αναδημοσίευση από τον Σελιδοδείκτη
H έκθεση Πισσαρίδη για την ελληνική οικονομία έγινε δεκτή από τον συντηρητικό αστικό τύπο με διθυραμβικούς τόνους, όπως και από την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό που αφιέρωσε ειδική τηλεδιάσκεψη με τα μέλη της για να παρουσιαστεί το περιεχόμενό της. Ουσιαστικά η υποδοχή αυτή αποτελεί αφορμή για μια επικοινωνιακή προπαγανδιστική εκστρατεία προβολής και διαφήμισης των νεοφιλελεύθερων και βαθιά αντικοινωνικών ιδεών και προτάσεών της. Μια νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση επιστρατεύει ένα επιτελείο βαθύτατα συντηρητικών οικονομολόγων με στόχο την εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου για την ελληνική οικονομία, οι οποίοι έχουν διασύνδεση με συγκεκριμένα οικονομικά κέντρα, όπως ο ΣΕΒ1, και υπηρετούν την ιδεολογία της αγοράς, θεωρώντας την αιώνια και φυσική. Όσο κι αν ο Κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να αρνηθεί τον πολιτικό της χαρακτήρα, ζητώντας να μείνει έξω από την κομματική αντιπαράθεση, στην πραγματικότητα προσπάθησε να συγκαλύψει τον ακραίο και βάρβαρο ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής με την οποία συγκροτείται το εν λόγω κείμενο.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα επιτελικό σχέδιο του ελληνικού κεφαλαίου, ελάχιστα πρωτότυπο και εντελώς επιφανειακό στις αναλύσεις του, που ουσιαστικά ούτε προβληματίζεται πάνω στη σημερινή κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού ούτε επιδιώκει κάτι τέτοιο. Ακολουθεί απλά την πεπατημένη: ενοχοποίηση των εργαζομένων για την κρίση, επικρότηση των μνημονιακών πολιτικών στη δεκαετία της κρίσης, θεοποίηση της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης και της πρόσδεσης της χώρας σ’ αυτόν τον μηχανισμό, συνέχιση των ίδιων πολιτικών, ώστε να καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε τις «μεταρρυθμίσεις» που μέχρι τώρα δεν καταφέραμε. Οι ίδιοι ιδεολογικοί λόγοι που νομιμοποίησαν τις μνημονιακές πολιτικές καθοδηγούν και την «ανάλυση» της έκθεσης Πισσαρίδη. Έτσι από το 2011 η μελέτη της εταιρείας Mc Kisney & Company που έγινε για λογαριασμό του ΣΕΒ διαπίστωνε ότι «ο υπερδανεισμός και η υπερκατανάλωση του δημοσίου τροφοδότησε την υπερκατάναλωση του ιδιωτικού τομέα, συντηρώντας σημαντικά ελλείμματα στην ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα»2. Η αφήγηση των κυρίαρχων κύκλων για την κρίση στηρίχθηκε ακριβώς σ’ αυτή τη διαπίστωση, η οποία με απλά λόγια σημαίνει ότι από τη μεταπολίτευση και ύστερα δόθηκαν υπερβολικές αυξήσεις στους μισθούς των εργαζομένων και διογκώθηκε υπερβολικά ο δημόσιος τομέας της οικονομίας3. Η πραγματικότητα, όμως, δείχνει το ακριβώς αντίστροφο4.
Η έκθεση δημοσιοποιείται σε συνθήκες μεγάλης υγειονομικής κρίσης και ύστερα από μια δεκαετία μνημονιακών πολιτικών. Στη διάρκεια αυτής της μνημονιακής δεκαετίας οργανώθηκε η μεγαλύτερη επίθεση που έγινε μεταπολεμικά στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. Μεγάλα κομμάτια εργαζομένων αλλά και των μεσαίων στρωμάτων οδηγήθηκαν στην εξαθλίωση. Η λεγόμενη ανάπτυξη που ακολούθησε αυτή την περίοδο ήταν ανεμική και τώρα ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως και ο παγκόσμιος, απειλούνται από μια νέα ύφεση, ίσως βαθύτερη από την προηγούμενη.
Από πολλές πλευρές επισημάνθηκε ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας του κειμένου και αυτό γίνεται ακόμα και από τους πολιτικούς υποστηρικτές της έκθεσης, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της «εκσυγχρονιστικής» εποχής και της εισαγωγής της χώρας στο ευρώ Κ. Σημίτης, ο οποίος με άρθρο του στα ΝΕΑ5 μάς υπενθύμισε ότι, από τη στιγμή που η χώρα συμμετέχει στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, ο χαρακτήρας των προτάσεων για την οικονομία δεν μπορεί να έχει άλλο ιδεολογικό προσανατολισμό.
Τι ακριβώς, όμως, είναι και σε τι στοχεύει η έκθεση Πισσαρίδη; Είναι ένα κείμενο βαθύτατα συντηρητικής οικονομικής σκέψης που αποδέχεται και θεοποιεί την αγορά, δηλαδή τον ίδιο τον καπιταλισμό και τη σημερινή ιστορική του έκφραση στην Ευρώπη, την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Από τη σκοπιά αυτή ο ιδεολογικός της προσανατολισμός δεν είναι και δεν μπορεί να είναι άλλος από τον νεοφιλελευθερισμό. Όμως η διαπίστωση του ιδεολογικού χαρακτήρα του κειμένου δεν αρκεί για να καταλάβουμε τον ρόλο του στην παρούσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία. Για τη σύνταξη και δημοσίευσή του υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική στόχευση: Είναι θεωρητική πυξίδα της κυβέρνησης της ΝΔ για την πολιτική που έχει προαποφασίσει να εφαρμόσει και εφαρμόζει στην οικονομία, στη δημόσια διοίκηση και την οργάνωση του κράτους και την εκπαίδευση. Είναι η προσπάθεια να ακολουθηθούν οι ίδιες πολιτικές και οι ίδιου τύπου «μεταρρυθμίσεις» για να επιτευχθεί ό,τι μέχρι τώρα δεν επιτεύχθηκε, να ολοκληρωθεί η στρατηγική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων· να προχωρήσει η πρόσδεση της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης, της παιδείας και της υγείας στα επιχειρηματικά συμφέροντα, ώστε οι δύο τελευταίες από δημόσια αγαθά, έστω και βαθιά τραυματισμένα από τις πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, να γίνουν εμπορεύσιμα καταναλωτικά αγαθά· να προχωρήσει η μετάλλαξη του ασφαλιστικού συστήματος με βάση το σύστημα των τριών πυλώνων και να ολοκληρωθεί ο κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας του. Για την έκθεση, το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι μοχλός ανάπτυξης και όχι τροχοπέδη. Γι’ αυτό τονίζεται ότι κεντρικό ρόλο σ’ αυτή την κατεύθυνση καλείται να παίξει η κεφαλαιοποιητική ασφάλιση. Θέτει ακόμα ως στρατηγικό στόχο, συνεχίζοντας την προηγούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, τη «σταδιακή αποκλιμάκωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ και τη μείωση της επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του»6. Αναφέρεται επίσης ότι «δεδομένης της υφιστάμενης δομής του ασφαλιστικού συστήματος, η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του συστήματος προϋποθέτει μείωση της επιβάρυνσης από εισφορές που κατευθύνονται στον διανεμητικό πυλώνα (κύρια και επικουρική σύνταξη). Προς αυτή την κατεύθυνση, η υφιστάμενη επικουρική σύνταξη θα πρέπει να αλλάξει και στη θέση της να θεσπιστούν μηχανισμοί που λειτουργούν πλήρως κεφαλαιοποιητικά»7. Στην πραγματικότητα επιδιώκεται μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης και ενίσχυσης της ιδιωτικής.
Στο κείμενο υπάρχουν, επίσης, συνεχείς αναφορές στην πανδημία και στους κινδύνους μιας νέας βαθιάς ύφεσης, τα πρώτα σημάδια της οποίας είναι ήδη υπαρκτά. Ο προβληματισμός που παρουσιάζεται είναι από τη σκοπιά της κερδοφορίας του κεφαλαίου και του κινδύνου αυτή να διαταραχθεί περισσότερο από την κρίση του 2008. Δεν είναι προβληματισμός για την αδυναμία του ελληνικού ή των δυτικών υγειονομικών συστημάτων να ελέγξουν την πανδημία και να προστατεύσουν τις ζωές των πολιτών τους ούτε να ενδυναμωθεί η υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα ακόμα και στις κρίσιμες παρούσες στιγμές. Ταυτόχρονα, το κείμενο προσθέτει πως, «αν και καταγράφεται ότι η δημόσια χρηματοδότηση για την Υγεία έχει μειωθεί στην Ελλάδα κατά 43,9%, […] προτείνεται να συνεχιστούν οι “εξοικονομήσεις κόστους των μονάδων Υγείας” και ο “εξορθολογισμός της δημόσιας δαπάνης προμηθειών φαρμάκων και υλικών”»8. Ουσιαστικά προτείνεται η συνέχιση της λιτότητας και των περικοπών και η υπαγωγή των Νοσοκομείων στους Δήμους μέσω της λεγόμενης αυτονομίας τους και με τοπική φορολογία για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας τους. Ο αναπροσανατολισμός των υγειονομικών πολιτικών αποβλέπει στην ενίσχυση ισχυρών μερίδων του κεφαλαίου, όπως το τουριστικό, με την έκθεση ν’ αναφέρει ότι «ένα ισχυρό σύστημα Υγείας είναι προϋπόθεση για την αναβάθμιση του τουρισμού και (δεδομένης και της αύξησης των μεγαλύτερων ηλικιών στον πληθυσμό στην Ευρώπη) της προσέλκυσης επισκεπτών για παραθεριστική κατοικία»9. Για τη μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων με προβλήματα υγείας η έκθεση προτείνει «υποχρεωτικό πρόγραμμα ασφάλισης, το οποίο θα χρηματοδοτείται από ποσό που θα καταβάλλει το σύνολο του πληθυσμού υποχρεωτικά», ενώ οι υποχρεωτικές εισφορές θα μπορούν να γίνονται αντικείμενο κερδοσκοπίας στα χρηματιστήρια. Για την κοινωνική πρόνοια προτείνει τη βελτίωση της δομής της και στοχεύσεις των κοινωνικών επιδομάτων, ώστε αυτά να μην λειτουργούν ως αντικίνητρο για εργασία -κλασσική θατσερικού τύπου συνταγή. Ο κατώτατος μισθός δεν αφήνεται φυσικά στο σημερινό εξευτελιστικό καθεστώς, αλλά προτείνεται η χειροτέρευσή του. Προτείνεται για το ύψος του ν’ αποφασίζει μονομερώς η κυβέρνηση με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ζητά ν’ αποφασίζεται από ένα συμβούλιο εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία (του οποίου η θητεία να μην συμπίπτει απαραίτητα με τον πολιτικό κύκλο μιας κυβέρνησης) και η πρότασή του να είναι δεσμευτική. Προτείνεται ακόμα η μείωση της αμοιβής των υπερωριών, η μεγαλύτερη ευκολία των επιχειρήσεων να απολύουν το προσωπικό τους και η μείωση των επιδομάτων ανεργίας. Ο επανασχεδιασμός του επιδόματος της ανεργίας περιλαμβάνει την καταβολή του για τους 6 από τους 12 μήνες που είναι σήμερα και αυτό να μην είναι συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά να υπολογίζεται στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού στα τελευταία τρία έτη.
Η έκθεση είναι ουσιαστικά ένα σχέδιο εσωτερικού μνημονίου για τη μετά–Covid εποχή το οποίο καλείται να υλοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση, κάτι που και η ίδια επιζητεί. Για την υλοποίηση, όμως, και για το τελικό πολιτικό αποτέλεσμα δεν αποφασίζουν ούτε η θέληση ούτε οι σχεδιασμοί των κυρίαρχων αλλά η ταξική πάλη. Εκεί θα κριθεί η τύχη του νέου κύκλου μεταρρυθμίσεων –δηλαδή καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων- που μας προτείνει ο νομπελίστας κ. Πισσαρίδης με τους συνεργάτες του.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι «η ελληνική οικονομία διολισθαίνει τα τελευταία χρόνια σταδιακά σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας, υποχωρώντας σε πολλές ουσιώδεις κατηγορίες σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές»10. Tα αποτελέσματα επομένως των μνημονιακών πολιτικών στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας ήταν πολύ φτωχά και από τη σκοπιά των υποστηρικτών τους, μια και δεν ανέκοψαν την τάση υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Μπορεί να συσσώρευσαν πόνο, φτώχεια και εξαθλίωση στον λαό, να οδήγησαν στην υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, αλλά δεν κερδήθηκε κάτι στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας.
Παρόλα αυτά η εξύμνηση των μνημονιακών πολιτικών στη δεκαετία της κρίσης είναι αυτονόητη, εφόσον η έκθεση διαπιστώνει μόνο τον υπερβολικά αργό ρυθμό των αναδιαρθρώσεων. «Κατά τα τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας, επήλθε εξισορρόπηση των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού ισοζυγίου και ισοζυγίου πληρωμών, ενώ υπήρξε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας και τελικά ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές για τη χρηματοδότησή της. Όμως, η παρατεταμένη αβεβαιότητα και καθίζηση των επενδύσεων οδήγησε σε βαθιά ύφεση και σε συσσώρευση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Κατά το ίδιο διάστημα, υπήρξε πρόοδος σε πολλές πλευρές της οικονομίας και της διοίκησης, όμως γενικά η πρόοδος στις δομικές μεταρρυθμίσεις ήταν υπερβολικά αργή και ημιτελής. Ανάμεσα στις αιτίες για αυτό ήταν και η έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση, στο δημόσιο και ιδιωτικό επίπεδο, ώστε να διευκολυνθεί η μεταρρυθμιστική δυναμική»11.
Συνεχίζουν να επιμένουν στον ίδιο χαρακτήρα πολιτικών, όποιο όνομα κι αν έχουν αυτές. Ο πυρήνας της λογικής τους είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης ως μακροπρόθεσμη στρατηγική για τον ελληνικό καπιταλισμό. Θεωρούν ότι έτσι θα ξεπεράσει τα δομικά προβλήματά του και θ’ ανακόψει την τάση υποβάθμισής του στον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
«Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης πρέπει να είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων»12. Σ’ αυτούς τους στόχους εντάσσονται η αύξηση της παραγωγικότητας, εμπόδιο στην οποία θεωρεί την ύπαρξη μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων και «η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι. Η αυξημένη απασχόληση, επιπλέον, θα συμβάλλει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποκλεισμών και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής»13.
Δεν ξέρουμε κατά πόσο μπορούν να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι της έκθεσης, όταν η πολιτική της λιτότητας και της μείωσης της αξίας της εργατικής δύναμης είναι οι κεντρικές στρατηγικές της στοχεύσεις. Βεβαίως οι συντάκτες της έκθεσης, ως γνήσιοι ιδεολόγοι του ελληνικού κεφαλαίου και των συμφερόντων του δεν μπορούν ούτε θέλουν ν’ αμφισβητήσουν τις στρατηγικές του επιλογές, όπως η ένταξη στην ΕΕ και το ευρώ και την καταστροφική επίδραση που είχαν και έχουν τόσο για το βιοτικό επίπεδο του λαού όσο και για την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας. Μπορούμε όμως να το κάνουμε εμείς ασκώντας κριτική στις θέσεις και προτάσεις του κειμένου τους και απορρίπτοντας κατηγορηματικά το περιεχόμενό του. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας για την οποία κόπτεται τόσο πολύ το κείμενο δεν είναι αποτέλεσμα των υψηλών μισθών των εργαζομένων, αφού ουσιαστικά σ’ όλη την περίοδο από τη δεκαετία του ’90 και του 2000 παρέμεναν χαμηλοί, ενώ η φθηνή και ανασφάλιστη εργασία των μεταναστών τόνωσε αρκετά την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αντίθετα, η προσχώρηση του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση ενέτεινε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητάς του με την έκθεση των πιο αδύναμων κεφαλαίων του σε ισχυρότερα ευρωπαϊκά κεφάλαια και τη διατήρηση του προβλήματος της ανταγωνιστικότητας. Από εκεί και πέρα, η είσοδος στο ευρώ το 2002 οδήγησε στην απώλεια του ελέγχου από την πλευρά του εθνικού κράτους των συναλλαγματικών ισοτιμιών και άρα της διαχείρισης του χρέους και των ελλειμμάτων14. Από τη σκοπιά όμως του κόσμου της εργασίας, το πρόβλημα δεν είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όσο η διατήρηση και διεύρυνση των κοινωνικών κατακτήσεων, των εργασιακών δικαιωμάτων και, στρατηγικά, η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Απ’ αυτή την πλευρά δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρχει κοινότητα συμφερόντων ούτε συναίνεση σε όσα η Έκθεση του κ. Πισσαρίδη προδιαγράφει ως βασικούς στόχους της.
Συνοψίζοντας, οι αναφορές του κειμένου στην έκθεση δεν έχουν τίποτε το πρωτότυπο, παρά μόνο είναι υπενθύμιση ότι στον τομέα της εκπαίδευσης οι αναδιαρθρώσεις έχουν καθυστερήσει σε σημαντικό βαθμό και πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή τους. Αναδεικνύεται ως κριτήριο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος το ωμό ταξικό συμφέρον του κεφαλαίου και η πρόσδεσή του στα άμεσους και μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς του. Η διαπίστωση των ελλειμμάτων του και των χαμηλών επιδόσεών του γίνεται με βάση τον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ, που προωθεί την καπιταλιστική αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών συστημάτων του δυτικού κόσμου κυρίως με την παρέμβαση στο περιεχόμενο της σχολικής γνώσης και τη μετάλλαξή σε δεξιότητα. Ο διαγωνισμός PISA δεν μετράει ουδέτερα και αντικειμενικά δυνατότητες μαθητών από διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα, αλλά τιμωρεί και περιθωριοποιεί τα εκπαιδευτικά συστήματα εκείνα που δεν ανταποκρίνονται ή δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένα στη δική του αντίληψη για το τι συνιστά σχολική γνώση και εκπαίδευση στις σημερινές συνθήκες του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Η ετυμηγορία για το υψηλό ή το χαμηλό των επιδόσεων γίνεται με συγκεκριμένα κριτήρια και το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια είναι αυτά τα κριτήρια, ποιες είναι οι κοινωνικές και πολιτικές στοχεύσεις τους και με ποια μεθοδολογία συγκροτείται ο συγκεκριμένος διαγωνισμός. Γνωρίζουμε ότι τα ερωτήματα αυτά δεν απασχολούν τους συντάκτες της Έκθεσης Πισσαρίδη γιατί ως γνήσιοι ιδεολόγοι του κεφαλαίου ενδιαφέρονται μόνο για την πρόσδεση της εκπαίδευσης στις άμεσες και μακροπρόθεσμες στοχεύσεις του. Η αναφορά στα παραπάνω ερωτήματα γίνεται για να απορρίψουμε την ανάλυση της επιτροπής για την κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος και τις προτάσεις της. Η αυτονομία των σχολικών μονάδων και η ένταξή τους στον μηχανισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, η εγκαθίδρυση ιεραρχικών μηχανισμών επιτήρησης των εκπαιδευτικών με τον μηχανισμό της αξιολόγησης ή της αυτοαξιολόγησης για τις σχολικές μονάδες περιγράφουν το εφιαλτικό τοπίο του νεοφιλελευθερισμού για τον χώρο της εκπαίδευσης, και είναι απόλυτα εχθρικές προς τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. To κείμενο επιμένει ιδιαίτερα στις συγχωνεύσεις σχολείων, στην πολιτική συρρίκνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης που ξεκίνησε στη μνημονιακή περίοδο και υπήρξε καταστροφική για την εκπαιδευτική διαδικασία από κάθε άποψη· παιδαγωγική και εργασιακή. Για τους συντάκτες της έκθεσης η δημόσια εκπαίδευση είναι ένα βαρίδι από τη χρηματοδότηση του οποίου θα πρέπει ν’ απαλλαγεί ο κεντρικός μηχανισμός του αστικού κράτους και να περάσει στο τοπικό κράτος, όπου η χρηματοδότησή της θα γίνεται με ανταποδοτικούς φόρους, δηλαδή θα φορτώνεται στον ίδιο τον λαό. Είναι ένα σχέδιο που οδηγεί σε μεγάλη αύξηση της εκπαιδευτικής ανισότητας, προσδιορισμένης γεωγραφικά, ανάλογα με τη δυνατότητα κάθε δήμου ή περιφέρειας να χρηματοδοτούν τα σχολεία της περιοχής τους. Σ’ αυτούς τους στόχους το εκπαιδευτικό κίνημα έχει δώσει την απάντησή του, νικηφόρα σε πολλές περιπτώσεις και θα συνεχίσει να τη δίνει.
Σημειώσεις
1Στ. Μαυρουδέας, εφημ. ΠΡΙΝ, 25-26 /07/2020
2 Σπ. Σακελλαρόπουλος, Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα, 2014, σελ. 33
3 Σπ. Σακελλαρόπουλος, Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα, 2014, σελ. 33
4. Βλ. Τη σχετική αναλυση του Σπ. Σακελλαρόπουλου, οπ. παρ., σελ. 35-45
5. Κ. Σημίτης, TA NEA, 28/11/2020
6. Bλ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 28-29/ 11/2020, σελ.8
7. Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, Τελική Έκθεση, Νοέμβριος 2020, σελ. 108
8 ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 28-29/ 11/2020
9 βλ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 27/8/2020, σελ. 11
10 Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, Τελική Έκθεση, Νοέμβριος 2020, σελ. 9
11 Σχέδιο Ανάπτυξης κ.λπ. οπ. παρ., σελ. 10-11
12 Σχέδιο Ανάπτυξης κ.λπ. σελ. 11
13 Σχέδιο Ανάπτυξης κ.λπ. σελ. 11
14 Σπ. Σακελλαρόπουλος, Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση όπ. παρ., σελ. 43-44
του Χρήστου Ρέππα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου