Το υπουργείο παιδείας, δίνοντας στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου με τίτλο «ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» επαναβεβαίωσε την προσήλωσή του στην εφαρμογή των οδηγιών ΕΕ-ΟΟΣΑ αναφορικά με τη διάλυση των σταθερών δομών της ειδικής αγωγής προκειμένου να υλοποιηθεί η αντίληψη της «πλήρους ένταξης».
Του νομοσχεδίου προηγήθηκε η νομοθέτηση περικοπής επιδομάτων αναπηρίας (νομοσχέδιο για «Μετεξέλιξη του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων σε Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ)»), που υιοθετούσε την αντίληψη περί «λειτουργικότητας της αναπηρίας» που υποστηρίζει η ΕΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Η αντίληψη αυτή ακυρώνει τις ανάγκες που προκύπτουν από τη φύση και τη βαρύτητα της αναπηρίας. Συνδέεται άμεσα με την αντίληψη περί «κοινωνικής κατασκευής της αναπηρίας» και βρίσκει εφαρμογή σε όλους τους τομείς της ζωής των αναπήρων, άρα και της εκπαίδευσης.
Η δημοσίευση του σχεδίου νόμου των νέων δομών αποτέλεσε σοκ για όσους διατηρούσαν ακόμα επιφυλάξεις για την πορεία πλεύσης μιας κυβέρνησης που «θεωρήθηκε» υπερασπιστής των αναπήρων μαθητών, όπως δήλωναν με κάθε ευκαιρία υπουργοί της κυβέρνησης.
Τα αντανακλαστικά συλλογικοτήτων της εκπαίδευσης υπογράμμισαν από κοινού, παρά τη διαφορετικότητά τους, τη βασική στοχοθεσία του σχεδίου νόμου: ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΔΟΜΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ και την ακύρωση των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρία και ειδικές ανάγκες.
Πρόκειται για λάθος του υπουργείου; Πρόκειται μήπως για «κακές συμβουλές» κάποιων συνεργατών του υπουργού;
Ας δούμε τα στοιχεία: Το υπ. παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνέχισε ΕΠΑΞΙΑ το έργο των προκατόχων του αναφορικά με:
το είδος των εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην ειδική εκπαίδευση (ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών και προσωπικού της ειδικής είναι με επισφαλή εργασία). Το είδος των εργασιακών σχέσεων καθορίζει όλα τα επίπεδα (χρόνο πρόσληψης, ασυνέχεια εκπαιδευτικού έργου σε ειδικό πληθυσμό) που σχετίζονται με την υπεράσπιση των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρία και ειδικές ανάγκες. Δεν είναι ένα απλό διαδικαστικό ζήτημα διαχείρισης κονδυλίων ΕΣΠΑ, αλλά προετοιμάζει με την ύπαρξή του τη ναρκοθέτηση των παραπάνω δικαιωμάτων. Σε δεύτερο επίπεδο έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην ίδια τη ζωή των εργαζομένων, αναφορικά με την καταστρατήγηση του δικαιώματός τους για ΜΟΝΙΜΗ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, με όσα αυτό συνεπάγεται
την ενίσχυση ρευστοποίησης των δομών της ειδικής (είτε με τη συνέχιση και επέκταση της part time παράλληλης στήριξης σε μαθητές με αναπηρία είτε με την προσπάθεια «διάθεσης» πλεοναζόντων ωρών ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ στην παραπάνω δομή
την επιχείρηση «παιδαγωγική επάρκεια» που βρίσκεται σε εξέλιξη και αμφισβητεί τα επαγγελματικά δικαιώματα του βασικού πτυχίου
την καθιέρωση «προσοντολόγιου» για το σύνολο των εργαζομένων στην ειδική εκπαίδευση και μακροπρόθεσμα για τη διάχυσή του σε όλη την εκπαίδευση.
Με αυτό το παρελθόν δεν αποτέλεσε έκπληξη:
Η κατάργηση του δικαιώματος της διάγνωσης- και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν- των μαθητών με αναπηρία και ειδικές ανάγκες από δημόσιο και δωρεάν φορέα εκπαίδευσης. Τα ΚΕΣΥ δεν μπορούν νομοθετικά να κάνουν διαγνώσεις. Οι νέες δομές δεν επικεντρώνουν στον ειδικό πληθυσμό. Γι΄ αυτό το λόγο δεν κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη παιδοψυχιάτρων, δεν κρίνεται απαραίτητη η επαρκής πρόσληψη λογοθεραπευτών και εργοθεραπευτών. Όταν η διάγνωση δεν αποτελεί στόχο, τότε οι ειδικότητες που συμβάλουν σε αυτή, εξαφανίζονται μαζί της. Αυτή ωστόσο η εξαφάνιση αποτελεί παράγοντα εμφάνισης (εδώ πιο συγκεκριμένα ενίσχυσης) της εμπορευματοποίησης μιας λειτουργίας (ενν. της διάγνωσης), την οποία το κράτος αποποιείται. Η παραγραφή μιας διαπιστωμένης ανάγκης και η ταυτόχρονη μη αναγνώριση της κοινωνικής της λειτουργίας από το κράτος, ενισχύει και απογειώνει την ιδιωτικοποίηση. Η ΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ναρκοθετεί και ακυρώνει πρακτικά τη δυνατότητα για έγκριση παράλληλης στήριξης, ειδικού βοηθητικού προσωπικού, ειδικού νοσηλευτικού προσωπικού, το σπάσιμο τμήματος με αριθμό 25 και διαπιστωμένη αναπηρία, τις παρεμβάσεις για κτιριακές διευθετήσεις σε περιπτώσεις κινητικών αναπηριών. Πάνω από όλα όμως Η ΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ενός μαθητή ΝΑΡΚΟΘΕΤΕΙ και ακυρώνει τη στοχευμένη, συστηματική, πολυεπίπεδη και διεπιστημονική παρέμβαση από το κατάλληλο προσωπικό, στο κατάλληλο πλαίσιο, με τα κατάλληλα εργαλεία, για τον κατάλληλο χρόνο προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες του. Ενδεικτική είναι η αναφορά στην πρώιμη παρέμβαση κάποια στιγμή «ως τα έξι», δίχως να διαφαίνεται οποιαδήποτε μέριμνα για την ίδρυση αντίστοιχων δομών.
Ο τρόπος αντιμετώπισης των αναγκών των ανάπηρων μαθητών και των μαθητών με ειδικές ανάγκες. Αντί για διεύρυνση μιας διεπιστημονικής αντιμετώπισης, με ταυτόχρονη λήψη μέτρων αποκατάστασης σε δημόσια και δωρεάν εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΠΙΛΕΓΕΙ να μετακυλήσει την ευθύνη στους εκπαιδευτικούς των γενικών τάξεων, στη σχολική μονάδα που καλείται να λειτουργήσει χωρίς εργαλεία, χωρίς το κατάλληλο και επαρκές προσωπικό για να υποστηρίξει αυτόν τον ειδικό πληθυσμό. Έτσι τόσο οι «ελλιπείς σε αριθμό και κουτσουρεμένες από προσωπικό ΕΔΕΑΥ», όσο και οι «εκπαιδευτικές ομάδες υποστήριξης» καλούνται απλά να κάνουν τα πάντα όλα εκτός από χειρουργείο ανοιχτής καρδιάς. Αυτά τα ΠΑΝΤΑ ΟΛΑ, θα αποτελέσουν και δείκτη αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, αλλά και προαπαιτούμενα για να μπορέσει ο ειδικός πληθυσμός να «χτυπήσει» την πόρτα των ΚΕΣΥ, όπου και πάλι θα στηθεί σε μια μεγαλύτερη ουρά αναμονής-σε σύγκριση με το παρελθόν – όχι ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ αυτό που χρειάζεται, αλλά για να πάρει μια εκπαιδευτική αξιολόγηση δευτέρου επιπέδου που πρακτικά θα του στερεί αυτό που πιθανά δικαιούται. Τα ΜΟΡΦΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ των μαθητών του ειδικού πληθυσμού θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων για έναν και μοναδικό λόγο: γιατί η ειδική εκπαίδευση κοστίζει και γιατί σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης τα κερδισμένα δικαιώματα προηγούμενων περιόδων τείνουν να καταργηθούν, άλλοτε με ευφυολογήματα και μεθοδολογίες που παπαγαλίζουν την «ισότητα ευκαιριών» και άλλοτε χωρίς καμία δικαιολογία, άλλοτε με επικλήσεις στην «ενταξιακή εκπαίδευση» και άλλοτε στη «διαφοροποιημένη παιδαγωγική» χωρίς να εξασφαλίζεται κάλυψη μορφωτικών αναγκών και κοινωνική δικαιοσύνη για τον ειδικό πληθυσμό.
Η προετοιμασία για την εφαρμογή του 30ωρου, που προκύπτει από την πληθώρα των γραφειοκρατικών χρεώσεων των επιτροπών και επιτροπάτων που αναφέρει το σχέδιο νόμου.
Είναι πραγματικά γελασμένο το υπουργείο παιδείας αν θεωρεί ότι ο κόσμος της εκπαίδευσης θα απεμπολήσει την υπεράσπιση των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρία και ειδικές ανάγκες.
Είναι πραγματικά γελασμένη η κυβέρνηση αν θεωρεί ότι οι γονείς του ειδικού μαθητικού πληθυσμού θα αποδεχτούν την μοίρα που η ΕΕ-ΟΟΣΑ έχουν σχεδιάσει για τα παιδιά τους.
Είναι πραγματικά γελασμένοι όλοι τους αν θεωρούν ότι δεν θα υπάρξει απάντηση.
ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΙΟ, ΕΧΟΥΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ ΤΟΥΣ.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΕΙ!
Η ειδική εκπαίδευση χρειάζεται μόνιμους και μαζικούς διορισμούς, διεύρυνση των μορφωτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μαθητών με αναπηρίες και ειδικές ανάγκες, γενναία χρηματοδότηση σταθερών,δημόσιων, δωρεάν, δομών ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Των Αγγελικής Τσιμικλή και Ιωάννας Παππά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου