Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Επτά χρόνια από τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα: συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα Ασημίνα Προέδρου


Συζήτηση της παραγωγού, σεναριογράφου και σκηνοθέτιδας της ταινίας μικρού μήκους «Red Hulk» (2013) Ασημίνας Προέδρου με τις Γιώτα Ιωαννίδου & Σοφία Χατζοπούλου

Μισή ώρα πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα εκείνη τη νύχτα, 17 προς 18 Σεπτεμβρίου του 2013, η ταινία σου με τίτλο «Red Hulk» έκανε πρεμιέρα στο 36ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, όπου και τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Η ταινία μοιάζει να αναπαριστά ακριβώς τη δράση της Χρυσής Αυγής πριν τη δολοφονία του Παύλου αλλά και τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, νωρίτερα. Περίγραψε μας ποια σημάδια της εποχής σε οδήγησαν να επιλέξεις αυτό το θέμα.

Η ταινία ξεκίνησε ως μια άσκηση στο δεύτερο έτος (2011-2012) της σχολής, όπου ο κάθε σπουδαστής κλήθηκε να γυρίσει από μια τρίλεπτη σκηνή βίας. Από την αρχή άρχισα να επεξεργάζομαι την ιδέα της ρατσιστικής επίθεσης, δουλεύοντας τη σεκάνς του τραμπουκισμού που καταλήγει σε φόνο, παρόλο που εκείνη την εποχή η Χρυσή Αυγή δεν είχε ακόμα την εκλογική έκρηξη που ακολούθησε. Είχε βέβαια πολλαπλασιάσει τη δύναμη της στις δημοτικές με πρώτο καμπανάκι τον δήμο Αθήνας, ενώ είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και στις πλατείες. Όταν στο επόμενο έτος κλήθηκα να δουλέψω την πτυχιακή μου, ξεκίνησα από αυτή τη σεκάνς και ανέπτυξα το σενάριο που κατέληξε να γίνει αυτό της ταινίας «Red Hulk». Η άνοδος της εθνικιστικής βίας, του ρατσισμού, του φασισμού ήταν κάτι που με απασχολούσε. Αυτό σαφώς είναι το ένα επίπεδο της ταινίας. Το βαθύτερο θέμα όμως που με απασχολούσε και με απασχολεί ακόμα είναι το πώς ένας άνθρωπος της «διπλανής πόρτας» μπορεί να φτάσει να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, σε θηρίο ή τέρας ή εκτελεστικό όργανο ή εκτελεστή, προκειμένου να γίνει αποδεκτός σε ένα σύνολο ή/και να μην χάσει την αποδοχή του. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι μια φασιστική ομάδα, μια εγκληματική οργάνωση ή μια «θύρα». Μπορεί όμως και να είναι κάτι πολύ πιο αθώο και «καθώς-πρέπει»: μια πολιτική οργάνωση, ένα θρησκευτικό σύνολο, μια τοπική κοινωνία. Αυτή η διαδικασία της υποταγής και σταδιακής διαστροφής του ατόμου σε κάτι άλλο είναι τρομακτική και δυστυχώς πολύ συχνή. Είναι κάτι που συνεχίζει να με απασχολεί. 

Ο ήρωας της ταινίας, ο Γιώργος, δεν είναι Ρουπακιάς. Είναι ένας καθημερινός νέος, φοιτητής, εργατόπαιδο ταυτόχρονα, από φτωχό χωριό, που μένει και δουλεύει στο Πέραμα, όπου τον βρίσκουν οι «Ρουπακιάδες». Πώς γίνεται αλήθεια ένας φασίστας;

Τώρα αυτό είναι μεγάλη κουβέντα. Δεν νομίζω ότι εδώ μπορούμε να την εξαντλήσουμε σε όλη την έκτασή της, να πιάσουμε όλες τις εκδοχές… Ο φασισμός ενδημεί στον καπιταλισμό από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί: από τον «κλασικό» τριτοδιεθνίστικο -αν θυμάμαι καλά- ως «η δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του κεφαλαίου» μέχρι πιο υπαρξιακούς, ελευθεριακούς κ.λπ. Στην εποχή μας σίγουρα παίζει ρόλο και η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση, και η γεωπολιτική αστάθεια με τις διαρκείς συγκρούσεις και τα καραβάνια των κατατρεγμένων, αλλά νομίζω καθοριστική είναι η κρίση του κινήματος τόσο σε επίπεδο οικονομικό-συνδικαλιστικό όσο και η βαθύτερη ήττα του κοινωνικο-απελευθερωτικού επαναστατικού κομμουνιστικού οράματος μετά το 1990. Φυσικά το μίγμα σε κάθε χώρα αλλάζει. Και αν στην Ελλάδα αμέσως μετά το ’90 φάνηκε ότι η κατάσταση κρατάει, και ότι είμαστε από τα λίγα γαλατικά χωριά που σύμβολα-ιδέες-αξίες δεν σαρώθηκαν εντελώς, τελικά νομίζω έγινε αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ «γλιτώσαμε από τα θηρία και θα μας φάνε οι κοριοί». Υπήρξε μια κρίση εσωτερική, μια αρρώστια που σακάτεψε την Αριστερά από τα μέσα χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Αυτές οι ανεπάρκειες αφήνουν μαζικά ευάλωτο λαϊκό κόσμο στον φασισμό. Τώρα πώς γίνεται ο φασίστας; Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Η Γαλάζια Στρατιά, η «θύρα» της εθνικής ήταν βασικός προθάλαμος. Αλλά υπάρχουν πολλοί δρόμοι: οι αγανακτισμένοι πολίτες στους ΑγιοΠαντελεήμονες, οι καλοί νέοι που πάνε τις γριούλες στην τράπεζα να μην τις κλέψουν οι «μαύροι» και άλλα πολλά. Σίγουρα ο φασισμός δεν στρατολογεί τον λαϊκό κόσμο με τη λογική. Πατάει πάνω σε ανασφάλειες, απωθημένα, αδιέξοδα και τα φουσκώνει με περικεφαλαίες, ανώτερα DNA, μαγικές λύσεις.

Η ταινία σου τιμήθηκε με πολλά βραβεία. Τι απήχηση είχε; Τι μηνύματα εισπράττεις; Βοήθησε στην ευαισθητοποίηση του κόσμου;

Κοιτάξτε. Οι μικρού μήκους στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να συναντήσουν το κοινό τους. Μέχρι πριν κάποια (αρκετά πλέον) χρόνια οι αίθουσες ήταν υποχρεωμένες να παίζουν κάποιες μικρού μήκους κολλητά με μεγάλου. Αυτά τελειώσανε. Οπότε μικρού μήκους θα δεις σε φεστιβάλ, σε αφιερώματα & εκδηλώσεις λεσχών, ή αργά τη νύχτα στην ΕΡΤ. Για κάποια χρόνια είχε χαθεί ακόμα και η ΕΡΤ.

Την εποχή που κυκλοφόρησε η ταινία, τους πρώτους μήνες, την είχαν ζητήσει κάποιες πολιτικές οργανώσεις, αλλά δεν ήθελα, ειδικά σε εκείνη την πρώτη φάση να ταυτιστεί με πολιτικό φορέα ή να γίνει -έστω ακούσια- κομματική εκμετάλλευσή της. Δεν είχα πρόβλημα με επιτροπές, κινήσεις, λέσχες. Τελικά όμως επειδή ήμουν ήδη κομματικά άστεγη και επειδή αυτές οι, πιο κινηματικές, συλλογικότητες την αξιοποίησαν σποραδικά αφού δεν υπήρξε «γραμμή» από κάπου, νομίζω ότι γενικά δεν την είδε κόσμος πολύ μαζικά, ακόμα και αυτός που κινητοποιήθηκε σε αντιφασιστική κατεύθυνση.

Υπάρχει και ένα πέρασμα που γίνεται με το πρόγραμμα «το Φεστιβάλ Δράμας Ταξιδεύει» όπου προβάλλονται σε πολλές πόλεις της Ελλάδας οι βραβευμένες ταινίες αλλά κυρίως αφορά σινεφίλ. Μας κάλεσαν βέβαια και κινηματογραφικές λέσχες, εργατικές λέσχες, επιτροπές γειτονιάς κ.λπ. Πέρσι μας κάλεσαν και προβλήθηκε στο αφιέρωμα στο Πέραμα. Εκεί γνωρίσαμε και τη Μάγδα και συζητήσαμε. Ήταν πολύ συγκινητικό.

Γενικά νομίζω στους περισσότερους η ταινία κάνει εντύπωση. Είχε και ιδιαίτερα θετικές κριτικές από κριτικούς και φεστιβάλ. Υπάρχει ωστόσο, ένα τμήμα και αριστερού κόσμου που δυσαρεστείται, γιατί η ταινία είναι «απαισιόδοξη» «δεν δίνει λύση» κ.λπ. Είναι και θέμα timing. Όταν η ταινία παίχτηκε στη Δράμα οι κριτικοί την χαρακτήρισαν προφητική κ.λπ. Στον κόσμο όμως έφτασε αφού είχε γίνει η δολοφονία του Παύλου και ο ξεσηκωμός που ακολούθησε. Δεν σκέφτονται όλοι ότι η ιδέα δουλευόταν χρόνια πριν ή ότι τα γυρίσματα και το μοντάζ είχε γίνει ακόμα και πριν το χρυσαυγίτικο όργιο βίας που κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 2013 (Αιγύπτιοι αλιεργάτες, ναυτεργάτες μικροπωλητές). Εγώ αυτό που ήθελα να αποτυπώσω στο πολιτικό επίπεδο ήταν ακριβώς αυτό που συνέβαινε: την ραγδαία τους άνοδο. Το ότι στρατολογούσαν μαζικά.

Και φυσικά μια ταινία μικρού μήκους δεν είναι μυθιστόρημα να έχεις μέσα αντιπροσωπευτικό δείγμα από τα πάντα. Και δυο που θα πάνε στο σωματείο, και έναν που θα γίνει επαναστάτης, και 5 που θα κάτσουν σπίτι τους, και 2 που θα γίνουν φασίστες. Αντικειμενικά επικεντρώνεις σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Και σε κάθε περίπτωση, αυτή η πλασματική αισιοδοξία που μου πρότειναν κάποιοι, πιθανότατα καλοπροαίρετοι, αριστεροί, εμένα με βρίσκει αντίθετη. Όταν το κίνημα έχει τα χάλια του, ενώ κράτος και παρακράτος επελαύνουν, ο κόσμος δεν χρειάζεται φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, αλλά να βαρέσουν καμπάνες.

Ένα άλλο σημείο κριτικής ήταν ότι αθωώνω τον φασίστα, τον δείχνω πολύ ανθρώπινο. Μα δυστυχώς ο φασίστας δεν γεννιέται τέτοιος, δεν είναι ένα γενετικό τέρας της φύσης με κέρατα και χαυλιόδοντες. Δυστυχώς είναι ένα τέρας της κοινωνίας, που φτιάχνεται από τις συνθήκες και τις επιλογές του. Και νομίζω ότι όποιος δει την ταινία προσεκτικά, με ανοιχτό μυαλό βλέπει ότι έδωσα στον ήρωά μου επιλογές. Ναι, μπορεί να ήταν οι πενιχρές επιλογές της εποχής μας, δεν υπάρχει ένα ρωμαλέο νικηφόρο κίνημα, μια ελκυστική οργάνωση. Είχε όμως έναν φίλο στον σύνδεσμο, έναν συνάδελφο που τον στήριζε, μια μάνα που τον νοιαζόταν παρά τις αδυναμίες και τα αδιέξοδά της. Εκείνος όμως επέλεξε να τους γυρίσει την πλάτη γιατί δεν σηκώνει καμία κριτική, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, δεν τολμάει να ανοιχτεί. Αντίθετα επιλέγει να ταχθεί με αυτούς που (στην αρχή τουλάχιστον) τον κολακεύουν, του δίνουν την ψευδαίσθηση της αποδοχής και της δύναμης. 

Ποια είναι η γνώμη σου για την εξέλιξη της δίκης της Χρυσής Αυγής, επτά χρόνια μετά;

Νομίζω όλη η υπόθεση της δίωξης ξεκίνησε ως μια προσπάθεια να ανακτήσει το σύστημα (τότε η Κυβέρνηση Σαμαρά) τον έλεγχο της υπόθεσης αφού τους είχε φοβίσει το ξέσπασμα λαϊκής αγανάκτησης. Είναι προφανές ότι επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί όλο αυτό το διάστημα και για επικοινωνιακούς χειρισμούς από τις κυβερνήσεις. Δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη κατάσταση μιας παράξενης κανονικότητας, όπου η μισή ηγεσία ήταν στη φυλακή, αλλά το κόμμα λειτουργούσε business as usual. Μετά πέρασαν και τα δεκαοχτάμηνα και κυκλοφορούσαν ελεύθεροι απλά υπόδικοι. Αναδείχτηκαν όχι απλώς οι δεσμοί αλλά και η σύμφυση με τους μηχανισμούς καταστολής. Αναδεικνύεται και το χάλι του δικαστικού συστήματος. Από τις τεχνικές ανεπάρκειες της αίθουσας και τις ατελείωτες κωλυσιεργίες, τη γραφειοκρατία αλλά και τη βαθιά αντίδραση που χαρακτηρίζει τη μεγάλη πλειονότητα του δικαστικού σώματος, όλοι θυμόμαστε την τελική αγόρευση της εισαγγελέως. Πραγματικά δεν μπορώ να ξέρω τι θα αποφασιστεί. Το θέμα είναι ότι όσο το κίνημα δεν ασκεί ασφυκτική πίεση το πρόβλημα δεν θα λυθεί. Είτε με ποινές χάδι. Είτε με ποινές στους εκτελεστές, αλλά όχι στους εγκεφάλους. Είτε με μετονομασία και «ανασχηματισμό» των φασιστο-οργανώσεων.

Η σημερινή περίοδος, μετά -αλλά και πριν- από το πρώτο κύμα της πανδημίας και όσα έχουν συμβεί, πώς νομίζεις ότι θα επιδράσει στις σχέσεις των ανθρώπων, στην ανάπτυξη του ρατσισμού και του φασισμού;

Είναι εξαιρετικά πρόσφατα τα γεγονότα. Είναι όντως μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Χρειάζεται μελέτη και νηφαλιότητα. Έχουν ακουστεί τρελά πράγματα και από κομμάτια της Αριστεράς: μεταφυσικά, αντιεπιστημονικά κ.λπ. Αναμφίβολα τελικά μόνο ο λαός σώζει τον λαό, όπως έχει γραφτεί και λεχθεί. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες εμπειρίες, νέα μέσα, νέες μορφές αυτό το διάστημα. Έγιναν κάποιες συγκινητικές κινήσεις που αφήνουν πολλά στο επίπεδο του συμβολισμού και του προβληματισμού, αλλά δυστυχώς έχουμε πολλά βήματα να κάνουμε για να πούμε ότι η δική μας πλευρά διεκδικεί την πρωτοβουλία. Σε αυτές τις συνθήκες, ναι, υπάρχει ο κίνδυνος της περαιτέρω ανάπτυξης του φασισμού, του ρατσισμού, του φόβου του διαφορετικού, του ξένου, του μολυσμένου/μολυσματικού, της λογική «ο θάνατός σου η ζωή μου» 

Η νέα σου ταινία, «Πίσω από τις θημωνιές» σχετίζεται με την προσφυγική κρίση και τις «σύγχρονες» κοινωνίες. Σε μια περιγραφή της αναφέρεις ότι σκοπός σου δεν είναι να καταδικάσεις τον Άνθρωπο που ηττήθηκε. Μίλησέ μας για αυτό. 

Μια ταινία ξεκινάει από διάφορες αφετηρίες. Έχεις τους προβληματισμούς σου, αυτά που σε τριβελίζουν σε διάφορα επίπεδα, υπαρξιακό, αισθητικό, κοινωνικό, πολιτικό, φιλοσοφικό και έχεις και διάφορα ερεθίσματα. Όταν άρχισα να δουλεύω την ιδέα, ένιωθα ότι ήθελα με κάποιο τρόπο να μιλήσω για τα κίνητρα και τους μηχανισμούς που οδηγούν έναν καθημερινό άνθρωπο στην υποταγή, κάνοντάς τον γρανάζι ενός διεφθαρμένου συστήματος. Δεν είχα στον νου μου να μιλήσω για το προσφυγικό. Μια φίλη μου, σε μια άσχετη κουβέντα, μου μίλησε για τη λίμνη Δoϊράνη, που βρίσκεται στα σύνορα Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, και τους δύο διαφορετικούς κόσμους που υπάρχουν στις δύο πλευρές των συνόρων. Είδα φωτογραφίες της λίμνης και η άγρια ομορφιά της με μαγνήτισε. Θέλησα να τοποθετήσω εκεί την ιστορία της ταινίας. Πήγαμε να την επισκεφτούμε και πέσαμε πάνω στις προσφυγικές ροές. Είδαμε πτυχές της τοπικής κοινωνίας. Έτσι, το θέμα μου -αυτό για το οποίο ήθελα να μιλήσω- δέθηκε με το πιο χειροπιαστό περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, αυτό της προσφυγικής κρίσης, ενώ όντως, το εντυπωσιακό περιβάλλον της λίμνης και της γύρω περιοχής προσφέρει αμέτρητες επιλογές για να υπηρετήσουν αισθητικά και συγκινησιακά της ανάγκες της ταινίας. Δεν είναι πάντως στενά μια ταινία για τους πρόσφυγες. 

Οι κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας είναι «αντιήρωες». Κάνουν απανωτά λάθη, τσακίζονται, υποτάσσονται. Είχα γράψει κάποια στιγμή, ότι «σκοπός μου δεν είναι να καταδικάσω τον Άνθρωπο που ηττήθηκε». Με αυτό εννοώ ότι δεν με ενδιαφέρει να κάνω μια διδακτική προσέγγιση. Δεν θέλω να του βάλω τους ήρωες απέναντι, αλλά να καταλάβω με ποιους μηχανισμούς κατέληξαν εκεί. Γι’ αυτό δεν τους δαιμονοποιώ, αλλά προσπαθώ να τους συναισθανθώ. Είναι ο δικός μου τρόπος να σκηνοθετώ.

Ο Παύλος Φύσσας ήταν αντιφασίστας ράπερ. Πώς νομίζεις ότι ο πολιτισμός και η τέχνη την εποχή του κορονοϊού θα βοηθήσουν στην αντιφασιστική πάλη;

Τώρα συγκεκριμένα για την εποχή του κορονοϊού τι να πω;

Είναι πολύ νωρίς για ολοκληρωμένη ανάλυση. Και να πω την αλήθεια αυτή την περίοδο ειδικά, είμαι τόσο πνιγμένη με την ταινία που τόσο γενικούς προβληματισμούς μάλλον τους έχω λίγο αναστείλει.

Η τέχνη δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει την κοινωνία. Σίγουρα όμως, γενικά, με τον τρόπο της, μπορεί να ακουμπάει, συγκινεί, παιδεύει, εξηγεί, διεισδύει, άρα γενικά είναι όργανο πάλης. Δεν είναι τυχαίο ότι το σύστημα δεν τη χρησιμοποιεί μόνο ή κυρίως με εμπορικούς (άμεσα κερδοσκοπικούς) όρους αλλά και με όρους παρέμβασης στη συνείδηση. Πλέον υπάρχει μια τεράστια τεχνογνωσία για αυτόν τον σκοπό.

Από την άλλη πλευρά, το λαϊκό κίνημα και η αντιφασιστική πάλη, είναι μάλλον σε αμηχανία σε όλα τα επίπεδα. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν σκιρτήματα, δράσεις, βήματα, έργα, αλλά συνολικά είμαστε πίσω. Επιπλέον ο κινηματογράφος είναι μια σύνθετη περίπτωση γιατί, παρά τις φαινομενικές ευκολίες που δίνει η τεχνολογία (έχουν γίνει πολύ σημαντικές ταινίες με i-phones), έχει τεράστιες απαιτήσεις τόσο στο επίπεδο χρηματοδότησης, όσο και σε άλλα επίπεδα (οργάνωση, παραγωγή, διανομή κ.λπ.). 

Η παραπάνω συζήτηση δημοσιεύθηκε στο 10ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2020.

πηγή: https://selidodeiktis.edu.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου