Συνέντευξη στην
Κατερίνα Δήμα.
Ο Attzaz είναι 26 χρονών. Ξεκίνησε από μία επαρχία κοντά
στο Ισλαμαμπάτ του Πακιστάν το 2009 κι από τότε ζει στην Ελλάδα. Αίτηση ασύλου
έχει κάνει από το 2011 και περιμένει. Πετυχαίνουμε ο ένας τον άλλο συχνά σε
διάφορες δράσεις, αφού όπως λέει ο ίδιος, σε άπταιστα ελληνικά «όλα τα θέματα
έχουν στη βάση τους κοινωνικό χαρακτήρα, ακόμα και το μεταναστευτικό, γι’ αυτό
είμαι πάντα μέσα στους κοινωνικούς αγώνες».
Έτσι βρέθηκε και στην Ειδομένη. Ταξίδεψε ως εκεί και πίσω μόνος
του, με δικά του έξοδα, χωρίς να είναι κομμάτι κάποιας ΜΚΟ ή έμμισθης
αποστολής, απλά για να βοηθήσει ένα φίλο του, αλλά και όποιον άλλον μπορούσε
για τις λίγες μέρες που έμεινε εκεί.
«Φτάσαμε Σάββατο βράδυ» μου λέει ξεκινώντας την αφήγηση.
«Πλησιάζοντας είδαμε τα λεωφορεία να σχηματίζουν ουρά. Έρχονται από Αθήνα,
Καβάλα, και λίγα από Θεσσαλονίκη. Είναι συγκεκριμένα τα δρομολόγια που
μεταφέρουν πρόσφυγες. Περιμέναμε για πολύ ώρα στην ουρά κι εμείς μέχρι να
προσεγγίσουμε το σημείο που βρίσκονται οι σκηνές. Όταν τελικά φτάσαμε, ο οδηγός είπε στον κόσμο να κατέβει.
Αλλά εκείνη την ώρα ήρθε μία γυναίκα από τον καταυλισμό και του ζήτησε να
κρατήσει τον κόσμο μέσα γιατί στις σκηνές δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτούς. Ήταν 4
τα ξημερώματα πια. Εκείνος απάντησε ότι το λεωφορείο δεν είναι ξενοδοχείο, κι
ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω. Οπότε κατέβηκαν όλοι. Οι οικογένειες με τα
μικρά παιδιά αναγκαστικά έμειναν έξω στο κρύο. Έτσι κι αλλιώς, οι σκηνές παρ’ όλο που
είναι πολλές δε φτάνουν. Κάμποσοι αναγκάζονται να κοιμηθούν έξω στο χώμα.
Ανάβουν φωτιές και ξαπλώνουν γύρω για να ζεσταθούν.»
Καθώς ανοίγω το λάπτοπ στο καφενείο όπου έχουμε καθίσει για να
μιλήσουμε, βλέπω τις ερωτήσεις που έχω έρθει προετοιμασμένη να του κάνω, αλλά
για την ώρα τις αφήνω στην άκρη. Ο χειμαρρώδης λόγος του σίγουρα θα
καλύψει τις περισσότερες. Συνεχίζει με μία περιγραφή της περιοχής για να με
βοηθήσει να αποκτήσω εικόνα.
«Κατά μήκος της συνοριακής γραμμής είναι οι κλούβες, δηλαδή τα
ελληνικά αγροτικά αστυνομικά παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο» λέει.
«Απ’ τη μια μεριά είναι οι μεγάλες σκηνές, κι από την άλλη το
πρόχειρο συνοριακό πέρασμα που έχει στηθεί. Κι ανάμεσά τους βρίσκεται ένα
ποτάμι. Έτσι για να επιστρέψουν από το συνοριακό πέρασμα στις σκηνές
αναγκάζονται να κάνουν ένα μεγάλο κύκλο περνώντας από τις ράγες του τρένου, από
ένα σημείο που σχηματίζεται κάτι σαν γεφυράκι στις ράγες.»
Εκεί του λέω: «ξέρεις στην Αθήνα γράφτηκαν
δημοσιεύματα ότι “οι πρόσφυγες εμποδίζουν τα τρένα να περάσουν”, αλλά όπως τα
περιγράφεις φαίνεται πως είναι αναγκασμένοι να κάνουν αυτή τη διαδρομή». Γνέφει καταφατικά: «μα ναι, έτσι όπως στήθηκαν οι μεγάλες σκηνές από τις ΜΚΟ
σε σχέση με το συνοριακό πέρασμα, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Αλλιώς για να
επιστρέψουν στις σκηνές θα έπρεπε να μπαίνουν μέσα στο ποτάμι».
«Με την περίθαλψη τι γίνεται;» ρωτάω. «Υπάρχει ένα υποτυπώδες
νοσοκομειακό κατάλυμα, αλλά δεν φτάνει φυσικά. Ασθενοφόρο δεν υπάρχει, και 2
φορές που λιμποθύμησε κάποιος μπροστά μου, τον πήραν στην άλλη μεριά των
συνόρων στην ΠΓΔΜ. Η κοντινότερη πόλη που έχει ασθενοφόρο από την ελληνική
πλευρά απέχει 30 χιλιόμετρα. Στη διάρκεια της μέρας υπάρχουν λίγοι γιατροί,
αλλά κι αυτοί τι να πρωτοκάνουν; Το βράδυ δεν υπάρχει σχεδόν κανείς. Ξημερώματα Δευτέρας, που ήμουν κι εγώ εκεί, περίπου 3 η ώρα
το πρωί ένας Μαροκινός έβγαλε ένα ψαλίδι και άρχισε να ουρλιάζει ότι θα
αυτοκτονήσει. Δεν άντεξε, λύγισε. Τον πρόλαβαν τελευταία στιγμή. Τον έστειλαν
στο Ψυχιατρείο κάποιας ελληνικής πόλης στο Βορά.
Υπάρχουν 3000 άνθρωποι περίπου αυτή τη στιγμή και μαζεύονται κι
άλλοι. Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά. Πρέπει να’χεις μεγάλη ψυχική δύναμη
για να αντέξεις αυτά που συμβαίνουν κάθε τρεις και λίγο. Ο ένας λιποθυμάει, η
άλλη κλαίει γιατί έχει χάσει τα παιδιά της, τα μικρά βάζουν τα κλάματα
τρομάζοντας απ’ τους αστυνομικούς που φωνάζουν βρίζοντας στα ελληνικά… Κι όταν
γίνεται κάτι στη διάρκεια της νύχτας που να χρειάζεται γιατρό ή νοσοκομείο, τα
πράγματα είναι δύσκολα.»
Τον ρωτάω για τις συνθήκες σίτισης, για τα είδη πρώτης ανάγκης,
για την παρουσία των ΜΚΟ. Έχει μιλήσει με όλους και για όλα και έχει μία
εικόνα για τα περισσότερα απ’ όσα συμβαίνουν εκεί: «Η σίτιση γίνεται από ΜΚΟ
που έρχονται, μοιράζουν το φαγητό και φεύγουν. Το βράδυ ούτε απ’ αυτούς υπάρχει
κανείς σχεδόν. Αυτοί που έρχονται από τις ΜΚΟ πάντως φέρονται σαν να κάνουν
μεροκάματο και όχι σαν εθελοντές. Δεν μπορώ να ξέρω, αν είναι εθελοντές ή υπάλληλοι
αλλά έτσι μου φάνηκαν. Έρχονται με στολές και έχουν πολύ ψυχρή
συμπεριφορά, μερικές φορές και πολύ απότομη στα συσσίτια. Και η παρουσία τους
περιορίζεται σ’ αυτό. Δεν τους βλέπεις πουθενά αλλού όλη μέρα. Η ουρά του
φαγητού φτάνει τα 300 μέτρα, με τουλάχιστον 250 άτομα να περιμένουν ανά πάσα
στιγμή.Τα είδη πρώτης ανάγκης είναι ανύπαρκτα. Μόνο 2-3
κοντέηνερς γιατρών υπάρχουν με ό,τι μπορούν να αυτά να έχουν μέσα. Και υπάρχουν
και κάποιες καντίνες.»
«Και τι πουλάνε οι καντίνες;» ρωτάω. «Νερά, πατάτες, ψωμί,
μπισκότα…» μου λέει «Χαρτιά υγείας και τέτοια είδη;» ρωτάω. «Ούτε καν
τσιγάρα» μου λέει. «Και βέβαια ούτε χαρτιά υγείας. Για τέτοια πράματα πρεπει να
πάνε στο χωριό περίπου στα 700 μέτρα απόσταση. Η κατάσταση είναι πραγματικά
δύσκολη» συνεχίζει. «Υπάρχουν αρκετά μικρά παιδιά και μωρά.
Και κάθονται όλη μέρα μέσα στο κρύο και στα σκουπίδια. Παρ’ όλο που έρχονται
κάποιοι από το Δήμο και μαζεύουν, δεν επαρκεί, και οι άνθρωποι ζούνε μέσα στα
σκουπίδια. Οι
τουαλέτες είναι περίπου 50-60 αλλά είναι τόσο χάλια που κανείς δεν θέλει να τις
χρησιμοποιήσει.»
«Τι θα γίνει σε περίπτωση βροχής;» ρωτάω ξέροντας ότι έχει
ανακοινωθεί πιθανότητα βροχών τις επόμενες μέρες. «Οι σκηνές αυτές δεν
πρόκειται να κρατήσουν το νερό απέξω» λέει με βεβαιότητα.
Τον ρωτάω για την παρουσία και το ρόλο του κράτους. «Η μόνη εμφανής παρουσία του κράτους είναι η καταστολή» απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Οι αστυνομικοί και οι ασφαλίτες που γυρίζουν όλη μέρα γύρω-γύρω και ανάμεσα
στους πρόσφυγες. Η κατάσταση έχει δυσκολέψει πολύ πλέον και αυτό ξεκίνησε από
την Πέμπτη που άρχισε η απαγόρευση με το διαχωρισμό ανάμεσα σε πρόσφυγες και
μετανάστες. Όποιοι έχουν χαρτιά ότι είναι από Συρία, Αφγανιστάν και Ιράκ
μπορούν να περάσουν τα σύνορα ως πρόσφυγες. Οι άλλοι όχι. Οι υπόλοιποι
θεωρούνται οικονομικοί μετανάστες. Και έτσι τελικά στους περισσότερους δεν
επιτρέπεται να περάσουν. Και υπάρχουν πολλοί Ιρανοί, Πακιστανοί,
Μπαγκλαντεσιανοί, Μαροκινοί, Αλγερινοί, Αιγύπτιοι, που μετά την απαγόρευση
ακόμα και να ήθελαν να φύγουν από την Ειδομένη δεν έχουν πουθενά να
επιστρέψουν.»
«Ποιες είναι οι πιο δύσκολες στιγμές της μέρας;» ρωτάω. «Οι χειρότερες στιγμές είναι όταν προσπαθούν να περάσουν τα
σύνορα. Γίνεται πανικός. Πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο κι εκεί χάνονται και
οικογένειες μεταξύ τους. Μια γυναίκα από τη Συρία έδειχνε το διαβατήριό της
στους αστυνομικούς, επέμενε να την αφήσουν να περάσει, ένας την έσπρωξε
λέγοντας “άντε γαμήσου” κι έπεσε κάτω μαζί με το παιδί. Αν είχα προλάβει να επέμβω θα το έκανα
αλλά ήμουν πολύ πίσω εκείνη τη στιγμή. Η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι νέοι
αλλά υπάρχουν κι αρκετές οικογένειες με παιδιά, οι περισσότερες είναι προσφύγων
από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Και ηλικωμένοι υπάρχουν ως επί το
πλείστον από τη Συρία. Κάποιοι φτάνουν να κάνουν κινήσεις απελπισίας. Τρεις
Πακιστανοί προσπάθησαν να περάσουν τα σύνορα 300 μετρα μακριά απ’ το νόμιμο
πέρασμα. Από την άλλη μεριά τους πρόταξαν τα όπλα φωνάζοντας “την άλλη φορά θα
σας σκοτώσουμε”. Οι άνθρωποι όμως εδώ έχουν φτάσει σε
τέτοια απόγνωση που ούτε οι απειλές τους σταματάνε πλέον πολλές φορές. Κάποιοι
ψάχνουν να βρουν λαθρέμπορους για να τους περάσουν σε άλλες χώρες με περίπου
1000 ευρώ.
Πολλοί όμως δεν έχουν λεφτά, κι απλά ελπίζουν. Λενε κάτι θα
γίνει… και είναι αποφασισμένοι να μείνουν όσο χρειαστεί για να περάσουν τα
σύνορα. Η συμπεριφορά πάντως των αστυνομικών της ΠΓΔΜ είναι πολύ βίαιη. Κρατάνε
όπλα και δείχνουν αποφασισμένοι να μην τους αφήσουν να περάσουν. Απ’
την άλλη μεριά των συνόρων δηλαδή είναι αστυνομία με βαρύ οπλισμό, έτοιμοι
για συγκρούσεις και τριγυρνάνε γύρω-γύρω τσεκάροντας συνέχεια τις περιοχές
κοντά στα σημεία ελέγχου. Αυτό
βέβαια είναι λογικό γιατί τους αστυνομικούς από την ελληνική πλευρά δεν τους
νοιάζει αν θα φύγουν οι πρόσφυγες απ’ την Ελλάδα, το αντίθετο μάλιστα, οι άλλοι
είναι που έχουν τις εντολές να μην τους αφήσουν να μπουν.»
Μου δείχνει πάλι κάποιες φωτογραφίες και μου εξηγεί ότι τα
επίμαχα σημεία είναι πάντα κοντά στο πέρασμα που όλοι συνωστίζονται μέρα νύχτα
γύρω τους με την ελπίδα να τους αφήσουν να περάσουν.
Συνεχίζει: «Όταν τα σημεία ελέγχου δείχνουν κάποια κινητικότητα
και αφήνουν λίγους να περάσουν, τότε ποδοπατιούνται όλοι. Αυτό γίνεται κάθε
κάθε τρεις και λίγο, με τα μωρά να κλαίνε και τις γυναίκες να κάθονται
απελπισμένες και αποκαμωμένες μην ξέροντας τι να κάνουν και να κλαίνε κι αυτές
με τα παιδιά στην αγκαλιά. Έναν
Μαροκινό που κατάφερε να ξεφύγει από δώ, τελικά τον πυροβόλησαν και τον
σκότωσαν στα σύνορα της Σερβίας γιατί δεν σταματούσε να τρέχει. Αυτό το είπε μπροστά μου ένας Έλληνας
αστυνομικός σ’ αυτούς που έχουν την καντίνα. Αυτοί που έχουν τις καντίνες εδώ
τουλάχιστον είναι καλά παιδιά, έχουν βάλει και πρίζες για φόρτιση κινητών
δωρεάν, δε χρεώνουν 2 και 5 ευρώ όπως αλλού.»
Ανάμεσα στις φωτογραφίες υπάρχει και μια ομάδα αντρών γυμνών από
τη μέση και πάνω.«Να,
αυτοί είναι που έραψαν τα στόματά τους» μου λέει. «Την Κυριακή ξεκίνησαν και
έβγαλαν τις μπλούζες τους» συνεχίζει
«και είχαν πάει μπροστά στα ΜΑΤ της ΠΓΔΜ και φώναζαν “ανοίξτε τα σύνορα”. Είχαν
βάψει το σώμα τους με συνθήματα που έλεγαν “είμαστε άνθρωποι”.
Οι Μπαγκλαντεσιανοί είχαν γράψει και μικρά πανό. ‘Ωσπου σήμερα
ξεκίνησαν οι Ιρανοί ράβοντας τα στόματά τους. Μίλησα κι εγώ μαζί τους, ούτε καν
σκέφτονται την περίπτωση να γυρίσουν πίσω. Θέλουν να περάσουν τα σύνορα. Πολλοί
έχουν πληρώσει τα τελευταία τους λεφτά για να φτάσουν ως εκεί. Ακόμα κι οι
ίδιοι οι αστυνομικοί εδώ λένε στους Πακιστανούς “εσείς δεν πρόκειται να
περάσετε, γυρίστε στην Αθήνα”. Αλλά αυτοί δεν φεύγουν. Κάποιοι
έφτιαξαν μέχρι και πλαστά χαρτιά που λένε ότι είναι Σύροι ή Αφγανοί. Κατάφεραν
έτσι και πέρασαν τα σημεία ελέγχου, αλλά μετά στις χώρες του Βορά βρέθηκαν
διερμηνείς απ’ αυτές τις χώρες που κατάλαβαν ότι ήταν ψέματα και τους γύρισαν
πίσω στην Ελλάδα. Οι
άνθρωποι όμως είναι ανένδοτοι. Δεν θέλουν με τίποτα να γυρίσουν στην Αθήνα.»
«Και αυτό το συνοριακό πέρασμα εδώ είναι ο μόνος τρόπος στην
περιοχή;» ρωτάω. «Κάποιοι προσπάθησαν να περάσουν και από τη Βουλγαρία, που
είναι κοντά» μου απαντάει. «Στα σύνορα με τη Βουλγαρία όμως δεν υπάρχει
πέρασμα. Τα πράγματα εκεί είναι άγρια. Οι Βούλγαροι τους σαπίζουν στο ξύλο για
να τους αποθαρρύνουν. Ο άλλος είχε μείνει με το πόδι μες στο χιόνι και δεν
μπορούσε να κουνηθεί. Παρ’ όλα αυτά πέσανε επάνω του και τον χτύπαγαν με λύσσα.
Αμολάνε τα σκυλιά κι αν συνεχίζεις να τρέχεις τα σκυλιά σε ξεσκίζουνε. Αν
κάτσεις στο έδαφος ακίνητος μόνο τότε τη γλυτώνεις. Έναν Αφγανό
τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν πριν λίγες βδομάδες την ώρα που προσπαθούσε να
περάσει τα σύνορα της Βουλγαρίας. Η κατάσταση εδώ πάντως είναι πραγματικά
καζάνι που βράζει…»
Κάπου εδώ η κουβέντα μας φτάνει στο τέλος της. Καθώς αποχαιρετώ
τον Ατεζάζ, σκέφτομαι κάτι που μου συνέβη πριν πολλά χρόνια, στα τέλη της
δεκαετίας του 80 που δεν το ξέχασα ποτέ. Τότε ακόμα η έννοια «άστεγος» στην
Ελλάδα ήταν από τη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Εγώ που εκείνη την εποχή
βρισκόμουν στην Καλιφόρνια μια μέρα είχα πάει κι είχα καθίσει πλάι σε έναν
άστεγο, που εκεί ήταν από τότε πολλοί. Είχα περάσει αρκετή ώρα μαζί του,
και μου είχε πει πολλά. Στο τέλος τον είχα ρωτήσει «τι σε πονάει πιο πολύ απ’
όλα όσα σου συμβαίνουν στο δρόμο;» Κι είχα συμπληρώσει μόνη μου: «Μα τι ρωτάω
κι εγώ… ο εξευτελισμός, οι βρισιές, τι άλλο;…» «Όχι» μου είχε απαντήσει, και
μάλιστα ορθά-κοφτά, κι είχα απορήσει. «Αλλά τότε τι;» είχα ρωτήσει με πραγματικό
ενδιαφέρον γιατί δεν μπορούσα να σκεφτώ τι άλλο μπορούσε να είναι. «Η
αδιαφορία» μου είχε πει. «Καλύτερα να με κλωτσάνε και να με βρίζουν, παρά να
περνάνε από μπροστά μου σαν να μην υπάρχω, σαν να μη με βλέπουν, σαν να μην
είμαι εδώ. Έρχονται στιγμές που κουνάω μόνος μου το χέρι μου μπροστά στο
πρόσωπό μου για να βεβαιωθώ ότι υπάρχω!» Δεν ξέχασα ποτέ αυτά τα λόγια μετά από
την αρχική έκπληξη που μου είχαν προκαλέσει.
Και μέσα στα χρόνια είδα την αλήθεια τους να επαναλαμβάνεται
γύρω μου ξανά και ξανά, το ίδιο επώδυνη κάθε φορά, φτάνοντας μέχρι σήμερα στην
Ειδομένη, κι από κει μέχρι κάθε «ουδέτερη» δυτική ζώνη, όπου άνθρωποι
ακινητοποιημένοι, εγκλωβισμένοι σ’ έναν ακίνητο χωρόχρονο, δεν μπορούν να πάνε
ούτε μπρος ούτε πίσω, κάτω απ’ τα μάτια μιας κοινωνίας, που κοιτάζει αλλού.
Μια κοινωνία που κοιτάζει πάντα αλλού, τυφλωμένη απ’ το «εγώ»
και τυφλή στην ανθρωπιά, που στρέφει μόνιμα τα μάτια της μακριά από τον πόνο
και το θάνατο, λες και έτσι πετάει από πάνω της και την ευθύνη…
«Shoot us or help us please…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου