Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Η οπισθοδρομική εκπαιδευτική πολιτική φοράει τη μάσκα του «νέου»

Η κυβέρνηση σπεύδει στη ψήφιση τριών αντιεκπαιδευτικών νομοσχεδίων (ΑΕΙ, ΤΕΕ, «ανοιχτό» σχολείο) που προωθούν βίαια αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις και βαθαίνουν την επιχειρηματικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης, οπότε έχει ξεκινήσει μία ολομέτωπη προπαγανδιστική εκστρατεία στήριξης του εγχειρήματος από πολιτικά στελέχη, εφημερίδες, «ειδικούς» κ.λπ. Μία γκάμα επιχειρημάτων αυτής της εκστρατείας καλλιεργεί την άποψη ότι οι αναδιαρθρώσεις είναι σύμφωνες με τις αλλαγές στο σύγχρονο κόσμο, ενώ αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη απ’ όσους αντιτίθενται και επιμένουν πεισματικά στο «παλιό».

Λένε: Oι νέοι επιζητούν μεταπτυχιακά, «κινητικότητα» και εργασία, π.χ. μέσω της τεχνικής εκπαίδευσης. Συνεπώς, δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε όπως στο παρελθόν, όπως κάνουν όσοι περιχαρακώνονται στη στενή αντίληψη και τα μικροσυμφέροντά τους. Ας παραδειγματιστούμε απ’ όλες τις άλλες χώρες που έχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια και έχουν εδραιώσει αλλαγές σαν αυτές που νομοθετούμε. Σε μία εποχή μάλιστα που η Ευρωπαϊκή Ένωση συγκροτεί Ενιαίο Χώρο Εκπαίδευσης, είναι απαράδεκτο να διαιωνίζονται ιστορικοί αναχρονισμοί και να είμαστε δέσμιοι αγκυλώσεων. Όπως ανέφερε ο υπουργός Παιδείας, η εναντίωση στις προωθούμενες αλλαγές είναι «μάχη οπισθοφυλακών».

Ο κυρίαρχος εκπαιδευτικός λόγος «προσφέρει» άφθονα δείγματα προπαγανδιστικής χρήσης της γλώσσας και διαστρέβλωσης των εννοιών. Για παράδειγμα, τα ιδιωτικά ΑΕΙ αποκαλούνται «μη κρατικά», η μερική και με ελλιπή δικαιώματα εργασία ονομάζεται «ευέλικτη απασχόληση» και η κυριαρχία της κατάρτισης βαφτίζεται «αναβάθμιση» της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης. Είναι λοιπόν αναμενόμενη μια ανάλογου ήθους και ποιότητας προπαγάνδα που μετατρέπει αυτούς που διαφωνούν με τις αντιδραστικές αλλαγές σε γραφικές καρικατούρες. Αυτοί τάχα είναι απομονωμένοι, προσκολλημένοι στο παρελθόν, αποκομμένοι από την πραγματικότητα, βολεμένοι και όλοι τους υπέρμαχοι της σημερινής κακής κατάστασης στην εκπαίδευση. Αντί δηλαδή για μια ουσιαστική αντιπαράθεση με τις τεκμηριωμένες απόψεις του εκπαιδευτικού κινήματος και της προοδευτικής διανόησης, προκρίνεται μία τέτοια σκιαμαχία και αυτό δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο παρά την αδυναμία του καθεστώτος να δικαιολογήσει «στα ίσα» τα κατάφωρα αντιδραστικά μέτρα. Ίσως επίσης αυτό να αντανακλά και κάποιον κοινωνικό ρατσισμό, όπου οι καλοταϊσμένοι από το σύστημα, όσοι έχουν πρόσβαση στα «σαλόνια» της εξουσίας ή το λούστρο των think tanks υποτιμούν τους «κοινούς θνητούς», εργαζόμενους και φοιτητές.

Οι απόψεις περί «ιστορικής ανορθογραφίας» υπάγονται και σε μία συγκεκριμένη αντίληψη για την πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης τη τελευταία τριακονταετία. Σύμφωνα με αυτήν, οι εκπαιδευτικοί και ευρύτερα οι κοινωνικοί αγώνες που ματαίωσαν ή καθυστέρησαν αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις αποτελούν «παθογένεια» που πρέπει να εκλείψει. Από το ένα μέρος, προσπαθούν να «βγάλουν λάδι» όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις και την καταστροφική πολιτική τους για τα λαϊκά στρώματα, να μεταφέρουν αλλού την ευθύνη και να δικαιολογήσουν τις ιδεοληψίες για πιο ενεργό ρόλο των ιδιωτών στην εκπαίδευση. Αυτοί που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν το «νέο» δεν είναι δα και νεοσσοί της πολιτικής, έχουν ευθύνες για την κατάσταση της χώρας, εντούτοις προσπαθούν να πείσουν ότι οι απόψεις τους πλέον δικαιώνονται.

Πολλές συνταγές που τώρα συστήνουν αποτελούν ξαναζεσταμένο φαγητό ή είχαν αποτύχει στο παρελθόν. Από την άλλη, τα περί «ανορθογραφίας» συνδέονται και με τις προσπάθειες ριζικού χτυπήματος των εργατικών, φυσικά και των εκπαιδευτικών, αντιστάσεων και διεκδικήσεων (νόμος Χατζηδάκη, διώξεις κ.λπ.). Το συμφέρον λοιπόν των εργαζόμενων στην εκπαίδευση και της νεολαίας, προκειμένου να μη μετατραπούν σε «σάκους του μποξ», είναι να αντιπαλέψουν ιδεολογήματα αυτού του είδους και να αποκαλύψουν ευρύτερα το χαρακτήρα τους.

Σημαντικό ρόλο στην επίσημη επιχειρηματολογία παίζει η επένδυση της κυρίαρχης πολιτικής με έναν μανδύα εγκυρότητας. Διατρανώνουν ότι οι σύγχρονες έρευνες επιβεβαιώνουν την εκπαιδευτική πολιτική που προωθείται και ότι αντίστοιχες βασικές κατευθύνσεις και πρακτικές αποτελούν κοινό τόπο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Βεβαίως, δεν αποδίδουν ορθώς το τι συμβαίνει. Οι έρευνες διεθνών οργανισμών ή ιδρυμάτων του κεφαλαίου, όπου συγκεντρώνονται «δεδομένα» και γίνεται επεξεργασία τους με τεχνοκρατικό τρόπο, εμπεριέχουν εν τη γενέσει τους τον πυρήνα της στρατηγικής του κεφαλαίου στην εκπαίδευση, όταν π.χ. αυτές δομούνται θεωρώντας αυτονόητα σωστό ότι το βασικό είναι οι δεξιότητες ή ότι η συνεργασία ιδιωτικού-δημοσίου τομέα είναι αναγκαία και ωφέλιμη. Έτσι, αυτές οι έρευνες λανσάρουν αναπόφευκτα τη γραμμή του κεφαλαίου ως επιστημονικά «έγκυρη». Για ένα μεγάλο επίσης κομμάτι της πανεπιστημιακής έρευνας, οι χρηματοδοτήσεις λειτουργούν ως μηχανισμός λογοκρισίας και ευθυγράμμισης με τις κυρίαρχες απόψεις. Δεν μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε τις έρευνες που διαρθρώνονται έτσι ώστε να καταλήξουν σε σχετικά προκαθορισμένα συμπεράσματα (π.χ. εξετάσεις PISA) ή στηρίζονται σε πεπαλαιωμένα ή διαστρεβλωμένα στοιχεία (βλέπε, περιπτώσεις ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση). Εξάλλου, οι απολογητές των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων καμώνονται πως αγνοούν το πλούσιο ερευνητικό έργο που αναπτύσσεται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, στοχεύοντας σε μια προοδευτική ή απελευθερωτική παιδεία.

Τι μάς λένε λοιπόν; Ότι τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί ακολουθούν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και ότι, αν κάποιος δεν πάει σύμφωνα με αυτήν, τότε δεν συμβαδίζει με την εποχή του και είναι οπισθοδρομικός. Το επιχείρημα μοιάζει λογικό, ποιο είναι όμως το περιεχόμενό του; Ουσιαστικά, ισχυρίζονται ότι το κυρίαρχο είναι οπωσδήποτε και το καλύτερο δυνατό, δηλαδή εισάγουν μία θέση που είναι η επιτομή του συντηρητισμού. Με αυτή τη λογική, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ιερά Συμμαχία έπρεπε να θεωρηθούν οι καλύτερες δυνατές εξουσίες και η επανάσταση του 1821 να μην είχε γίνει. Κακώς επίσης, σύμφωνα με αυτή τη λογική, ο εμβληματικός Τζορντάνο Μπρούνο υποστήριξε τις απόψεις του για το ηλιοκεντρικό σύστημα και την απειρία του σύμπαντος, συγκρουόμενος με τα παπικά δόγματα και αψηφώντας την πυρά της Ιεράς Εξέτασης. Και αν σήμερα αποδίδεται το αλάθητο του Πάπα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και για τα θέματα εκπαίδευσης), πλέον αυτός ο Πάπας συνεχώς ξεγυμνώνεται και τα προβλήματά του δεν μπορούν να κρυφτούν. Αυτή η λογική επιτρέπει επίσης να εμφανίζονται ως «ειδικοί» στα θέματα εκπαίδευσης οργανισμοί οικονομικού ή τραπεζικού χαρακτήρα, δηλαδή άσχετοι με τα παιδαγωγικά θέματα, όπως ο ΟΟΣΑ και η Διεθνής Τράπεζα. Όσον αφορά την επιστημονική εγκυρότητα, επίσης, δεν υπάρχει μόνο το τεχνοκρατικό σκέλος αλλά και οι ολοφάνερα οπισθοδρομικές, φασιστικές ή φασίζουσες απόψεις που «ανθούν» στην εκπαίδευση χωρών της ΕΕ, στις ΗΠΑ και αλλού, όπου εφαρμόζονται οι «καλές πρακτικές» που μάς εξυμνούν. Τέτοιες περιπτώσεις έχουμε αρκετές και στη χώρα μας και αναφέρουμε ενδεικτικά το πρόγραμμα για το «αγέννητο παιδί» ή τις δηλώσεις Συρίγου για την πανεπιστημιακή αστυνομία κατά τη χούντα.

Τα νομοσχέδια προβάλλονται σαν μέσα προώθησης του «νέου», αλλά το περιεχόμενό τους και η φιλολογία που αναπτύσσεται από διάφορα πολιτικά πρόσωπα δεν έχουν καμία σχέση με πρόοδο. Οι αρνητικές συνέπειές τους, αν βέβαια αυτά ψηφιστούν και εφαρμοστούν, ήδη υπογραμμίζονται σε άρθρα που τα επικρίνουν (πρόσθετοι ταξικοί φραγμοί, υποταγή στις επιχειρήσεις, επιδράσεις στη μάθηση, κατάργηση σχολείων και σχολών κ.λπ.), αλλά φαίνεται ότι το βαρέλι δεν έχει πάτο. Μόνο ενδεικτικά, τοποθετήσεις σε συστημικά μέσα πιέζουν για ολοκληρωτική «απελευθέρωση» (ζούγκλα της αγοράς) της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, διατυπώνονται απόψεις για πλήρη αποσύνδεση του πτυχίου από εργασιακά δικαιώματα και στις εξαγγελίες για το «ανοιχτό σχολείο» εισάγεται για πρώτη φορά δυνατότητα απόκτησης επί πληρωμή μίας από τις προϋποθέσεις για το απολυτήριο του σχολείου (της γλωσσομάθειας μέσω voucher). Με λίγα λόγια, οι επιχειρούμενες αλλαγές έχουν στρατηγικό βάθος και θα έχουν πολύ βαριές επιπτώσεις στα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα, ενώ θα επιδράσουν σημαντικά σε μια πορεία και στο εργασιακό τοπίο. Για να κρίνουμε βάσει της πείρας τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα του υπουργείου, ας θυμηθούμε π.χ. την «τηλεκπαίδευση» και τις αρνητικές συνέπειες που επέφερε, ενώ την πρόβαλλαν σαν το «κατάλληλο μέσο εκπαίδευσης» κατά την πανδημία. Ας λάβουμε επίσης υπόψη τη τωρινή κερδοσκοπία ιδιωτικών επιχειρήσεων (ενέργεια, super market κ.λπ.) για το τι πρόκειται να συμβεί αν ιδρυθούν ιδιωτικά ΑΕΙ.

Αν το αστικό πολιτικό προσωπικό διαφημίζει σαν «σύγχρονη» εκπαιδευτική πολιτική τέτοιες ή παραπλήσιες συνταγές σαν αυτές που περιλαμβάνονται σε αυτά τα νομοσχέδια, και πράγματι μόνο τέτοιες είναι που επιθυμεί, τότε αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει για την εργατική τάξη και τα παιδιά της ένα μέλλον περιορισμένο στα πλαίσια του καπιταλισμού. Της προετοιμάζουν, και ήδη έχουν προχωρήσει σημαντικά σε αυτή την κατεύθυνση, ένα μέλλον μισο-εκπαίδευσης ή διαρκούς και αγχώδους κατάρτισης, σκλαβιάς – απόλυτης εξάρτησης από την επιχείρηση, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, με ανέχεια και κυνήγι επιβίωσης. Στον αντίποδα, το πραγματικά προοδευτικό και καινοτόμο βρίσκεται στην αναγνώριση των αντιφάσεων αλλά και των δυνατοτήτων της εποχής και στην υιοθέτηση αντίστοιχου τρόπου δράσης. Δεν αρκεί ένας αγώνας για τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης της εκπαίδευσης, που έτσι κι αλλιώς έχει εξόφθαλμα προβλήματα και άλλωστε έχουν ήδη προωθηθεί σημαντικές αντιδραστικές αλλαγές σε αυτήν. Λύση είναι η ανατροπή και όχι η διαχείριση της σημερινής πραγματικότητας, και στην παρούσα φάση αυτό επιβάλλει επιθετική και συνολική αγωνιστική απάντηση για σύγχρονη απελευθερωτική παιδεία, κόντρα στα νομοσχέδια αλλά και συνολικά στο ρήμαγμα των ζωών μας.


του Αποστόλη Νικολόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου