Η παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της να παραμείνει δημόσια και να παρέχεται δωρεάν. Αυτό και μόνο αυτό είναι το αίτημα που εκφράζει τις ανάγκες και αξίζει για εμάς τους εργαζόμενους και τα παιδιά μας, γιατί εμείς και μόνο εμείς είμαστε που παράγουμε τον πλούτο με τον ιδρώτα και το μυαλό μας.
Το παιχνίδι όμως είναι καλά στημένο και παίζεται πάντα με ύπουλο τρόπο.
Όταν το επίπεδο της ταξικής πάλης που διεξάγεται οδηγεί σε ευνοϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων, οι εργαζόμενοι πετυχαίνουν νίκες προς όφελός τους οι οποίες δεν είναι σε καμιά περίπτωση μόνιμες. Αλίμονο αν κάποιος το πιστέψει. Αυτές οι νίκες αποτυπώνονται στους νόμους και τα συντάγματα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά κανόνες άσκησης της εξουσίας των λίγων προς τους πολλούς με σκοπό να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της οικονομικής αφαίμαξης των εργαζομένων.
Κάποια στιγμή θεσπίστηκε νομοθετικά η παιδεία στη χώρα μας να είναι δημόσια και να παρέχεται δωρεάν.
Την ίδια στιγμή το σύστημα άρχισε να της σκάβει το λάκκο.
Η χρηματοδότηση δεν ήταν ποτέ αυτή που έπρεπε για να καλύπτονται οι ανάγκες και χρόνο με το χρόνο οι δαπάνες για την παιδεία μειωνόταν.
Αυτό δημιούργησε ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς, σε βιβλία και υλικοτεχνική υποδομή σε όλες τις βαθμίδες. Ήρθαν οι καταργήσεις και οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων και πανεπιστημιακών σχολών.
Σε συνδυασμό με τον κερδοφόρο θεσμό των πανελλαδικών εξετάσεων οι γονείς εξωθήθηκαν από πολύ νωρίς στο να βάζουν το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη για να καλύψουν φροντιστήρια προετοιμασίας για τις πανελλήνιες, αλλά και εκμάθησης ξένων γλωσσών.
Για να τελειώσει κάποιος μαθητής το λύκειο και να δώσει πανελλήνιες εξετάσεις με αξιώσεις απαιτούνται πολλές δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Γι’ αυτό και αυξήθηκαν οι φωνές ακόμα και «προοδευτικών» εκπαιδευτικών που βάφτιζαν «αστικό μύθο» την επιθυμία των παιδιών από φτωχές κοινωνικές ομάδες να θέλουν να σπουδάσουν σε κάποιο πανεπιστήμιο. Και η αστική προπαγάνδα τού εκάστοτε Μητσοτάκη έβρισκε συμμάχους όταν μίλαγε με θράσος και χωρίς ντροπή για «ψυκτικούς» από τα δυτικά προάστια. Όχι! Αυτά τα παιδιά μόνο ψυκτικοί θα γίνουν, όχι επειδή δεν θέλουν αλλά γιατί δεν έχουν τα φράγκα να γίνουν αυτό που ενδεχομένως θέλουν και τους αξίζει. Πλέον το να γίνεις ψυκτικός ή γιατρός, δεν είναι επιθυμία, όνειρο ή κλίση αλλά ταξικός μονόδρομος.
Έτσι βήμα το βήμα το «δωρεάν» σβήστηκε από τη μαρκίζα της δημόσιας παιδείας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια βαθμίδα της.
Μα και στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, η κατάσταση ήταν ακριβώς ίδια.
Οι όποιες φοιτητικές εστίες που θα κάλυπταν τις στεγαστικές ανάγκες των φοιτητών, κατάκτηση της ταξικής πάλης, αντί να αυξάνονται, να αναβαθμίζονται και να εκσυγχρονίζονται όπως αξίζει στα παιδιά αυτών που παράγουν τον πλούτο, αφέθηκαν επίτηδες στο έλεος της κρατικής εγκατάλειψης.
Το ίδιο έγινε και με τα εστιατόρια που καλύπτουν τις ανάγκες φοιτητικής σίτισης και φυσικά να μην μιλήσουμε για την ανυπαρξία των δωρεάν μετακινήσεων για τους φοιτητές.
Έτσι, το να σπουδάζει κάποιος μακριά από το σπίτι του έγινε δυσβάσταχτο για τις οικονομικές οικογενειακές δυνατότητες και σε συνδυασμό με τις μνημονιακές απώλειες στους μισθούς, την ανεργία και την ακρίβεια κατέστη αδύνατο για την πλειοψηφία των εργαζομένων.
Γι’ αυτό και η «λύση» των ιδιωτικών κολλεγίων που πρόσφερε το σύστημα, κοντά στους τόπους κατοικίας τα οποία δίνουν πλέον «πτυχία» με ίδια επαγγελματικά δικαιώματα δεν προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Οι σπουδές κοστίζουν, είτε μακριά από το σπίτι σε δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα είτε δίπλα στο σπίτι σε κάποιο ιδιωτικό κολλέγιο.
Ίσως γι’ αυτό και η θεσμοθέτηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, παρόλο τον αντιδραστικό και ταξικό της χαρακτήρα δεν προκάλεσε τις αντιδράσεις που κάποιος θα περίμενε, από μαθητές, φοιτητές και γονείς.
Όμως, μαζί με το «δωρεάν» θα έπρεπε από τη μαρκίζα της παιδείας να σβηστεί και το «δημόσια», ή αν όχι να σβηστεί, να ξεθωριάσει με τέτοιο τρόπο που να φαίνεται άσχημο και αποκρουστικό.
Όπως συνέβη σε κάθε προσπάθεια απαξίωσης ενός δημόσιου θεσμού ή φορέα, η αποκαθήλωση ξεκίνησε από τους εργαζόμενους.
Οι καθηγητές και οι δάσκαλοι έγιναν οι τεμπέληδες, οι παρτάκηδες, αυτοί που δεν νοιάζονται για τους μαθητές τους, αυτοί που κάθονται τρεις μήνες το χρόνο και δουλεύουν τρεις ώρες τη μέρα και φυσικά αυτοί που έχουν τη σιγουριά της μονιμότητας και κανένας δεν μπορεί να τους απολύσει. Αυτοί και όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, εκτός των αστυνομικών, των στρατιωτικών και των παπάδων, παρουσιάστηκαν μαζί με τους συνταξιούχους, ως η αιτία δήθεν της οικονομικής κρίσης και της θέσπισης των μνημονίων.
Για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα με τις χειρότερες συνθήκες εργασίας και τις χαμηλότερες απολαβές κατέστη πιο εύκολο και βολικό να τα βάλουν με τους συναδέλφους τους στο δημόσιο τομέα, παρά με τα αφεντικά και το σύστημα που εκτρέφει και συντηρεί τον εργασιακό μεσαίωνα.
Φυσικά τα επιχειρήματα περί αναξιοκρατίας στο δημόσιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα ξέρουμε πολύ καλά ότι όχι μόνο δεν ισχύουν αλλά η πραγματικότητα είναι αντεστραμμένη σε σχέση με αυτό που παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ και όχι μόνο.
Το επόμενο επιχείρημα της υπεροχής του ιδιωτικών φορέων έναντι των δημοσίων είχε να κάνει με την ποιότητα των υπηρεσιών.
Η υποχρηματοδότηση και η έλλειψη επαρκούς προσωπικού έχει με βεβαιότητα επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο κάθε δημόσιος οργανισμός. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με το δημόσιο χαρακτήρα του οργανισμού αλλά με τη συνειδητή απόφαση των εκάστοτε κυβερνήσεων να τον οδηγήσουν στο μαρασμό και την εξόντωσή του.
Έτσι σιγά-σιγά μαζί και με τη λυσσαλέα προπαγάνδα των συστημικών ΜΜΕ παγιώθηκε στην κοινωνία η άποψη ότι κάθε τι δημόσιο είναι άχρηστο και χαμηλής ποιότητας.
Ποια είναι λοιπόν η λύση;
Μα φυσικά οι ιδιωτικοποιήσεις των πάντων.
Ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, μεταφορές, λιμάνια, αεροδρόμια, υγεία και φυσικά η παιδεία.
Όμως, όπου υπήρξε ιδιωτικοποίηση, αντί τα πράγματα να βελτιωθούν έγιναν πολύ χειρότερα για τους εργαζόμενους.
Πιο ακριβά, με ελάχιστη ασφάλεια (βλέπε Τέμπη), με χαμηλής ποιότητας παροχές και φυσικά με πρόσβαση μόνο σε όσους διαθέτουν το αντίστοιχο οικονομικό αντίτιμο.
Αν είναι να βγει κάποιο συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο:
Όταν τα δημόσια αγαθά παύουν να είναι δωρεάν, να παρέχονται σε όλους και να μετατρέπονται σε εμπόρευμα αυτοί που πρώτοι θα κληθούν να πληρώσουν το «μάρμαρο», είναι οι εργαζόμενοι και τα παιδιά τους.
Επομένως, η λύση για όλους τους εργαζόμενους δεν είναι η ιδιωτική εκπαίδευση αλλά η δημόσια, χωρίς περιορισμούς και αποκλεισμούς με απολύτως δωρεάν χαρακτήρα σε όλες της τις βαθμίδες.
του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου