Η υφέρπουσα εμπορευματοποίηση έχει δημιουργήσει στρεβλά κίνητρα για τους ερευνητές – απειλώντας με πλήρη διαφθορά την ίδια την επιστήμη.
Το πανεπιστήμιο υπήρξε και πριν τον καπιταλισμό και κάποιες φορές αντιστάθηκε στην υπακοή στις επιταγές της καπιταλιστικής αγοράς, επιδιώκοντας όχι το κέρδος αλλά την αλήθεια και τη γνώση. Όμως ο καπιταλισμός καταβροχθίζει ό,τι μπορεί, και καθώς επεκτείνει την κυριαρχία του δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το σύγχρονο πανεπιστήμιο υποτάσσεται όλο και περισσότερο σε αυτό που η Ellen Meiskins Wood αποκαλεί «τις επιταγές της καπιταλιστικής αγοράς – τις επιταγές του ανταγωνισμού, της συσσώρευσης, της μεγιστοποίησης του κέρδους και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας».
Στον ακαδημαϊκό χώρο, η επιταγή αυτή εκδηλώνεται με ορατούς τρόπους: ή δημοσιεύεις ή αφανίζεσαι, ή χρηματοδοτείσαι ή λιμοκτονείς.
Χωρίς δημόσια χρηματοδότηση, τα πανεπιστήμια αναγκάζονται να παίζουν με τους κανόνες του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή να λειτουργούν ως επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις, φυσικά, έχουν ως στόχο το κέρδος και η υγεία του εξαρτάται από τη μεγιστοποίησή του, το οποίο εξαρτάται από την προσεκτική και συνεχή αξιολόγηση των εισροών και των εκροών. Το αποτέλεσμα για την ακαδημαϊκή επιστήμη, σύμφωνα με τους ερευνητές Marc A. Edwards και Siddhartha Roy στην εργασία τους «Ακαδημαϊκή Έρευνα στον 21ο αιώνα: Διατήρηση της Επιστημονικής Ακεραιότητας σε ένα κλίμα στρεβλών κινήτρων και υπερανταγωνισμού», ήταν η εισαγωγή ενός νέου καθεστώτος ποσοτικών μετρήσεων απόδοσης, το οποίο διέπει σχεδόν όλα όσα κάνουν οι επιστημονικοί ερευνητές και έχει αισθητές επιπτώσεις στις εργασιακές πρακτικές τους.
Αυτές οι μετρήσεις και τα ορόσημα περιλαμβάνουν «τον αριθμό των δημοσιεύσεων, τις αναφορές, τον συνδυασμό αριθμού αναφορών – δημοσιεύσεων (π.χ. h – index), τους συντελεστές απήχησης περιοδικών (JIF), το σύνολο των δολαρίων για την έρευνα και το σύνολο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας». Οι Edwards και Roy παρατηρούν ότι «αυτές οι ποσοτικές μετρήσεις κυριαρχούν πλέον στη λήψη αποφάσεων για την πρόσληψη διδακτικού προσωπικού, την προαγωγή και τη μονιμοποίηση, τις βραβεύσεις και τη χρηματοδότηση». Ως αποτέλεσμα, οι ακαδημαϊκοί επιστήμονες καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από μια φρενήρη επιθυμία να χρηματοδοτηθεί, να δημοσιευθεί και να αναφερθεί η έρευνά τους. «Η επιστημονική παραγωγή, όπως μετριέται από τις αναφορές, διπλασιάζεται κάθε 9 χρόνια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά», σημειώνουν οι Edwards και Roy.
Αλλά η ποσότητα δεν μεταφράζεται σε ποιότητα. Αντίθετα, οι Edwards και Roy παρακολουθούν την επίδραση των ποσοτικών μετρήσεων απόδοσης στην ποιότητα της επιστημονικής έρευνας και διαπιστώνουν ότι έχει αρνητική επίδραση. Ως αποτέλεσμα των συστημάτων ανταμοιβής που δίνουν κίνητρα για τον όγκο των δημοσιεύσεων, οι επιστημονικές εργασίες έχουν γίνει πιο σύντομες και λιγότερο περιεκτικές, διαθέτοντας «φτωχές μεθόδους και αύξηση των ποσοστών ψευδών ανακαλύψεων». Ως απάντηση στην αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στις αναφορές εργασιών στις επαγγελματικές αξιολογήσεις, οι κατάλογοι αναφοράς έχουν διογκωθεί για να καλύψουν ανάγκες καριέρας, με έναν αυξανόμενο αριθμό κριτών να ζητούν να αναφερθεί η δική τους εργασία ως προϋπόθεση για τη δημοσίευση.
Εν τω μεταξύ, το σύστημα που ανταμείβει την αυξημένη χρηματοδότηση επιχορηγήσεων με περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες έχει ως αποτέλεσμα οι επιστήμονες να ξοδεύουν υπερβολικά πολύ χρόνο για τη συγγραφή προτάσεων επιχορηγήσεων και να υπερβάλλουν στα θετικά αποτελέσματα της έρευνάς τους για να τραβήξουν την προσοχή των χρηματοδοτών. Ομοίως, όταν τα πανεπιστήμια ανταμείβουν τα τμήματα για την υψηλή τους κατάταξη, τα τμήματα αποκτούν το κίνητρο «να αντιστρέφουν και να εξαπατούν στις κατατάξεις», υπονομεύοντας την ακεραιότητα των ίδιων των επιστημονικών ιδρυμάτων.
Οι συστηματικές συνέπειες της αυξημένης πίεσης της αγοράς στην ακαδημαϊκή επιστήμη είναι δυνητικά καταστροφικές. Όπως γράφουν οι Edwards και Roy, «ο συνδυασμός στρεβλών κινήτρων και μειωμένης χρηματοδότησης αυξάνει τις πιέσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε ανήθικη συμπεριφορά. Αν μια κρίσιμη μάζα επιστημόνων γίνει αναξιόπιστη, είναι πιθανό να υπάρξει ένα σημείο καμπής στο οποίο το ίδιο το επιστημονικό εγχείρημα θα γίνει εγγενώς διεφθαρμένο και η εμπιστοσύνη του κοινού θα χαθεί, με κίνδυνο να δημιουργηθεί μια νέα σκοτεινή εποχή με καταστροφικές συνέπειες για την ανθρωπότητα». Προκειμένου να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους, οι επιστήμονες πρέπει να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους – και ο υπερ-ανταγωνισμός διαβρώνει αυτή την ακεραιότητα, υπονομεύοντας δυνητικά ολόκληρη την προσπάθεια.
Επιπλέον, οι επιστήμονες που ασχολούνται με το κυνήγι των επιχορηγήσεων και των αναφορών χάνουν ευκαιρίες για προσεκτικό στοχασμό και βαθιά εξερεύνηση, οι οποίες είναι απαραίτητες για την αποκάλυψη πολύπλοκων αληθειών. Ο Peter Higgs, ο Βρετανός θεωρητικός φυσικός που το 1964 προέβλεψε την ύπαρξη του μποζόνιου Higgs, δήλωσε στον Guardian κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ το 2013 ότι δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να κάνει την ανακάλυψή του στο σημερινό ακαδημαϊκό περιβάλλον.
«Είναι δύσκολο να φανταστώ πώς θα είχα ποτέ αρκετή ηρεμία και γαλήνη στο σημερινό ακαδημαϊκό κλίμα να κάνω αυτό που έκανα το 1964», δήλωσε ο Higgs. «Στις μέρες μας δεν θα έβρισκα δουλειά ως ακαδημαϊκός. Είναι τόσο απλό. Δεν νομίζω ότι θα με θεωρούσαν αρκετά παραγωγικό».
Αργότερα στην καριέρα του ο Higgs είπε ότι έγινε «η ντροπή για το τμήμα όταν έκαναν ασκήσεις αξιολόγησης της έρευνας». Το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου έστειλε ένα μήνυμα που έλεγε: «Παρακαλώ δώστε ένα κατάλογο των πρόσφατων δημοσιεύσεών σας». Εγώ έστελνα πίσω μια δήλωση: «Καμία». Ο Higgs είπε ότι το Πανεπιστήμιο τον κράτησε παρά την ανεπαρκή παραγωγικότητά του αποκλειστικά και μόνο με την ελπίδα ότι θα κέρδιζε βραβείο Νόμπελ, κάτι που θα αποτελούσε ευλογία για το πανεπιστήμιο στο σύγχρονο περιβάλλον του «κολύμπα αλλιώς βούλιαξε».
Όταν οι ανταγωνιστικές επιταγές του καπιταλισμού – να πουλάς την εργατική σου δύναμη αν είσαι εργαζόμενος, να μεγιστοποιείς το κέρδος σου αν είσαι αφεντικό – κυριαρχούν πάνω από όλα τα άλλα, οι εναλλακτικές επιδιώξεις αναπόφευκτα ματαιώνονται, όσο ευγενείς και αν είναι. Ένας ευγενής σκοπός της επιστημονικής ακαδημίας είναι, για παράδειγμα, να παρέχει τους πόρους και την ενθάρρυνση στους ανθρώπους να διεξάγουν απαιτητικά πειράματα που θα ενισχύουν τη συλλογική γνώση για τον κόσμο τον οποίο ζούμε. Όμως αυτές οι φιλοδοξίες πλήττονται καθώς οι διοικήσεις που σκέφτονται τη λιτότητα ανακόπτουν το κύμα της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για τα Πανεπιστήμια και την έρευνα και τα ιδρύματα αντιδρούν αλλάζοντας τα μοντέλα της χρηματοδότησής τους για να επιβιώσουν .
Οι Edwards και Roy παρατηρούν ότι ο υπερ-ανταγωνισμός που προκαλείται από την αύξηση των μετρήσεων απόδοσης αναγκάζει τους ακαδημαϊκούς επιστήμονες να δίνουν έμφαση στην ποσότητα έναντι της ποιότητας, τους δίνει κίνητρα για περικοπές και επιλέγει εκείνους που επιδιώκουν καριέρα και όχι εκείνους που επικεντρώνουν περισσότερο στην επιστήμη. Εν ολίγοις, οι επιταγές της καπιταλιστικής αγοράς («ανταγωνισμός, συσσώρευση, μεγιστοποίηση του κέρδους και αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας» ) πλήττουν την επιστημονική ακεραιότητα και τη συλλογική αναζήτηση της γνώσης.
Οι Edwards και Roy προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις, εστιάζοντας κυρίως στην ανάγκη να μετριαστούν οι ποσοτικές μετρήσεις και να εμποδίζεται η ανάρμοστη συμπεριφοράς την έρευνα. Όμως κατά πάσα πιθανότητα, τα προβλήματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν μέχρι να αντιμετωπιστεί η βασική αιτία – μέχρι δηλαδή να πάψει να κυριαρχεί ο καπιταλισμός στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία που το συντηρεί.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβρη του 2018 στην αμερικάνικη ιστοσελίδα Jacobin, πιστεύουμε όμως ότι διατηρεί την επικαιρότητά του, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία της αντιπαράθεσης για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια
Της Meagan Day*
μετάφραση: Αιμιλία Τσαγκαράτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου