Πολύς λόγος γίνεται για την τεράστια «επιτυχία» της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας, ενώ Τσιόδρας, Χαρδαλιάς και Μητσοτάκης ανάγονται σε «σωτήρες του έθνους». Η αλήθεια είναι ότι η επίτευξη του επικοινωνιακού στόχου δεν είναι δύσκολο έργο, πολλώ δε μάλλον, όταν έχουν απέναντί τους αυτή την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση.
Άλλωστε, μπροστά σε μια εξωτερική απειλή (πόσο μάλλον παγκόσμια), κάθε έθνος συνήθως συσπειρώνεται υπό την προστασία της πολιτικής του εξουσίας. Πολύ περισσότερο όταν ο εχθρός δεν σε «γονατίζει» όπως «γονάτισε» άλλες χώρες.
Το πόσο επιτυχημένα ή αποτυχημένα αντιμετώπισε την πανδημία η κυβέρνηση, όμως, μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με βάση επιστημονικά κριτήρια, καθώς και μια αντικειμενική ανάγνωση -από την πλευρά των εργατικών και κοινωνικών αναγκών και συμφερόντων- των τεκταινόμενων και των συνθηκών πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το πρώτο «κύμα». Ιδού, λοιπόν, δύο ερωτήματα: Σε ποιο χρονικό σημείο εμφανίστηκε η ασθένεια στην Ελλάδα και πόσο «διασυνδεδεμένη» είναι κατά την χειμερινή περίοδο με εκείνες τις χώρες που εξελίχθηκαν σε μεγάλες εστίες μόλυνσης;
Όσον αφορά το χρονικό σημείο εμφάνισης του ιού, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που επλήγησαν σε δεύτερο χρόνο. Για του λόγου το αληθές, το πρώτο κρούσμα καταγράφηκε στις 26 Φεβρουαρίου, ενώ στην Ιταλία ένα μήνα πριν — στις 26 Ιανουαρίου ή και νωρίτερα. Επίσης, στην Ισπανία το πρώτο κρούσμα επιβεβαιώθηκε στις 31 Ιανουαρίου, στη Γερμανία στις 27 του ίδιου μήνα, ενώ η Γαλλία είχε το πρώτο (επιβεβαιωμένο) κρούσμα στην Ευρώπη, στις 24 Ιανουαρίου. Συνεπώς, η επιμονή κυβέρνησης και ΜΜΕ να συγκρίνουν τον «εθνικό» ρυθμό μετάδοσης του ιού και τον αριθμό κρουσμάτων-νεκρών με τα θλιβερά δεδομένα Ιταλίας, Ισπανίας και Γαλλίας μοιάζει με άχαρη -και προκλητική- προσπάθεια υφαρπαγής πολιτικής υπεραξίας εις βάρος των θυμάτων.
Η περίπτωση της Ελλάδας πρέπει να συγκριθεί με τις χώρες που επίσης κατατάσσονται στο «δευτερογενές» κύμα της πανδημίας στην Ευρώπη. Δηλαδή όσες είχαν στην διάθεσή τους τουλάχιστον ένα μήνα προετοιμασίας για την επικείμενη «εισβολή». Έτσι, λοιπόν, αναλύοντας την επιδημιολογική καμπύλη στα Βαλκάνια, διαπιστώνουμε πως η Ελλάδα (με κριτήριο και τον αριθμό θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού) βρίσκεται σχεδόν στην ίδια μοίρα με Σερβία, Βοσνία, Αλβανία και Κροατία και σε χειρότερη σε σύγκριση με τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο. Αξίζει να σημειωθεί πως και εκτός Βαλκανίων, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που προσβλήθηκαν καθυστερημένα (Τσεχία, Ουγγαρία Βαλτικές κ.λπ.) σημειώνουν επίσης καλύτερα νούμερα.
Επιπλέον, ο χάρτης της πανδημίας αποδεικνύει πως ο κορωνοϊός αποτελεί τον «ιό της παγκοσμιοποίησης». Δηλαδή, χτυπάει πρώτα και με μεγαλύτερη ισχύ πόλεις και χώρες που αποτελούν εμπορικά, οικονομικά, βιομηχανικά κέντρα του πλανήτη, ενώ η μετάδοσή του «ακολουθεί» την κίνηση των εμπορικών ροών, κάτι που σημαίνει ότι όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των αεροπορικών διασυνδέσεων, των μεγάλων εμπορικών εκθέσεων και των βιομηχανικών αλληλεπιδράσεων τόσο πιο έντονη και ταχεία είναι η μετάδοσή του. Άρα, τα νούμερα της Αθήνας δεν μπορεί να συγκρίνονται με εκείνα σε Μιλάνο ή Παρίσι για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο — ενώ αντίστοιχα, η κατάσταση εδώ θα μπορούσε να είναι χειρότερη, εάν βρισκόμασταν στο μέσον της θερινής τουριστικής περιόδου.
Χρήσιμος οδηγός ανάλυσης είναι, πιθανότατα, και οι πίνακες κατάταξης των χωρών με βάση ευρύτερες παραμέτρους που κατηγοριοποιούν τις «ασφαλείς χώρες» απέναντι στην πανδημία. Σύμφωνα με αυτούς, η Ελλάδα επ’ ουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί «θαύμα», καθώς βρίσκεται στην 30η θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Μάλιστα, βρίσκεται κάτω από το Βέλγιο (19η θέση) που αποτελεί ένα σημαντικότατο ευρωπαϊκό κέντρο και 28 θέσεις(!) κάτω από τη δεύτερη Γερμανία.
Είναι γεγονός πως, λόγω της εφαρμογής περιοριστικών μέτρων στη χώρα, έχει αποφευχθεί ο μεγάλος αριθμός νεκρών. Η ιδιαίτερα ώριμη στάση του ελληνικού λαού, η αυτοπροστασία και η αλληλεγγύη του προς τις ευπαθείς ομάδες λειτούργησαν καταλυτικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Η επόμενη μέρα, όμως, και η μεγάλη πιθανότητα ενός νέου γύρου επέλασης του Covid-19 το φθινόπωρο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εκ νέου με μέτρα εγκλεισμού και νέκρωσης της κοινωνικής-οικονομικής ζωής. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η εδώ και τώρα αναβάθμιση όλων των βαθμίδων υγείας και περίθαλψης. Οι θυσίες του λαού θα είναι μάταιες, αν η χώρα δεν εξοπλιστεί με ΜΕΘ, σχέδιο μαζικών τεστ και πρωτοβάθμιες δομές. Κι εδώ, το «success story» της κυβέρνησης «μπάζει νερά» από παντού. Ενδεικτικά, σε επιστολή της προς τον πρωθυπουργό, η ΟΕΝΓΕ αναφέρει: «Για το νέο κύμα πανδημίας δεν έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα. Οι κλίνες ΜΕΘ έχουν αυξηθεί από 557 πριν την επιδημία σε 775. Δεδομένου ότι η αναλογία ιατρονοσηλευτικού προσωπικού ανά κλίνη ΜΕΘ είναι 4:1, για τη λειτουργία των 220 επιπλέον κρεβατιών χρειάζονται 880 μόνιμοι γιατροί και νοσηλευτές. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει».
Φυσικά, οι γνωστοί πολιτικοί και δημοσιογραφικοί «κύκλοι» κατηγορούν όποιον έχει διαφορετική άποψη ότι «θέλει παραπάνω νεκρούς για μικροπολιτικούς λόγους». Δεν υπάρχει τίποτα πιο ψευδές και προκλητικό! Η πραγματικότητα είναι ότι το νέο κύμα δεν θα αντιμετωπιστεί με πανηγύρια και αβάσιμη αισιοδοξία. Τα θετικά νούμερα σήμερα, σημαίνουν έλλειψη αντισωμάτων και χαμηλό επίπεδο «ανοσίας της κοινότητας» αύριο. Πολύ απλά, λοιπόν, η σημερινή επιδημιολογική καμπύλη μπορεί να αντιστραφεί δραματικά το φθινόπωρο, αν δεν ληφθούν γενναία μέτρα υγειονομικής προστασίας του λαού. Και γι’ αυτό θα είναι ξεκάθαρα υπεύθυνοι όσοι επαίρονται σήμερα...
Του Χρίστου Κρανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου