οικονομική δυνατότητα.
Η πολιτική της «λειτουργικής αναπηρίας» δεν έχει απασχολήσει μόνο την εργασία αλλά και την εκπαίδευση. Τον Απρίλιο του 2014 όταν κυκλοφόρησε το προσχέδιο νόμου της ειδικής αγωγής, στο Άρθρο 4, παρ.4, Ιβ υπήρχε αναφορά στο International Classification of Functioning, Disability and Health (ICF) για τις προϋποθέσεις χρήσης του ICF στα ιατροπαιδαγωγικά κέντρα και στα ΚΕ.Δ.Δ.Υ.[7] Η χρήση του ICF είναι ανοιχτή σε μια λογική της «λειτουργικής αναπηρίας». Θα ήταν ίσως λάθος να απορριφθεί το ICF, που γεννήθηκε στη λογική ενός ξεπεράσματος της κλασικής ταξινόμησης των αναπηριών και δυσικανοτήτων, ως ένα εργαλείο που εγγενώς από τη φύση του είναι κακό. Ουσιαστικά το ICF χρησιμοποιήθηκε από το ΔΝΤ γιατί ήταν πιο επιρρεπές στη ρευστοποίηση και κατάργηση των συνόρων μεταξύ αναπηρίας και μη αναπηρίας και έτσι βόλευε δημοσιονομικούς στόχους. Στην τότε κοινωνικοοικονομική συγκυρία μπορούσε να νομιμοποιήσει επιστημονικά μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική.
Είναι μεγάλη αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι τα μοντέλα για την αναπηρία είναι απρόσβλητα στην πολιτική τους αξιοποίηση από την κυρίαρχη λογική του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που μάλλον ισχύει είναι ότι η δογματική εμμονή σε μοντέλα αναπηρίας, δηλαδή ένας μονοκόμματος τρόπος σκέψης για κάθε ζήτημα και κάθε μορφή αναπηρίας, οδηγούν στο καπέλωμα από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Τα μοντέλα, ιδιαίτερα στην πολιτισμική σφαίρα, μπορεί να κουρσεύονται εύκολα από νεοφιλελεύθερους πειρατές. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει σήμερα και με το λεγόμενο «κοινωνικό μοντέλο για την αναπηρία» όπως έχουμε αναλύσει αλλού.[7]Αυτό εξηγεί γιατί το «κοινωνικό μοντέλο» έχει υιοθετηθεί από θεωρητικούς όπως οGiddens, που συνέβαλλε στην πολιτική του Τόνι Μπλερ, δηλ. τον «έξυπνο» νεοφιλελευθερισμό του «Τρίτου Δρόμου»[8] και προωθείται ενεργητικά από διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα.[9][10]
Περί Ισότητας και Ίσων Ευκαιριών
Ο λόγος περί (α) ίσων ευκαιριών, (β) ισότητας ή και (γ) προσχηματικής ισότητας συχνά εντάσσεται σε ένα είδος επιφανειακού δικαιωματισμού, που συγκλίνει με ή συνοδεύει συχνά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική σκοπιμότητα. Ας εξετάσουμε και τις τρεις αυτές πλευρές.
(α) Οι ίσες ευκαιρίες μπορεί να δίνουν έναν τόνο δικαιοσύνης αλλά δεν είναι εύκολο να μετουσιωθούν σε πολιτικές και συγκεκριμένες παρεμβάσεις που παράγουν αποτελέσματα για τους μαθητές των οποίων οι δυσικανότητες σχετίζονται με τους γνωστικούς μηχανισμούς της μάθησης. Ακόμα και καλοπροαίρετες πολιτικές ίσων ευκαιριών (π.χ. καθολικός σχεδιασμός για τη μάθηση, διαφοροποιημένη διδασκαλία), αν και μπορούν να λειτουργούν για μια μερίδα μαθητών που βρίσκονται σε κίνδυνο να παρουσιάσουν μια μαθησιακή δυσκολία, πολλές φορές αδυνατούν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα και ποικιλότητα καταστάσεων που πάνε πέρα από τις σωματικές αναπηρίες ή μια ήπια μαθησιακή δυσκολία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ένα μέρος σοβαρών γνωσιακών-νοητικών ή ψυχοκοινωνικών δυσικανοτήτων (disabilities), όπου η διαφοροποίηση και η προσαρμογή του αναλυτικού προγράμματος μπορεί να μην είναι αρκετή, αλλά να χρειάζεται ρητή, χρονικά εντατική και ειδικά σχεδιασμένη διδασκαλία, η βοήθεια ειδικού εκπαιδευτικού και πρόσθετοι πόροι.
Υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης για όλους απαιτεί να μην αγνοήσουμε τις άτυπες ανάγκες κανενός ανθρώπου. Εάν μεγάλα τμήματα του αναπηρικού και εκπαιδευτικού κόσμου αγοράσουν μαζικά τη ρητορική επιφανειακής ισότητας και την εκπαιδευτική μόδα, εάν δεν διακρίνουν τον ευσεβή πόθο από το γεγονός, τη γνώμη της αυθεντίας από τα πραγματικά ευρήματα των παρεμβάσεων και των καινοτομιών, εάν δεν γειώσουν τις επιχειρούμενες πολιτικές σε συσσωρευμένα και έγκυρα ερευνητικά δεδομένα, εάν δεν απαιτήσουν την εφαρμογή πιλοτικών προγραμμάτων πριν επιχειρήσουν μια καινοτομία των διαφημιστών τους, τότε διαβρώνεται η ικανότητα για συλλογικά αιτήματα ουσιαστικών κοινωνικών δικαιωμάτων.[11]
(β) Σε ένα πλαίσιο τυπικής ισότητας, που ουσιαστικά μεταφράζεται σε ανισοτιμία για πολλά άτομα με αναπηρίες, γίνονται διάφορες αφαιρέσεις σχετικές με την τεράστια ποικιλομορφία της ανθρώπινης κατάστασης. Καταρχήν παραλείπεται κάτι εξόφθαλμα βασικό, όπως το μειονέκτημα μετατροπής. Για παράδειγμα, ένα άτομο με σωματική αναπηρία, ακόμα και όταν έχει εργασία, ενδέχεται να χρειάζεται μεγαλύτερο εισόδημα από ένα άτομο χωρίς αναπηρία. Για να κινείται, με ευχέρεια (ή όχι), είναι πιθανόν να χρειάζεται ένα αναπηρικό αμαξίδιο, πιθανή αρωγή, προσθετικά μέλη ή έναν συνδυασμό τους. Με λίγα λόγια, το μειονέκτημα μετατροπής αναφέρεται στο μειονέκτημα που έχει ένα άτομο με αναπηρία ή δυσικανότητα να μετατρέψει ίδιους κατά τα άλλα εισοδηματικούς πόρους σε ένα παρόμοιο ή ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.[12]
Πέρα από τις σωματικές αναπηρίες (κινητικές και αισθητηριακές) υπάρχουν οι νοητικές και ψυχοκοινωνικές δυσλειτουργίες. Με λίγα λόγια εδώ δεν υπάρχει τίποτα πιο άνισο από την ίδια και απαράλλακτη εκπαιδευτική αντιμετώπιση ατόμων με άνισες δυνατότητες μάθησης, για να παραφράσουμε τον Αριστοτέλη.[13]
(γ) Σε ένα πιο επιθετικό είδος προσχηματικής νεοφιλελεύθερης ισότητας, η πραγματικότητα πίσω από τα λεκτικά σχήματα αντιστρέφεται. Οι κοινωνικές ανάγκες γίνονται χάρες. Τα δικαιώματα παρουσιάζονται ως προνόμια, μέσα από μια προπαγάνδα πολλαπλασιαστικής επανάληψης που στοχεύει στη σκοτεινή πλευρά του θυμικού και τον κοινωνικό αυτοματισμό. Ωστόσο μια θεώρηση των άνισων αναγκών, ικανοτήτων και αφετηριών είναι βασική σε κάθε νομική θεώρηση αναλογικής ισότητας, όπως αυτή που προβλέπεται στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3 και 6) που είναι συστατικό στοιχείο (αν και όχι το μόνο) στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.[22]
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ανοίγει ο δρόμος της εξαίρεσης από ένα δικαίωμα, δηλαδή της παραβίασης των καθολικών παροχών για μεγάλες ομάδες πληθυσμού με μια παρόμοια ειδική ανάγκη, η ιστορία αναδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους σε διάφορες χώρες δείχνει ότι αυτό γίνεται ο επόμενος σταθμός στον ολισθηρό κατήφορο των παραπέρα περικοπών.
Η Ιστορία της Cariad Howat
Η ιστορία του κ. Smith δεν είναι η μόνη ιστορία γραφειοκρατικής τρέλας στα πλαίσια ενός κυνικού νεοφιλελεύθερου κράτους.[14] Η παροχή ή η αντικατάσταση αναπηρικών αμαξιδίων έχει γίνει πλέον λαχειοφόρος αγορά μετά την εξωτερική ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρείες. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη ιστορία της Cariad Howat 15 ετών με Νωτιαία Μυϊκή Ατροφία (SMA) Τύπου 1, μια γνωστή μαθήτρια και από το ότι έχει υπερβεί τις στατιστικές πιθανότητες του προσδόκιμου ζωής για την πάθησή της (SMA Τύπος 1). Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, η Cariad έμεινε σχεδόν δύο χρόνια χωρίς κατάλληλο αναπηρικό αμαξίδιο. Όλα άρχισαν τον Ιούνιο του 2017 όταν έσπασε ένα μέρος του. Η εταιρεία Millbrook Healthcare απλώς συγκόλλησε την καρέκλα, στο σπασμένο τμήμα του αμαξιδίου, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Το τμήμα αυτό ξαναέσπασε και η Cariad έχασε 8 βδομάδες από το σχολείο της, καθηλωμένη στο σπίτι. Η εταιρεία-πάροχος την άφησε χωρίς αμαξίδιο για περίπου δύο χρόνια.[15]
Η εμπειρία της Cariad επίσης δεν είναι μοναδική. Η έρευνα του Γραφείου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας έχει φέρει στο φως πλήθος παρόμοιων περιπτώσεων καθυστερήσεων.Οι περισσότερες αφορούν συμβεβλημένες με ιδιωτικές εταιρείες.[15] Όσοι καλοπροαίρετοι πολίτες υποστηρίζουν την εισαγωγή αρχών του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ στις κρατικές πολιτικές για την αναπηρία, την υγεία και την ειδική αγωγή και εκπαίδευση με την εκχώρηση λειτουργιών ή υπηρεσιών σε ιδιωτικούς φορείς, θα έπρεπε πρώτα να ρίξουν μια ματιά στην βρετανική εμπειρία.
Κοινωνικές Ανάγκες και Δικαιώματα στη Δίνη του Νεοφιλελευθερισμού
Η Frances Ryan, δημοσιογράφος του Guardian, στο νέο της βιβλίο: Crippled: Austerityand the Demonization of Disabled People, που θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο του 2019, περιγράφει διάφορες ιστορίες στη σημερινή Βρετανία της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού. Μέσα από προσωπικές ιστορίες, η Ryan γράφει ότι τα τελευταία χρόνια η στάση του κοινού απέναντι στα άτομα με αναπηρία έχει μετατραπεί από στάση ενσυναίσθησης και συμπόνιας σε περιφρόνηση («απατεώνες επιδομάτων» είναι μια συχνή φράση στη δημόσια σφαίρα). Τα 12 εκατομμύρια άτομα με αναπηρίες και δυσικανότητες στη Βρετανία έχουν φτάσει να θεωρούνται ότι αποστραγγίζουν το δημόσιο ταμείο από κυβέρνηση, πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ.
Η Επιτροπή του ΟΗΕ που εποπτεύει τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, και που για άλλα ζητήματα συνταγογραφεί συγκεκριμένες πολιτικές (π.χ. κατάργηση της ειδικής εκπαίδευσης), εδώ περιορίστηκε σε απλές νουθεσίες του τύπου ότι αυτά τα πράγματα θα ήταν καλό να μη γίνονται.[16] Είναι σαφές ότι η Επιτροπή εμφορείται από μια μονοδιάστατη λογική ατομικών δικαιωμάτων που συγκλίνει με τη νεοφιλελεύθερη λογική, όταν έρχεται αντιμέτωπη με τα βασικά κοινωνικά δικαιώματα: το δικαίωμα στη μόρφωση, υγεία, εργασία, πολιτισμό κ.τ.λ.
Στη Βρετανία, η πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα, ότι λέγεται κοινωνικό κράτος, έχει περισσότερες τρύπες από ότι τη δεκαετία του 1970. Και δυστυχώς, το πάλαι ποτέ ισχυρό αναπηρικό κίνημα στη Βρετανία, δέσμιο λογικών της δεκαετίας του 1990, δεν μπορεί να αντιδράσει. Μια προϋπόθεση θα ήταν η χειραφέτηση του αναπηρικού κινήματος και των συμμάχων του από νεοφιλελεύθερες λογικές.
Τα δικαιώματα, από μόνα τους, δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας, όπως τόνισε η Erkulwater.[17] Πέρα από τον νομικό αγώνα, χρειάζεται η κινηματική αναδιοργάνωση του αναπηρικού κινήματος ώστε να υπηρετεί όλο το φάσμα των ατόμων με αναπηρία. Όχι μόνο όσων έχουν σωματικές αναπηρίες (κινητικές, οπτικές, ακοής) ή μιας μικρής μερίδας τους, συνήθως της πιο εύπορης ή των μεσαίων στρωμάτων. Χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη εκπροσώπηση των δικαιωμάτων και υλικών συμφερόντων των ατόμων με νοητικές δυσικανότητες, ψυχικές διαταραχές, των ατόμων στο φάσμα του αυτισμού, των ατόμων με μαθησιακές δυσκολίες. Δηλαδή των ανθρώπων που συνήθως δεν έχουν φωνή μέσα στις διαδικασίες και την ηγεσία του αναπηρικού κινήματος, ιδιαίτερα όσων οι αναπηρίες και οι δυσικανότητες διασταυρώνονται με χαμηλότερο εισόδημα, κοινωνικό status, φτώχεια και ανέχεια.
Η καλύτερη αφετηρία λογικής ανάλυσης γι’ αυτό είναι η συγκεκριμένη ανάλυση αναγκών και καταστάσεων, χωρίς εκχώρηση υλικών κατακτήσεων στο όνομα μεγαλοστομιών που παραβλέπουν τους σημερινούς ή ορατούς μελλοντικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Η αφετηρία των δικαιωμάτων που μπορεί να επιβάλλονται «από τα πάνω» και μπορεί να έχουν μεταφυσικό τόνο (π.χ. «φυσικά δικαιώματα») δεν είναι πάντα η πιο κατάλληλη. Από ιστορική άποψη, τα δικαιώματα ποικίλλουν και μπορούν να κυμαίνονται από το δικαίωμα στην εξέγερση μέχρι το δικαίωμα στο επιχειρείν. Μερικές φορές η ονομαστική ταμπέλα για ένα «δικαίωμα» μπορεί να κρύβει το εντελώς αντίθετό της. Για παράδειγμα, είναι οι γνωστοί οι νόμοι που φέρουν το όνομα δικαίωμα στην εργασία (right to work) και έχουν ψηφιστεί στις μισές περίπου πολιτείες των ΗΠΑ μέσα στην τελευταία 10ετία. Οι νόμοι αυτοί απαγορεύουν την απεργία στους δημόσιους υπαλλήλους, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις κλπ. Σύμφωνα με το «δικαίωμα στην εργασία» και την «ελευθερία στο (ατομικό) συμβόλαιο» (liberty of contract), το δικαίωμα στην απεργία είναι παράνομο και έχει νομικές συνέπειες (π.χ. απόλυση). Έτσι σε πολλές από αυτές τις πολιτείες, οι εκπαιδευτικοί στις κινητοποιήσεις τους δεν απέργησαν αλλά επικαλέστηκαν περίπου το δικαίωμα στον «ομαδικό περίπατο» (walking out) που είναι ελεύθερος.
Επιπρόσθετα, η καλύτερη αξιακή βάση κοινωνικής διεκδίκησης και πολιτικής αλλαγής είναι η κοινωνική δικαιοσύνη και όχι η τυπική ισότητα. Και φυσικά η κοινωνική δικαιοσύνη περικλείει εδώ τόσο το στόχο της μεγιστοποίησης της κοινωνικής ένταξηςόσων και της κοινωνικής ασφάλειας και κοινωνικής προστασίας. Η εμμονή σε μια λογική μη-διάκρισης (ή αντιδιακρίσεων) για τα κοινωνικά δικαιώματα (π.χ. δικαίωμα στην εργασία) δεν έχει καμιά αξία για εκείνα τα άτομα, όπως ο κ. Smith, που βρίσκονται σε θέση που τα καθιστά ανήμπορα να εργαστούν στο παρόν ή στο μέλλον.
Παραπέρα, οι λογικές του θετικού παραδείγματος ή/και του «ανάπηρου ήρωα» εγείρουν ένα καταναλωτισμό συναισθημάτων στα κοινωνικά δίκτυα στοχεύοντας σε μια ευνοϊκή αλλαγή πολιτισμικών στάσεων. Δυστυχώς την ίδια στιγμή οι λογικές superman είναι εντελώς ακατάλληλες για να αντιμετωπίσουν τις ευρύτερες αρνητικές στροφές στους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς που τείνουν να παρασύρουν τα δικαιώματα σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως δείχνει η περίπτωση της Βρετανίας, η πατρίδα του «κοινωνικού μοντέλου», της στρατηγικής της «ενδυνάμωσης» (empowerment) και αλλαγής πολιτισμικών στάσεων. Για μια σειρά προσώπων με αναπηρία, ένα βασικό κοινωνικό εισόδημα καθώς και ένα καθολικό κοινωνικό δίκτυο υπηρεσιών είναι υλικές προϋποθέσεις για την κοινωνική δικαιοσύνη.[17] Μια ακόμη προϋπόθεση είναι η κοινωνική αλληλεγγύη που επιτυγχάνεται μέσα από κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες.
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που τόσο το αναπηρικό όσο και το εργατικό κίνημα (ξανά) χρειάζονται την έννοια και το πλαίσιο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένας λόγος είναι ότι ο πάπας του νεοφιλελευθερισμού ο Hayek απεχθανόταν την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.[18] Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι επιδραστικοί θεωρητικοί του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού σε διάφορα πεδία, όπως ο Jordan Peterson[19] και Stephen Hicks[20], διεξάγουν σήμερα σφοδρές επιθέσεις απέναντι στην αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένας τρίτος λόγος είναι ότι η 18μελής Επιτροπή του ΟΗΕ που εποπτεύει την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και κυριαρχείται από τις νεοφιλελεύθερες λογικές έχει μια δυσανεξία στην έννοια[21]. Δυσανεξία αποφυγής σε περισσότερα από 75 κείμενά της. Τέλος, η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν η υποβόσκουσα αξία στις καλύτερες στιγμές του εργατικού κινήματος από την εποχή των Χαρτιστών μέχρι τη δεκαετία του 1970. Φυσικά θα ήταν αφελής φιλοσοφικός ιδεαλισμός εάν πιστεύαμε ότι οποιαδήποτε έννοια ή/και αξία, μαζί και αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης, μπορεί από μόνη της να κάνει την κινηματική και πολιτική δουλειά ή είναι απρόσβλητη στο κούρσεμά της. Απλά η κοινωνική δικαιοσύνη για εννοιολογικούς, ιστορικούς, ηθικούς, πολιτικούς και συνειρμικούς λόγους είναι μια καλύτερη αξιακή αφετηρία (συγκριτικά με άλλες έννοιες) για την ανάλυση αναγκών και τη διεκδίκηση κοινωνικών δικαιωμάτων.
Πίσω από ένα όνομα (αναπηρία) ή ονόματα σχετικών αξιών (ισότητα, ισότητα ευκαιριών, ισοτιμία, δικαιοσύνη) υπάρχει ένα πλήθος κοινωνικών αναγκών που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με μονοκόμματες στρατηγικές και πολιτικές.[22] Έτσι οι πολιτικές ελευθερίες και τα «αστικά-πολιτειακά» νομικά δικαιώματα που ρυθμίζουν τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους ή στη σχέση τους με το νόμο και το κράτος μπορούν να επιτυγχάνονται σε μεγάλο βαθμό με αγώνα που εμφορείται από αξίες, όπως η ισότητα και η μη-διάκριση (αντιδιακρίσεις). Ωστόσο αυτό δεν ισχύει για τα κοινωνικάδικαιώματα στην εργασία, παιδεία, υγεία, πολιτισμό, ψυχαγωγία, αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Τα κοινωνικά δικαιώματα απαιτούν μια άλλη λογική κοινωνικής (ή αναδιανεμητικής) δικαιοσύνης για τον απλούστατο λόγο ότι απαιτούν τεράστιους υλικούς πόρους και αλλαγές στην οικονομία και το σύστημα παραγωγής αγαθών για την πραγματοποίησή τους.
Υπάρχει μια ακόμη διαφορά μεταξύ της κατηγορίας των αστικών-πολιτειακών-πολιτικών δικαιωμάτων και της κατηγορίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αν και οι δύο κατηγορίες δικαιωμάτων είναι φορείς ηθικών αξιών, η πρώτη κατηγορία των αστικών-πολιτειακών-πολιτικών δικαιωμάτων κρύβουν ηθικές επιταγές που είναι ρυθμιστικές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και αναδύονται κυρίως στις περιπτώσεις εμφάνισης του Κακού (φόνος και εγκλήματα κατά της ζωής, στρατιωτική δικτατορία, παραβίαση πολιτικών ελευθεριών, βασανιστήρια, παραβίαση ισονομίας, σεξουαλική εκμετάλλευση, σωματική κακομεταχείριση, κατάχρηση εξουσίας, βιασμός, συζυγική βία, κοινωνικές διακρίσεις κ.λπ.). Για τη θεωρητική τους σύλληψη δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη εμπειρικής συσσώρευσης ενδείξεων (evidence) και γνώσεων. Είναι κυρίως το Κακό το σημείο από το οποίο πηγάζει το Καλό.[23][24] Και ίσως γι’ αυτό τα αστικά-πολιτειακά-πολιτικά δικαιώματα εμφανίζονται νωρίς στη ανθρώπινη ιστορία. Από την άλλη, στην περίπτωση της δεύτερης κατηγορίας των κοινωνικών δικαιωμάτων (π.χ. στην εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, εργασία, κοινωνική προστασία, επαρκές βιοτικό επίπεδο) είναι το Καλό, κατόπιν εμπειρικών ερευνητικών ενδείξεων και ενδελεχούς λογικής ανάλυσης και συζήτησης, το σημείο από το οποίο πηγάζει το Κακό. Δηλαδή από την ύπαρξη καλής εκπαίδευσης πηγάζει η κακή ποιότητα εκπαίδευσης, από την ύπαρξη καλής υγειονομικής περίθαλψης πηγάζει η κακή, από τις καλές συνθήκες εργασίας και την καλή αμοιβή πηγάζουν οι καλές συνθήκες εργασίας και η κακο-αμειβόμενη εργασία, από το καλό βιοτικό επίπεδο πηγάζει το κακό κ.τ.λ.[24]
Εν κατακλείδι σήμερα η κοινωνική δικαιοσύνη, βασική αξία των μαζικών λαϊκών κινημάτων από την εποχή τουλάχιστον του Χαρτιστικού εργατικού κινήματος και με μεγάλο πολιτισμικό βάθος που σε πολλές χώρες χάνεται στα βάθη αιώνων, μπορεί να υπηρετηθεί από δύο συμπληρωματικές πολιτικές στρατηγικές:
α) τα πολιτικά της αναγνώρισης της διαφοράς επιδιώκοντας την κατάργηση των φραγμών και προκαταλήψεων που παρεμποδίζουν την ισοτιμία στην κοινωνική ζωή, την αλλαγή των πολιτισμικών στάσεων, την κοινωνική ένταξη[12] και
β) τον πολιτικό αγώνα για αναδιανομή των κοινωνικών αγαθών, πόρων και ευκαιριών, με σκοπό την παροχή ή εξασφάλιση εκπαιδευτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων με υλικό αντίκρισμα για το πλήρες φάσμα των ανθρώπων με αναπηρίες.[12]
Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι ένα πολυεργαλείο και σύνθετη πολιτική στρατηγική, στην οποία υπάρχει χώρος για τα πολιτικά της αναγνώρισης της διαφορετικότητας με στόχο την αντιμετώπιση παραδοσιακών πολιτισμικών προκαταλήψεων, αλλά και μεγάλος χώρος για τα πολιτικά της κοινωνικής αναδιανομής, με τις ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες για αυτά που ενώνουν με το 99% της κοινωνίας και όχι αυτά που χωρίζουν.[12] Μια τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να ξαναζωντανέψει το αναπηρικό κίνημα στη Βρετανία και αλλού.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
[1] Patrick Butler. (August 27, 2015). Thousands have died after being found fit for work, DWP figures show. The Guardian.
[2] Liam Thorp. (February 13, 2019). Weighing six stone and barely able to move – this man was denied vital benefits and told to go and look for work.Liverpool Echo.
[3] Haroon Siddique. (February 4, 2019). DWP apologises for telling seriously ill man to find a job. The Guardian.
[4] Liam Thorp. (April 21, 2019). Stephen Smith was a brave man who fought against and exposed a cruel and flawed benefits system. Liverpool Echo.
[5] Frances Ryan. (April 22, 2019). This man had to fight for benefits just before he died – when do we start to care? The Guardian.
[6] Πάνος Κακούρης, Θανάσης Αδαμόπουλος και Θάνος Τσίρος. (23 Ιουνίου 2017). Η λίστα με τα 113 προαπαιτούμενα έως και το β’ τρίμηνο του 2018.naftemporiki.gr
[7] Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. (17 Απριλίου 2014). Άρθρο 04: Διαγνωστικοί, αξιολογικοί και υποστηρικτικοί φορείς.http://www.opengov.gr/ypepth/?p=1959
[8] Anthony Giddens. (2006). Sociology (5th Edition). Cambridge, UK: Polity.
[9] Susan J. Peters. (2004). Inclusive education: An EFA strategy for all children. The World Bank.
[10] The World Bank. (2007). Social analysis and disability: A guidance note. The World Bank, Νο. 39385, Social Development Department.
[11] Niklas Olsen. (2018). The sovereign consumer: A new intellectual history of neoliberalism. Copenhagen: Palgrave Macmillan.
[12] Dimitris Anastasiou, James M. Kauffman, & Domna Michail. (2018). Η Δυσικανότητα στην πολυπολιτισμική θεωρία: Εννοιολογικά προβλήματα και ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνη. Σε μετάφραση Φώτη Μαντζώρου. Εκπαιδευτική Λέσχη. Πρώτη δημοσίευση Anastasiou, D., Kauffman, J. M., & Michail, D. (2016).Disability in multicultural theory: Conceptual and social justice issues. Journal of Disability Policy Studies, 27, 3-12.
[13] Aristotle. (1959). Politics, III.9.1280 a9-15. William Heinemann.
[14] Letters. (April 24, 2019). Benefits system set up for cruelty not efficiency. The Guardian.
[15] Luke Vance Barr. (April 18, 2019). Wheelchair users face «horrific» delays from major NHS provider. The Bureau of Investigative Journalism.
[16] CRPD Committee. (October 3, 2017). Concluding observations on the initial report of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland. CRPD/C/GBR/CO/1, paragraph 57c.
[17] Jennifer L. Erkulwater. (2006). Disability rights and the American social safety net. Ithaca, NΥ: Cornell University Press.
[18] Friedrich August von Hayek. (1976/2013). The mirage of social justice. In F. A. Hayek, Law, legislation and liberty. Routledge.
[19] Jordan B. Peterson. (2017). Jordan Peterson tells why you should stand up to social justice warriors. https://www.youtube.com/watch?v=xss0vC3mRfE
[20] Stephen R. C. Hicks. (2011). Explaining postmodernism: Skepticism and socialism from Rousseau to Foucault. Ockham’s Razor.
[21] UN CRPD Committee on the Rights of Persons with Disabilities. (November 25, 2016). General Comment No 4. UN Doc CRPD/C/GC/4.
[22] Dimitris Anastasiou, Michael Gregory, & James M. Kauffman. (2018). Article 24: Education. In I. Bantekas, M. A. Stein, & D. Anastasiou, The UN Convention on the Rights of Persons with Disabilities: A Commentary (pp. 656 – 704). Oxford, UK: Oxford University Press.https://www.researchgate.net/publication/325812098_Article_24_Education
[23] Alain Badiou (2001). Ethics: An essay on the understanding of evil. London: Verso.
[24] Dimitris Anastasiou & James M. Kauffman. (2019, January-February). The Right to Education: Analysis of Article 24 of the UN CRPD. Lecture presentation at the Council for Exceptional Children (CEC) 2019 Annual Convention, Indianapolis, IN, January 31, 2019.
του Δημήτρη Αναστασίου – Southern Illinois University, Carbondale
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου