Στο παρόν άρθρο δεν πρόκειται να αναλύσουμε συνολικά την εκπαιδευτική πολιτική της ΝΔ -ως περιοδικό και ιστοσελίδα το έχουμε κάνει αλλού1. Υπάρχουν πολλά μέτωπα που έχει ήδη ανοίξει, στους πρώτους μήνες διακυβέρνησής της, η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, η αυτονομία της σχολικής μονάδας και το διπλό δίκτυο στην προσχολική εκπαίδευση, ζητήματα τα οποία θα άξιζαν ξεχωριστή διαπραγμάτευση.
Εδώ θα επικεντρωθούμε, ωστόσο, σε δύο μόνο ζητήματα τα οποία θεωρούμε κεντρικά για την κριτική αποτίμηση των εκπαιδευτικών προθέσεων της νέας κυβέρνησης και της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. Πιο συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε πρώτον με την έμφαση στις λεγόμενες ήπιες δεξιότητες (soft skills), τις οποίες διαρκώς επαναλαμβάνει η κα Κεραμέως και δεύτερον με την ανάγκη χάραξης εκπαιδευτικών πολιτικών στη βάση συγκεκριμένων και ποσοτικά μετρήσιμων κριτηρίων.
Θεωρούμε ότι είναι δύο διαστάσεις οι οποίες αν και έχουν περάσει πιθανά απαρατήρητες από τη γενική πολιτική αντιπαράθεση για το δημόσιο σχολείο είναι κομβικές, για το συνολικό σχέδιο καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης που θα επιχειρήσει η νέα κυβέρνηση, υλοποιώντας τα σχετικά προαπαιτούμενα της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ. Πρόκειται για μια πολιτική συνέχειας, αντίστοιχης των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αποτυπώνει την ίδια στιγμή τη διαρκή επιτήρηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος από τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί η συγκεκριμένη πολιτική ιδιοκτησία και καινοτομία της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, αλλά συνέχεια, με διαφορετικό, ενδεχομένως, πολιτικό μείγμα, όλων των αστικών κυβερνήσεων από το 2010 και μετά.
Ισχυριζόμαστε, συνεπώς, ότι η εκπαιδευτική πολιτική της ΝΔ δεν αποτυπώνει απλώς έναν ιδεολογικοποιημένο εκπαιδευτικό νεοφιλελευθερισμό, με βάση και τις γνωστές δηλώσεις του πρωθυπουργού –οι μαθητές πελάτες, μαζική χρήση κουπονιών παντού (vouchers)- αλλά αντίθετα αποτυπώνει μια εκπαιδευτική πολιτική, η οποία ευθυγραμμίζεται με τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο τεχνοκρατισμό του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Δεν υποτιμούμε καθόλου την ιδεολογική διάσταση, την προσπάθεια δηλαδή αξιακής προβολής των ευεργετημάτων της αγοράς στο πεδίο της εκπαίδευσης, απλά εκτιμάμε ότι η σημερινή εκπαιδευτική πολιτική, δεν αποτελεί κάποια νεοδεξιά πολιτική εξαίρεση. Αντίθετα, αποτυπώνει τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο τεχνοκρατισμό συνολικά των κυρίαρχων τάξεων και του κεφαλαίου, στο πεδίο του σχολείου, τον οποίον προωθούν τόσο δεξιές, όσο και σοσιαλδημοκρατικές ή “αριστερές” κυβερνήσεις, όχι απαραίτητα στο όνομα των “καλών της αγοράς”, αλλά ενός εργαλειακού ορθολογισμού που ισχυρίζεται ότι “μόνο αυτό μπορεί να αποδώσει” στην εκπαίδευση.
Ο νεοφιλελεύθερος τεχνοκρατισμός, σε παγκόσμιο επίπεδο, προωθεί παντού ως επιθυμητό ένα πολύ συγκεκριμένο μοντέλο ευέλικτου εργαζομένου, σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας, την ίδια στιγμή που επιμένει στον θετικισμό των λεγόμενων “αντικειμενικών δεδομένων”. Πρόκειται για τη νέα εκδοχή του “ανθρώπινου κεφαλαίου”, όπου ο εργαζόμενος θα πρέπει να γίνει “επιχειρηματίας” της εργατικής του δύναμης, σε μια δημόσια υποχρηματοδοτούμενη εκπαίδευση, ποικίλων εκπαιδευτικών φορέων (δημόσιων και ιδιωτικών), όπου τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και οι εκπαιδευτικοί θα αξιολογούνται στη βάση συγκεκριμένων μετρήσιμων κριτηρίων, προκειμένου να διασφαλίζεται ο προσανατολισμός προς την αγορά και την επιχειρηματικότητα.
Συμπυκνωμένα, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τα τελευταία τριάντα χρόνια, σε διεθνές επίπεδο, κινείται σε πολύ συγκεκριμένες πολιτικές τροχιές, ανεξαρτήτως του πολιτικού διαχειριστή του συστήματος: ποσοτικά δεδομένα εκπαιδευτικής απόδοσης, εμπορευματοποίηση του μορφωτικού δικαιώματος, στόχευση στην εργασιακή ευελιξία και κυρίως εμμονή στην προσωπική ευθύνη του κάθε μαθητή/σπουδαστή να “κατασκευάσει το δικό του εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προφίλ” στο πεδίο των εκπαιδευτικών αγορών και του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού περιβάλλοντος.
Εν ολίγοις, η κα Κεραμέως απλά αναπαράγει, με μεγάλη πολιτική συνέπεια είναι η αλήθεια, την εκπαιδευτική πολιτική του ΟΟΣΑ και της ΕΕ. Δεν κομίζει κάτι νέο στην εκπαιδευτική πολιτική, αναπαράγει, όπως και οι προκάτοχοί της, αφενός τη λογική του νέου καπιταλιστικού σχολείου και πανεπιστημίου της αγοράς και αφετέρου την εμμονή στη διαρκή καταρτισιμότητα και εργασιακή επισφάλεια. Κατά συνέπεια, οι “ήπιες δεξιότητες” και η “αντικειμενικά τεκμηριωμένη εκπαιδευτική πολιτική” της κας Κεραμέως, όπως παρουσιάστηκαν στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας υπουργού, θεωρητικά “αθώες” και πολιτικά ουδέτερες, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, ότι μας παρέχουν τη δυνατότητα να συζητήσουμε λίγο πιο ολοκληρωμένα για τις πολιτικές στοχεύσεις, συνολικά, του αστισμού, στην ελληνική εκπαίδευση.
Α. Ήπιες Δεξιότητες (Soft Skills)
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την κα Κεραμέως, σε συνέντευξή της σε γνωστή εφημερίδα του πολιτικού της χώρου, η μεταρρύθμιση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αφορά “ένα συνεκτικό πρόγραμμα από το δημοτικό έως το λύκειο του οποίου το ωρολόγιο πρόγραμμα εμπλουτίζεται με νέες εκπαιδευτικές θεματικές, όπως εθελοντισμός, επιχειρηματικότητα, σεβασμός στον άλλο, προφύλαξη από φυσικές καταστροφές, διατροφή και υγιεινή. Ενισχύουμε, την εκμάθηση ξένων γλωσσών και γνώσεων πληροφορικής. Καλλιέργεια των ήπιων δεξιοτήτων, όπως δημιουργικότητα, κριτική και συνθετική σκέψη και δημιουργική δουλειά, όπως και στην καλλιέργεια ψηφιακών δεξιοτήτων…2” Εκπαιδευτική θέση που είχε ήδη τονίσει, με τις ίδιες ακριβώς εκφράσεις, στις προγραμματικές θέσεις της νέας κυβέρνησης για την εκπαίδευση3. Άρα, είναι προφανής η έμφαση της νέας κυβέρνησης στις λεγόμενες ήπιες δεξιότητες και τις νέες εκπαιδευτικές θεματικές.
Η πρώτη παρατήρηση αφορά τις νέες εκπαιδευτικές θεματικές, οι οποίες κάθε άλλο παρά ταξικά ουδέτερες είναι. Ο εθελοντισμός και η επιχειρηματικότητα που θα πρέπει να ενυπάρχουν στο νέο ωρολόγιο πρόγραμμα αποτελούν σαφείς αξιακές επιλογές του νεοφιλελευθερισμού και της κυρίαρχης τάξης σε μια ιστορική περίοδο συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους και υπονόμευσης των συλλογικών κοινωνικών και μορφωτικών δικαιωμάτων. Οι νέες εκπαιδευτικές θεματικές επιβάλλουν τον ατομικισμό, τη φιλανθρωπία και τη νομιμοποίηση των κοινωνικών και μορφωτικών ανισοτήτων ως ένα φυσικό φαινόμενο, την ίδια στιγμή που επιχειρηματικοποιούν πλευρές της ελληνικής εκπαίδευσης και παρέχουν τη δυνατότητα σε ποικίλα επιχειρηματικά υποκείμενα να παρεμβαίνουν στον προσανατολισμό και το μορφωτικό περιεχόμενο του δημόσιου σχολείου.
Καθόλου τυχαία η ίδια η κα Κεραμέως ήταν πρόεδρος της ΜΚΟ “Δεσμός” με δωρητές τη DEUTCHE BANK και την εταιρεία COCA COLA, με περίφημο “εθελοντικό έργο”, ποικίλα “καινοτόμα” εκπαιδευτικά προγράμματα και σαφή δέσμευση στην επιχειρηματικότητα4. Αυτή η διάσταση ιδιωτικοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής και αδιαμεσολάβητης παρέμβασης του κεφαλαίου στο σχολείο είναι σαφής επιλογή της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης της ΝΔ συνολικά. Η υπουργός Παιδείας, ένα golden girl των εταιρειών τελικά, συνομιλεί έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, με τα ισχυρά καπιταλιστικά συμφέροντα που εκπροσωπεί πολιτικά, τα οποία επιθυμούν να έχουν λόγο και κέρδη από τη δημόσια εκπαίδευση.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά αυτές καθ’ αυτές τις ήπιες δεξιότητες. Φαινομενικά προδιαγράφουν μια σειρά εγκάρσιων δεξιοτήτων που θα πρέπει να διαπερνούν τα αναλυτικά προγράμματα στη βάση φαινομενικά “προοδευτικών” εκπαιδευτικών πρακτικών που θα χαρακτηρίζονται από τη δημιουργικότητα και την ομαδική δουλειά. Ποιος/α θα διαφωνούσε, άλλωστε, με τη δημιουργικότητα, την κριτική, συνθετική σκέψη και την ομαδική εργασία στο δημόσιο σχολείο;
Την ίδια εκπαιδευτική ιστορία, ωστόσο, μας την έχει αφηγηθεί, πριν μερικά χρόνια και η κα Διαμαντοπούλου στην πλαστή αντιπαράθεση μεταξύ του παλαιού σχολείου της αποστήθισης και της τυποποίησης και του νέου δικού της σχολείου της δημιουργικότητας και της καινοτομίας. Σε αυτές τις περιγραφές, τόσο της κας Κεραμέως, όσων και των προκατόχων της, υπογραμμίζονται με έμφαση οι έννοιες της δημιουργικότητας, ομαδικής εργασίας και καινοτομίας και κάπως πιο χαμηλώφωνα ότι όλα αυτά πρέπει να υλοποιηθούν στο όνομα της εργασιακής ευελιξίας και πολυλειτουργικότητας των εργαζομένων, της παγκόσμιας οικονομικής ανταγωνιστικότητας και της ευρωενωσιακής ιδεολογικής ηγεμονίας.
Η ιστορία επομένως είναι λίγο πιο σύνθετη και πολιτικά και παιδαγωγικά καθόλου αθώα. Όπως έχει δείξει ο Γ. Γρόλλιος5 ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η ΕΕ και η Κομισιόν υιοθετούσαν πλευρές του παιδαγωγικού προοδευτισμού, με στόχο την ανάπτυξη συγκεκριμένων δεξιοτήτων (ήπιων σήμερα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, για να διαχωριστούν από τις “σκληρές” των 3R -ανάγνωση, γραφή, αριθμητική) που θα συνέβαλαν στη διαρκή εργασιακή κινητικότητα και κυρίως στην ανάγκη αποδοχής, προσαρμογής και αυτοπειθάρχησης των εργατικών στρωμάτων στο ασταθές εργασιακό περιβάλλον της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ του Μάαστριχ. Αντίστοιχα ο Basil Bernstein θεωρούσε τις παραπάνω προτάσεις και τα σύστοιχα παιδαγωγικά μοντέλα που τις συνοδεύουν ότι συνδέονται άμεσα με αγοραίους στόχους και καθιερώνουν την έννοια της καταρτισιμότητας (trainability) ως κύριο παιδαγωγικό στόχο του σχολείου. Η έμφαση δίνεται στην απόκτηση γενικών ικανοτήτων, δεξιοτήτων που θεωρείται ότι θα διασφαλίσουν τον διαρκή παιδαγωγικό επανασχηματισμό του υποκειμένου, προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στην αστάθεια της αγοράς και της τεχνολογικής αλλαγής6.
Στις μέρες μας, ο ΟΟΣΑ, μετά την μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 2008, επανέρχεται στο ίδιο θέμα, θεωρώντας ότι το ζήτημα των δεξιοτήτων πρέπει να αποτελέσει κεντρικό ζήτημα τόσο για την οικονομική, όσο και την εκπαιδευτική πολιτική όλων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών στο πλαίσιο ευρύτερων πολιτικών που θα πρέπει να έχουν αποκλειστική στόχευση την οικονομική ανταγωνιστικότητα του διεθνοποιημένου κεφαλαίου και την ικανότητα κάθε κοινωνικού σχηματισμού να προσελκύσει επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα το 2018, με βάση την αξιολόγηση των δεξιοτήτων των ενηλίκων (PIAAC), αλλά και των μαθητών (PISA) ο ΟΟΣΑ εκδίδει την έκθεση “Το μέλλον της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση το 2030” ( Τhe Future of education and skills. Education 2030), και την ίδια στιγμή δημιουργεί ξεχωριστή ιστοσελίδα για τις δεξιότητες.
Οι ήπιες δεξιότητες της κας Κεραμέως, με την ίδια ακριβώς έκφραση (εκτιμάμε ότι δεν είναι τυχαία η σύμπτωση), παίζουν καθοριστικό ρόλο και στις πρόσφατες εκπαιδευτικές προτάσεις του ΟΟΣΑ7. Σχετίζονται με μια συγκεκριμένη ανάγνωση της οικονομικής συγκυρίας όπου καθοριστικό ρόλο παίζουν οι “παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες παραγωγής αξίας” –δηλαδή οι πολυεθνικές επιχειρήσεις– σε συνθήκες διαρκούς οικονομικής ανασφάλειας και συνεχούς μετάβασης των υποκειμένων μεταξύ ανεργίας, απασχόλησης και ημιαπασχόλησης. Οι περιγραφές του ΟΟΣΑ για την οικονομική πραγματικότητα κάθε άλλο παρά θετικές είναι καθώς αναγνωρίζονται η οικονομική αβεβαιότητα και ανασφάλεια τόσο για τις επιμέρους κοινωνίες, όσο και για τα άτομα.
Με βάση αυτή την ανάγνωση της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ δεν αρκεί τα εκπαιδευτικά συστήματα να επικεντρώνονται στον γνωστικό τομέα και τις βασικές δεξιότητες των 3R, αλλά πρέπει να προσανατολίζονται στις ίδιες τις ατομικές ιδιότητες και συμπεριφορές των υποκειμένων και ειδικότερα στην ανάγκη να είναι ευέλικτοι και κυρίως να αναπροσανατολίζονται και να ανασχεδιάζουν ατομικά τον βίο τους μετά από κάθε “άτυχη στιγμή” της παγκόσμιας οικονομίας. Σε αυτό ακριβώς στοχεύουν οι soft skills, στην προσαρμογή δηλαδή του κάθε ατόμου σε έναν κόσμο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, διεθνοποιημένων αγορών εργασίας, αβεβαιότητας αλλά και ταυτόχρονα προσπάθειας ματαίωσης κάθε συλλογικού οράματος και σχεδίου.
Η κα Κεραμέως συμπερασματικά επομένως απλά αντιγράφει τον ΟΟΣΑ. Η άμεση μεταγραφή των soft skills του ΟΟΣΑ σε ήπιες δεξιότητες στα ελληνικά και η μετατροπή τους σε επίσημη κυβερνητική δέσμευση στο ελληνικό κοινοβούλιο είναι μια διάσταση που κατά τη γνώμη μας αναδεικνύει τον τρόπο υιοθέτησης της εκπαιδευτικής πολιτικής των αντιδραστικών ιμπεριαλιστικών υπερεθνικών οργανισμών από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Είναι δεσμευμένοι να παπαγαλίζουν ό,τι τους πετάει ως εκπαιδευτική καινοτομία και πρόταση ο κύριος Andreas Schleicher, ο περιβόητος διευθυντής του ΟΟΣΑ. Προφανώς και είναι αναντίστοιχοι με τις ανάγκες και τα δικαιώματα της δημόσιας εκπαίδευσης και της νέας γενιάς, αλλά σε αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω.
Β. Δεδομένα, αντικειμενικότητα.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ο Μπάμπης Νούτσος με ενάργεια τόνιζε στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής τη γενική τάση του καπιταλιστικού κράτους να νομιμοποιήσει την αστική εξουσία στη βάση μιας πολύ συγκεκριμένης τεχνοκρατικής πολιτικής, απελευθερωμένης από κοινωνικές δεσμεύσεις και τον κλασικό φιλελευθερισμό της νομικο-πολιτικής ιδεολογίας των ίσων ευκαιριών και της γενικής ανθρωπιστικής παιδείας. Σε αντίθεση με το παρελθόν, η σύγχρονη τεχνοκρατική εκπαιδευτική πολιτική βασίζεται στον επιστημονισμό και τον νεοθετικισμό των λεγόμενων αντικειμενικών δεδομένων, η οποία “επιχειρεί τελικά να θεμελιώσει και να δικαιώσει την κυριαρχία της αγοραίας λογικής και τα συνακόλουθα κριτήρια της στο περιεχόμενο και την κοινωνική λειτουργία του σχολείου. Το οπλοστάσιο αυτής της ιδεολογίας τροφοδοτείται αδιάλειπτα με τις έννοιες της μέτρησης, της ποιότητας, του ανταγωνισμού, της πιστοποίησης, της αμοιβής, δηλαδή της εκτίμησης–αξιολόγησης”8.
Η παραπάνω επισήμανση έχει την αξία της για να εκτιμήσουμε τόσο την τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα, όσο και την πολιτική που προωθούν οι υπερεθνικοί οργανισμοί στο πεδίο του σχολείου. Ειδικότερα, σύμφωνα με την κα Κεραμέως κρίσιμη είναι η “υιοθέτηση πολιτικών βάσει τεκμηρίωσης. Για να βελτιώσουμε τις εκπαιδευτικές διαδικασίες, θα πρέπει να μπορούμε να τις μετρήσουμε και να τις αποτιμήσουμε. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στα οικονομικά της εκπαίδευσης, στη μελέτη δηλαδή όλων των οικονομικών πτυχών της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με έμφαση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ώστε να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία για να σχεδιάζουμε και να υλοποιούμε αποτελεσματικότερα”.9
Δεν θα επικεντρωθούμε στα οικονομικά της εκπαίδευσης. Είναι προφανές ότι η κα Κεραμέως θέλει να υπερασπιστεί συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους και αναπαράγει την άποψη, η οποία είναι και άποψη του ΟΟΣΑ και του ΙΟΒΕ, ότι ένα μεγάλο μέρος των ελλείψεων σε εκπαιδευτικό προσωπικό οφείλεται σε στρεβλώσεις του γραφειοκρατικού ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και όχι στη λιτότητα και στη διαιώνιση της ελαστικής απασχόλησης. Αντίθετα θα επικεντρωθούμε στη θέση της για τη χάραξη πολιτικών στη βάση τεκμηρίωσης και στην ανάγκη μέτρησης και ποσοτικοποίησης.
Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι ήδη από την πρώτη έκθεση του ΟΟΣΑ την τελευταία δεκαετία, την έκθεση του 2011, διάσταση που θα επαναληφθεί και στις δύο επόμενες (2017-8), αλλά και στις εκθέσεις της Κομισιόν, είναι η θέση ότι δεν έχουμε δεδομένα (data) για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για να μπορούμε να συζητήσουμε σοβαρά και τεκμηριωμένα. Δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για την απόδοση των μαθητών, των σχολείων και των εκπαιδευτικών, η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μετριέται και δεν αποτιμάται. Πίσω από αυτή την “ουδέτερη” εκπαιδευτική τοποθέτηση, κρυβόταν βέβαια πάντα η ανάγκη αξιολόγησης των σχολείων και των εκπαιδευτικών και κυρίως η ανάγκη σύνδεσης της απόδοσης των μαθητών σε τυποποιημένες εξετάσεις με τη χρηματοδότηση των σχολείων και την αποτίμηση του παιδαγωγικού έργου των εκπαιδευτικών, κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπως έχουμε τονίσει και αλλού10 ο αποφασιστικός ρόλος των υπερεθνικών οργανισμών στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στην οικοδόμηση ενός διεθνούς εκπαιδευτικού πεδίου, το οποίο συγκροτείται στη βάση μετρήσιμων ποσοτικών δεδομένων καθώς και προβολής και γενίκευσης συγκεκριμένων εκπαιδευτικών προτύπων, ανεξάρτητα από το διαφοροποιημένο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο των διαφορετικών εκπαιδευτικών συστημάτων.
Η Jenny Ozga θεωρεί ότι οι παραπάνω εξελίξεις οριοθετούν μια στροφή μπρος τη διακυβέρνηση των εκπαιδευτικών συστημάτων μέσω δεδομένων (governing by data), όπου η διάχυση ποσοτικών δεδομένων, η διαρκής συγκρισιμότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων και ο ανταγωνισμός τους με σκοπό τη μεγιστοποίηση των εκπαιδευτικών τους αποτελεσμάτων αποτελούν τις κεντρικές όψεις της νέας μορφής ελέγχου, διοίκησης, αλλά και μεταρρύθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο11. Η «διακυβέρνηση μέσω δεδομένων» προκύπτει άμεσα από την ανάγκη σύνδεσης του δημόσιου σχολείου με τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Αποτελεί εν μέρει την πολιτική-διοικητική διάσταση της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου και της σύστοιχης ανάγκης ανάπτυξης ανταγωνιστικών «οικονομιών της γνώσης», διάσταση που διέπει τον προβληματισμό όλων των υπερεθνικών οργανισμών.
Πίσω, επομένως, από τον νεοθετικισμό των “τεκμηριωμένων” εκπαιδευτικών πολιτικών και της σωστής διαχείρισης των οικονομικών της εκπαίδευσης κρύβεται η ανάγκη επιβολής αξιολογικών πρακτικών, ταξικής διαφοροποίησης των σχολικών μονάδων και σύνδεσής τους με τις ανάγκες της αγοράς. Η τελευταία διάσταση, όπως ήδη τονίσαμε, υποδηλώνεται και από την εμμονή στις λεγόμενες ήπιες δεξιότητες. Μόνο στη βάση των παραπάνω μπορεί να προχωρήσει και το ευρύτερο ιδεολογικό όραμα της αγοράς, δηλαδή οι αυτόνομες επιχειρηματικές σχολικές μονάδες, η απελευθέρωση των σχολικών μονάδων από τον “εναγκαλισμό τους με το κράτος”, οι διευθυντές μάνατζερς και η ανταγωνιστική χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων, ανεξάρτητα από το θεσμικό τους καθεστώς (δημόσιο ή ιδιωτικό).
Η κα Κεραμέως αυτές τις διαστάσεις υπογραμμίζει με την υιοθέτηση “πολιτικών βάσει τεκμηρίωσης”. Αναπαράγει και εδώ πιστά τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η ίδια άλλωστε ήταν απολύτως αποκαλυπτική στο πεδίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης “Η κρατική χρηματοδότηση προς τα ανώτατα ιδρύματα θα εξαρτάται από αντικειμενικά κριτήρια όπως το κόστος σπουδών ανά φοιτητή, η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, μέγεθος και γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος αλλά θα συνδέεται, σε κάποιο βαθμό, και με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης”12. Πολύ απλά τονίζεται από την κα Κεραμέως ότι αυτό που αποδίδει –στο πεδίο της αγοράς λέμε εμείς- θα χρηματοδοτείται, τα υπόλοιπα αφορούν τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης των ιδρυμάτων και δημιουργίας πόρων από πελάτες εκπαιδευτικών προϊόντων σε μια ιδιωτικοποιημένη εκπαίδευση. Αυτή είναι γενικά η εκπαιδευτική αρχή των “δεδομένων” και των λεγόμενων “αντικειμενικών αξιολογήσεων”.
Αντί επιλόγου
Οι μορφωτικές ανάγκες της νέας γενιάς δεν μπορούν να εγκλωβιστούν μέσα στα ασφυκτικά και εκμεταλλευτικά όρια των επενδύσεων, της εργατικής κινητικότητας και των αγορών. Θα αντιπαλέψουμε το πρόγραμμα της κας Κεραμέως και του πνευματικού της πατρώνα κ. Schleicher, όπως κάναμε και με την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στο σημερινό εκπαιδευτικό τοπίο.
Θα συμφωνήσουμε με τον ΟΟΣΑ ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει αλλάξει, επισημαίνοντας ωστόσο τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του και την απόλυτη αντιδραστικότητά του στη σημερινή εποχή. Το αίτημα για ολόπλευρη μόρφωση και όχι απλά δεξιότητες, ήπιες ή σκληρές, αφορά πλέον το σύνολο της νέας γενιάς, ανταποκρίνεται, πράγματι, στα “αντικειμενικά δεδομένα” της νέας εποχής. Αποτελεί αναμφισβήτητο data για να επικοινωνήσουμε και με τη γλώσσα των υπερεθνικών οργανισμών. Άρα η απάντηση δεν μπορεί να είναι η αγορά και η ανισότητα, αλλά η δίχρονη δημόσια προσχολική αγωγή και το δωδεκάχρονο ενιαίο σχολείο της ολόπλευρης μόρφωσης και της κριτικής συνειδητοποίησης στην κατεύθυνση της εργατικής χειραφέτησης, της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Βιβλιογραφία
Bernstein B. (1996), Pedagogy, symbolic control and identity. Theory, research, critique. (Bristol:Taylor & Francis).
Γρόλλιος Γ. (1999), Ιδεολογία, Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πολιτική. (Αθήνα : εκδ. Guteberg).
Καλημερίδης Γ. (2017), “ Εκπαίδευση και υπερεθνικοί οργανισμοί: η σχέση εθνικής και υπερεθνικής πολιτικής στο πεδίο του σχολείου” . Περιοδικό Σελιδοδείκτης τευχ.2 .
Νικολόπουλος A. ( 2019) “Το πρόγραμμμα της Ν.Δ για την παιδεία και η σχετική δημόσια αντιπαράθεση” . Ανάκτηση από https://selidodeiktis.edu.gr/2019/01/19/%cf%84%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%8c%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bd%ce%b4-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%ce%b1%ce%b9%ce%b4%ce%b5%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9/
Νούτσος Μ. (χ.χ ), “Η ιδεολογία της αξιολόγησης στην εκπαίδευση” Ανάκτηση από τη σελίδα http://edu.pep.uoi.gr/cnoutsos/
ΟECD (2018), Τhe Future of education and skills. Education 2030. (Paris: OECD ).
Ozga J. (2009), “Governing education through data in England: from regulation to self-evaluation”. Journal of Education policy vol. 24 no2.
Πατέλλη Β. (2019), “Δεσμός Παιδείας και Κεραμέως βεβαίως – βεβαίως” Ανάκτηση από
Προγραμματικές Δηλώσεις: Το σχέδιο της κυβέρνησης για της τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης Ανάκτηση από την ιστοσελίδα esos:
Πρώτο Θέμα , συνέντευξη Νίκη Κεραμέως 28 / 7 / 2019 .
1Αποστόλης Νικολόπουλος 2019
2Πρώτο Θέμα 28/ 7/ 2019 . Υπογράμμιση δική μας.
3Ανάκτηση από ιστοσελίδα esos : https://www.esos.gr/arthra/63538/programmatikes-diloseis-shedio-tis-kyvernisis-gia-tis-treis-vathmides-tis-ekpaideysis
4Βλέπε Πατέλλη Β. 2019.
5Γρόλλλιος Γ. 1999 .
6Bernstein 1996 .
7http://www.oecd.org/officialdocuments/publicdisplaydocumentpdf/?cote=EDU/WKP(2018)2&docLanguage=En
8Νούτσος Μ( χ.χ ) .
9Aνάκτηση από ιστοσελίδα esos: https://www.esos.gr/arthra/63538/programmatikes-diloseis-shedio-tis-kyvernisis-gia-tis-treis-vathmides-tis-ekpaideysis.
Οι υπογραμμίσεις δικές μας .
10Καλημερίδης Γ . 2017 .
11Οzga 2009 .
12Η έμφαση δική μας, στο ίδιο ιστοσελίδα esos.
του Γιώργου Καλημερίδη
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο 8ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου