Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός και η εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία
Ο Νίκος Σβορώνος (1911 – 26 Απριλίου 1989) υπήρξε σημαντικός Έλληνας ιστορικός με ιδιαίτερη επιρροή στην σύγχρονη ιστοριογραφία της Ελλάδας.
Κείμενο: Νίκος Σβορώνος
0 18ος αιώνας αποτελεί αποφασιστικό σταθμό στην εξέλιξη του Νέου Ελληνισμού. Η σχετική ειρήνη που επικρατεί στην Ανατολή ευνοεί στις χώρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ανάπτυξη του εμπορίου, που βρίσκεται στα χέρια των δύο μεγαλύτερων οικονομικών δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Η οικονομική δραστηριότητα μετατίθεται από τις νοτιότερες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, όπου βρίσκεται η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων, που μετέχουν ενεργά στην οικονομική αυτή δραστηριότητα. Στην αρχή παίρνουν στα χέρια τους, με ανταγωνιστές τους Εβραίους και τους Αρμένιους, το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού εμπορίου, από τα μέσα του 18ου αιώνα μετέχουν στο εξωτερικό εμπόριο των ξένων, στο τέλος του 18ου αιώνα και στην αρχή του 19ου γίνονται επικίνδυνοι ανταγωνιστές τους.
Eρειπωμένο μουσουλμανικό τέμενος στην Τριπολιτσά,. Έργο του W. Purser, London 1840. Πηγή: Διον. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις.
Δημιουργούνται έτσι στις ελληνικές χώρες αξιόλογα εμπορικά κέντρα, η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη, πραγματικές οικονομικές πρωτεύουσες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα Γιάννενα, η Άρτα, η Πάτρα, η Χίοςκτλ. Συγχρόνως, οι ελληνικές παροικίες της δυτικής Ευρώπης, στη Γερμανία, στην Αυστρία, αργότερα στη Γαλλία και στη Νότια Ρωσία, πληθύνονται. Οι παροικίες αυτές δεν αποτελούνται πλέον από πρόσφυγες, όπως, οι παλαιότερες, αλλά από εμπόρους που πέρασαν στο στάδιο ενός ενεργητικού εμπορίου, και που πολλοί από αυτούς έχουν πραγματοποιήσει σημαντική συγκέντρωση κεφαλαίων.
Οι πόλεμοι ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία στη Μεσόγειο, όπου οι αντίπαλες δυνάμεις χρησιμοποιούν στην υπηρεσία τους Έλληνες ναυτικούς, οι πόλεμοι κυρίως της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, όταν με τον ναυτικό αποκλεισμό και τον ηπειρωτικό αποκλεισμό του Ναπολέοντα οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι τροφοδοτούσαν τη Γαλλία και σχεδόν ολόκληρη την Κεντρική Ευρώπη, η συνθήκη του Κιουτσούκ–Καϊναρτζή(1774), με την οποία η Ρωσία αναλαβαίνει την προστασία των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πετυχαίνει την άδεια για τους Έλληνες να ταξιδεύουν με ρωσική σημαία, συντελούν στη ραγδαία ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού ναυτικού.
Η εμπορική και ναυτιλιακή αυτή δραστηριότητα συντελεί επίσης στην ανάπτυξη, με βραδύτερο ρυθμό και σε χαμηλά πάντα επίπεδα, της ελληνικής βιοτεχνίας, που αρχίζει να ξεπερνά το στάδιο της οικιακής οικονομίας.
Η ολιγάριθμη και λίγο υπολογίσιμη ομάδα των Ελλήνων εμπόρων και βιοτεχνών του 16ου και 17ου αιώνα αυξάνει τώρα σε πλήθος και πλούτο και εξελίσσεται σε αυτόνομη κοινωνική τάξη, που από τα μέσα του 18ου αιώνα αισθάνεται αρκετά δυνατή, ώστε να αρχίζει να διεκδικεί τη συμμετοχή της στη διεύθυνση των εθνικών υποθέσεων. Πετυχαίνει πράγματι να παίρνει μέρος στην εκλογή του πατριάρχη και στη διοίκηση της Εκκλησίας, και στις περιοχές των σπουδαιότερων αστικών κέντρων παίρνει μέρος στην κοινοτική αυτοδιοίκηση και συντελεί στην τελειοποίηση του κοινοτικού συστήματος. Σε λίγο θα επιδιώξει να πάρει στα χέρια της την ηγεσία του έθνους και να κατευθύνει τις τύχες του.
Στην ανοδική της πορεία η αστική τάξη έρχεται αντιμέτωπη με την τουρκική κατάκτηση. Όσο αναπτύσσεται θα έρθει επίσης σε αντίθεση με τις ως τα τώρα ηγετικές ομάδες του Ελληνισμού, την Εκκλησία, τους Φαναριώτεςκαι τους προκρίτους. Η ελεύθερη της οικονομική ανάπτυξη εμποδίζεται από τη μεσαιωνική ακόμα οργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το αρχαϊκό της οικονομικό σύστημα, που στηρίζεται στα προνόμια, στην αυθαιρεσία και στην αρπακτική διάθεση των οργάνων της, των διαφόρων πασάδων και δυνατών τιμαριωτών, που είχαν γίνει τον 18ο αιώνα σχεδόν ανεξάρτητοι καταλύοντας κάθε έννοια κράτους. Η επένδυση του συσσωρευμένου κεφαλαίου στις ελληνικές χώρες γίνεται σχεδόν αδύνατη. Έτσι οι βιοτεχνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να μεταβληθούν σε πραγματικές βιομηχανίες, και μπροστά στον συναγωνισμό της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας της Δύσης και τις αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων πασάδων παρακμάζουν. Οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις των Ελλήνων αναπτύσσονται στη Δύση, όπου και εδώ τα προστατευτικά μέτρα των διαφόρων κρατών περιορίζουν την πρωτοβουλία των Ελλήνων κεφαλαιούχων.
Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στην αστική τάξη και τις συνθήκες της τουρκικής κατάκτησης, που αποκλείει κάθε δυνατότητα συμβιβασμού, συντελεί στη δημιουργία, σε μια μεγάλη μερίδα της νέας κοινωνικής αυτής τάξης του Ελληνισμού, μιας επαναστατικής εθνικής ιδεολογίας, που ενισχυμένη από την ευρωπαϊκή ιδεολογία, με την οποία η μερίδα αυτή βρίσκεται σε επαφή, συντελεί με τη σειρά της στη μεγαλύτερη αποσαφήνιση της εθνικής συνείδησης.
Στην ιδεολογία της συνύπαρξης με τον κατακτητή για την εξασφάλιση της διατήρησης του έθνους, ή της χιμαιρικής ελπίδας της απελευθέρωσης του μόνο χάρη στις επεμβάσεις των χριστιανικών δυνάμεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντιπαρατίθεται τώρα, θολό και απροσδιόριστο αίτημα στην αρχή, συγκεκριμένο πρόγραμμα από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, η ιδέα της οργάνωσης του Ελληνισμού για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία της προετοιμασίας και της οργάνωσης των πνευματικών δυνάμεων του έθνους, η αστική τάξη εμφανίζεται από τα μέσα του 18ου αιώνα ως ο κύριος παράγοντας της εθνικής αφύπνισης και ο φορέας της νέας αυτής εθνικής ιδεολογίας.
Η συμβολή των Ελλήνων εμπόρων στην πνευματική προετοιμασία του Ελληνισμού χρονολογείται από παλιά. Η πρώτη μεγάλη προσπάθεια για την ίδρυση σχολείων στις ελληνικές χώρες, ήδη στον 17ο αιώνα, οφείλεται στην πρωτοβουλία του μεγαλέμπορου Μανολάκη Καστοριανού. Η κίνηση αυτή θα ενταθεί στον 18ο αιώνα με τη συνεχή οικονομική άνοδο. Τα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν (Γιάννενα, Καστοριά, Μοσχόπολη, Χίος, Σμύρνη, Κυδωνιές κτλ.) γίνονται συγχρόνως κέντρα πνευματικά του Ελληνισμού με πολυάριθμες κατώτερες και ανώτερες σχολές. Η κυκλοφορία του έντυπου βιβλίου αυξάνεται σημαντικά. Ο αριθμός των Ελλήνων που χάρη στην υποστήριξη των εμπόρων του εξωτερικού, αλλά και ορισμένων φωτισμένων Φαναριωτών, μπορούν και σπουδάζουν στη Δύση και γίνονται κατόπιν δάσκαλοι στα εκπαιδευτήρια των ελληνικών χωρών πολλαπλασιάζεται. Στα κέντρα αυτά, που συν-δέονται άμεσα με την ανερχόμενη στις ελληνικές παροικίες της Δύσης αστική τάξη, έχει την αρχή του ο ελληνικός Διαφωτισμός. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η συνεχής και ουσιαστική επαφή της ελληνικής σκέψης με τα νέα ιδεολογικά ρεύματα της Δύσης και τη δυτική επιστήμη. Η μερίδα της νεαρής αστικής τάξης και οι διανοούμενοι που συνδέονται μαζί της, που ζουν και δρουν στη Δύση και συνεργάζονται με τις αστικές τάξεις των δυτικών χωρών, πολλές φορές μάλιστα εξαρτώνται από αυτές, δέχονται τα κύρια στοιχεία της ιδεολογίας που τις εκφράζουν και τη μεταφέρουν στις ελληνικές χώρες. Παρατηρείται έτσι σαφής στροφή της ελληνικής παιδείας προς τις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες, που δεν έχει πλέον ως μόνο σκοπό την πρακτική γνώση, αλλά συντελεί στην ανανέωση της θεωρητικής σκέψης, που γνωρίζει τα ορθολογιστικά ρεύματα της εποχής και τον ελεύθερο φιλοσοφικό στοχασμό. Οι Έλληνες λόγιοι γνωρίζουν τον εμπειρισμό του Νεύτωνα και τη φιλοσοφία των Malebranche, Leibniz, Wolff, Locke, Spinoza. Γνωρίζουν τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ και τους Γάλλους εγκυκλοπαιδιστές, και αρχίζουν να τους μεταφράζουν.
Η Χαλκίδα επί του Ευρίπου. Λιθογραφία του L. Garneray. Πηγή: Διον. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις.
Το νέο τούτο ιδεολογικό κλίμα βοηθάει επίσης στην αποσαφήνιση και τον πλουτισμό της εθνικής συνείδησης. Τα στοιχεία που πρόβαλλαν ασυστηματοποίητα ακόμα οι προηγούμενες γενεές συνειδητοποιούνται τώρα καλύτερα, γίνονται αντικείμενα μελέτης και οργανώνονται γύρω από την κεντρική ιδέα της απελευθέρωσης.
Η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα γίνεται κοινή συνείδηση. Η ιδέα αυτή φτάνει μάλιστα στην υπερβολή με την τάση που παρατηρείται, αυτή την εποχή, της απόλυτης ταύτισης των συγχρόνων Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους. Οι Έλληνες της εποχής παίρνουν αρχαία ελληνικά ονόματα και θέλουν να αναστήσουν την αρχαία ελληνική γλώσσα. Παρ’ όλη τη σύγχυση την οποία φέρνει στην ελληνική σκέψη η άκριτη και ανεδαφική αυτή ελληνολατρία, που σβήνει κάθε άλλη στιγμή της ιστορίας του Ελληνισμού, αποτελεί για την εποχή χαρακτηριστικό τεκμήριο του βαθμού της ανάπτυξης του εθνικού αισθήματος. Το ελληνικό έθνος, όπως και όλα τα νεοσύστατα έθνη, αναζητά τις ρίζες του και τους αρχαίους τίτλους του ευγενείας στην αρχαία Ελλάδα, τους μόνους τίτλους που μπορούσε να προσέξει η κλασικίζουσα και ελληνοτραφής δυτική σκέψη του 18ου αιώνα.
Με μεγαλύτερο πραγματισμό αντιμετωπίζεται την εποχή αυτή το δεύτερο βασικό στοιχείο του έθνους, η λαϊκή του παράδοση. Βέβαια το πρόβλημα τούτο θεωρείται ακόμα από τη γλωσσική του μόνο σκοπιά, από τη χρησιμοποίηση της ζωντανής λαϊκής γλώσσας ως οργάνου του γραπτού λόγου. Αλλά το γλωσσικό ζήτημα βρίσκει τώρα τις θεωρητικές, φιλοσοφικές και ιστορικές του βάσεις και συνδέεται άμεσα, όπως ακριβώς συμβαίνει την ίδια αυτή εποχή και σε άλλα έθνη της Ευρώπης, με το πρόβλημα της απελευθέρωσης: για να απελευθερωθεί η Ελλάδα πρέπει να μορφωθούν οι Έλληνες. Τα όργανα της μόρφωσης πρέπει λοιπόν να γράφονται στη γλώσσα που καταλαβαίνει ολόκληρος ο ελληνικός λαός και που, όντας η φυσική εξέλιξη της αρχαίας, είναι κατάλληλη να εκφράσει με σαφήνεια και δύναμη όλες τις ανθρώπινες γνώσεις και σκέψεις και όλα τα συναισθήματα. Είναι η διδασκαλία του Μοισιόδακα (1730-1800 περίπου), συμπληρωμένη από τον Καταρτζή (1720/25¬1807) και τους μαθητές του.
Με την αποδοχή από το μεγαλύτερο μέρος της αστικής τάξης και των λογίων που την αντιπροσώπευαν των βασικών αρχών του δυτικού Διαφωτισμου ενισχύεται και αποκτά πρωταρχική σημασία την εποχή αυτή το τρίτο βασικό στοιχείο του Νέου Ελληνισμού, η συνείδηση ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της οικογένειας των λαών της Ευρώπης και η βούληση του να ενταχθεί στο ρεύμα του ενιαίου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Το παράδειγμα της «φωτισμένης Ευρώπης» προβάλλεται από όλα τα προοδευτικά πνεύματα της εποχής, από τον Μοισιόδακα, τον Καταρτζή, τον Ρήγα ως τον Κοραή. Το παράδειγμα της Ευρώπης και οι φιλελεύθερες ιδέες που γεννιούνται από τον Διαφωτισμό καθοδηγούν και την πολιτική δράση των Ελλήνων αστών στην απελευθερωτική κίνηση που προετοιμάζουν, η οποία από τα μέσα του 18ου αιώνα συνδέεται με την επαναστατική ή απλώς φιλελεύθερη ιδεολογία της Δύσης και από το τέλος του 18ου αιώνα με τη Γαλλική Επανάσταση.
Η νέα αυτή ιδεολογία δεν επιβλήθηκε βέβαια χωρίς αγώνες. Η Εκκλησία βρίσκεται αντιμέτωπη ευθύς εξ αρχής στα νέα αυτά ρεύματα, που τα θεωρεί επικίνδυνα για τη χριστιανική πίστη. Το 1721 αναθεματίζει τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, που κατηγορείται ότι εμπνέεται από τον Malebranche. Κατά τα μέσα του 18ου αιώνα αναθεματίζει τον ελευθεροτεκτονισμό, που είχε εισχωρήσει στις ελληνικές χώρες ως την Κωνσταντινούπολη. Οι αγώνες αυτοί όσο περιορίζονται στο πολιτιστικό ιδεολογικό πεδίο έχουν ακόμα ήπια μορφή. Οι νεοτεριστές δεν έφθασαν ποτέ ως τις ακραίες συνέπειες της σκέψης των δυτικών τους δασκάλων και δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να απομακρυνθούν από τη χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Άλλωστε η αντίσταση τους είναι ακόμα αδύνατη, όπως η κοινωνική τάξη που τους στηρίζει. Ο Ανθρακίτης ύστερα από το ανάθεμα θα υποχωρήσει (1723), και η προοδευτική στην αρχή ομάδα του Ευγενίου Βούλγαρη (1716-1806) και του Νικηφόρου Θεοτόκη(1736-1805) θα ζητήσει γρήγορα κάποιο συμβιβασμό ανάμεσα στις νέες φιλοσοφικές ιδέες και στη συντήρηση της ηγετικής τάξης του έθνους. Στην ύφεση αυτή των αγώνων συντελεί επίσης η στάση των Φαναριωτών εκείνων που, οπαδοί του «φωτισμένου Δεσποτισμού», ανέχτηκαν και υποστήριξαν μάλιστα μερικούς Έλληνες νεοτεριστές. Ο Καταρτζής και άλλοι δρουν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η ανοχή όμως αυτή σταματά κατά την περίοδο που ακολουθεί τη Γαλλική Επανάσταση. Η διευθύνουσα τάξη αρχίζει να συνειδητοποιεί καλύτερα τον πολιτικό και κοινωνικό κίνδυνο των νέων ιδεών και αρχίζει να καταδιώκει τους οπαδούς τους. Οι καταδίκες του πανθεϊσμού, του Βολταίρου, των «αθέων Γάλλων», των ελευθεροτεκτόνων πολλαπλασιάζονται. Αλλά τώρα στις καταδίκες και στις καταδιώξεις απαντά με την ίδια επιθετικότητα η επαναστατική ομάδα που αρχίζει να ξεχωρίζει από το σύνολο των μετριοπαθών νεοτεριστών.
Βρισκόμαστε κατά το τέλος του αιώνα, στην περίοδο που η οργάνωση για τον εθνικό αγώνα έχει ήδη προχωρήσει, και ο φιλελεύθερος, αν όχι καθαρά επαναστατικός, πολιτικός του χαρακτήρας είναι φανερός. Η κίνηση του Ρήγα (1757 περίπου-1798) συνδέεται με τη Γαλλική Επανάσταση και καλεί σε εξέγερση όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και τους άλλους βαλκανικούς λαούς, ακόμα και τον καταπιεζόμενο από τους τιμαριώτες τουρκικό λαό, με σκοπό τη δημιουργία μιας μεγάλης βαλκανικής δημοκρατίας με ηγεσία ελληνική, της οποίας ο Ρήγας συντάσσει το σύνταγμα με υπόδειγμα το επαναστατικό γαλλικό σύνταγμα του 1793. Η σύνδεση με τη γαλλική πολιτική της αγροτικής εξέγερσης της Θεσσαλίας (1808-1809), που είχε αρχηγό τον Ευθύμιο Βλαχάβα, δεν διέφυγε της προσοχής των συντηρητικών ομάδων του Ελληνισμού. Άλλωστε ο κοινωνικός αγώνας εκδηλώνεται σαφέστερα από το 1800 περίπου στις κοινότητες όπου συναντάμε δημοκρατικά κόμματα (στην Κοζάνη, στην Κέα, στη Σάμο), καθώς και στις συντεχνίες και τις βιοτεχνικές συντροφιές.
Η εχθρότητα της διευθύνουσας τάξης απέναντι σε κάθε απελευθερωτική κίνηση εντείνεται. Η επίσημη στάση της εκφράζεται στην περίφημη «Πατρική Διδασκαλία» του Πατριαρχείου, που καταδικάζει τα απελευθερωτικά κινήματα και διδάσκει την υποταγή στη νόμιμη εξουσία των σουλτάνων. Στην «Πατρική Διδασκαλία» απαντούν οι επαναστατικοί κύκλοι με την «Αδελφική Διδασκαλία», γραμμένη από τον Κοραή.
Η εχθρική στάση της Εκκλησίας απέναντι στο απελευθερωτικό κίνημα καθώς και το εξωθρησκευτικό, αν όχι αντιθρησκευτικό, κλίμα που είχαν δημιουργήσει οι νέες φιλοσοφικές ιδέες, συντελούν στην κάποια ανεξαρτητοποίηση της εθνικής ιδέας από την ιδέα της ορθοδοξίας. 0 δημοκρατικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας της απελευθερωτικής κίνησης τείνει να την ανεξαρτητοποιηθεί από την ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εθνική ιδεολογία της πιο δυναμικής μερίδας της αστικής τάξης και των διανοουμένων που την εκφράζουν φτάνει στο τέλος του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου σε τέτοια ωριμότητα και καθαρότητα, ώστε να επιτρέψει στις δυνάμεις αυτές να οργανώσουν τις διάχυτες επαναστατικές δυνάμεις του έθνους (την αγροτιά με τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, τα μικροαστικά στοιχεία των ναυτικών, των εμπόρων και των βιοτεχνών), να σπάσει τους δισταγμούς ή την εχθρότητα των ηγετικών συντηρητικών ομάδων και να παρασύρει ολόκληρο τον Ελληνισμό σε έναν κοινό απελευθερωτικό αγώνα.
Φιλέλληνες αξιωματικοί διαφόρων εθνοτήτων, την περίοδο της Επανάστασης του 1821. Πηγή: Διον. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις.
Το ελληνικό έθνος είναι πλέον συντελεσμένο. Με την Επανάσταση του 1821 διακηρύσσει με τα ακόλουθα λόγια την ύπαρξη του: «Το ελληνικόν έθνος κηρύτττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του εις εθνικήν συνηγμένην συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Επτά αιώνες, από το τέλος του 11ου αιώνα ως το τέλος του 18ου, χρειάστηκαν για να μπορέσει ένας παλαιός λαός όπως ο ελληνικός να συγκροτηθεί σε ένα νέο έθνος και να ξεκαθαρίσει τα κύρια στοιχεία της εθνικής του συνείδησης. Η πορεία του δεν ήταν ούτε ευθύγραμμη, ούτε συνεχής. Χαρακτηρίζεται από διακοπές, από οπισθοδρομήσεις και από διάφορα ξεστρατίσματα. Ο Ελληνισμός για να συνειδητοποιήσει και να συνθέσει τα στοιχεία της εθνικής του συνείδησης και να παρουσιαστεί ως μια αυτόνομη ιστορική οντότητα χρειάστηκε να επιχειρήσει τη συμφιλίωση και την εναρμόνιση πολλαπλών, συχνά αντιφατικών, παραδόσεων -που ζούσαν πότε σε λανθάνουσα κατάσταση, πότε περισσότερο εναργείς- από τα διάφορα στάδια της μακρόχρονης ιστορίας του: αρχαία ελληνική υποταγμένη στον Λόγο και κυριαρχημένη από την ιδέα του ελεύθερου πολίτη παράδοση, υπέρλογος Χριστιανισμός και βυζαντινή αυτοκρατορική απολυταρχία. Έπρεπε ακόμα να συνειδητοποιήσει, για να μπορέσει να τις κυριαρχήσει, τις διάφορες ξένες επιδράσεις, φυλετικές και πολιτιστικές, που δέχτηκε στις πολλαπλές του σχέσεις. Έπειτα, οι προσπάθειες αυτές γίνονταν τις περισσότερες φορές κάτω από την ξένη κατάκτηση, γεγονός που, νοθεύοντας τον χαρακτήρα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων του καθιστούσε τις επιδράσεις τους στην εθνική πορεία αντιφατικές. Έτσι το νέο Ελληνικό Έθνος καθ’ όλο αυτό το μακροχρόνιο διάστημα από την εμφάνιση των πρώτων σημείων της εθνικής του συνείδησης ως τον μεγάλο σταθμό που αποτελεί η εθνική του Επανάσταση, κατόρθωσε βέβαια να συλλάβει και να εμβαθύνει ως ένα σημείο τα διάφορα στοιχεία που το δημιούργησαν και το συνέχουν: αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, χριστιανικό ορθόδοξο και αυτοκρατορικό Βυζάντιο, την ιδιαίτερη λαϊκή του παράδοση και τον ρόλο της στη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού πολιτισμού, τη σημασία της ένταξης τους στο ενιαίο ρεύμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δεν είχε όμως ακόμα κατορθώσει να εναρμονίσει τα διάφορα αυτά στοιχεία, να αφανίσει τις αντιφάσεις τους σε μια νέα σύνθεση και να ιεραρχήσει τον ρόλο που έπαιξε το καθένα τους στη διαμόρφωση του, να ζυγιάσει τέλος την ακριβή σχέση του περιεχομένου της εθνικής του συνείδησης με την αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα. Μόνο σε μια μικρή φωτισμένη μερίδα του παρατηρείται η απαρχή μιας κάποιας ιεράρχησης. Για το σύνολο όμως του έθνους τα στοιχεία τούτα μένουν ανιεράρχητα και θα προκαλέσουν την ιδεολογική σύγχυση που θα εκδηλωθεί και κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, όπου οι διάφορες ομάδες φθάνουν ως τον εμφύλιο πόλεμο, για να δώσουν η καθεμιά στην Επανάσταση την κοινωνική και πολιτική κατεύθυνση που της υπαγόρευε το ταξικό της συμφέρον. Κυρίως όμως θα εκδηλωθεί μετά την Επανάσταση, κατά την πρώτη περίοδο του ελληνικού κράτους, που η επικράτηση των συντηρητικών στοιχείων, η οποία διευκολύνεται με τη συγχώνευση μιας μερίδας των πιο οικονομικά ανεπτυγμένων αστών με τους στρατιωτικούς αρχηγούς του αγώνα, απογόνους των παλιών κλεφτών, μπερδεύει πάλι την ελληνική ιδεολογία και της αφαιρεί ακόμα και όσα καθαρά στοιχεία υπήρχαν πριν από την Επανάσταση. Έτσι π.χ. η αρχαιολατρία, που συνδεόταν στην αρχή της με την ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος, μεταβάλλεται σε οπισθοδρομική θεωρία που αρνείται κάθε ζωντανό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης ή της σύγχρονης ζωής· κατορθώνει όμως να συμβιβάζεται και να συμβαδίζει με τη Μεγάλη Ιδέα, που κηρύσσει την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και παραμορφώνει τις εθνικές διεκδικήσεις.
Η μελέτη του εθνικού πολιτισμού και της ουσίας του ελληνικού έθνους ξαναρχίζει συστηματικά και σε νέες βάσεις από το τέλος του 19ου αιώνα, φθάνει σε αξιόλογα επιτεύγματα με το δημοτικιστικό κίνημα, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμη στο κέντρο της ελληνικής σκέψης.
*Πηγή: Το απόσπασμα από το βιβλίο Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.
από Ερανιστής
πηγή: https://selidodeiktis.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου