Πέρασαν ήδη δεκαεπτά χρόνια από τον Μάρτιο του 2000, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατέληξαν σε μια «νέα» στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Στόχος τους ήταν ως το 2010 η Ε.Ε. να αναδειχθεί «…στην πιο ανταγωνιστική και δυναμική, βασισμένη στη γνώση, οικονομία στον κόσμο, ικανή για αειφόρο οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή».
Δε μας χωρίζουν πολλά χρόνια από το 2010 κι όλοι θυμούνται πως, όχι μόνο δεν προσεγγίστηκε ο φιλόδοξος αυτός στόχος, αλλά οι Ευρωπαίοι ηγέτες, από σύνοδο σε σύνοδο, πάσχιζαν να αντιμετωπίσουν τη δομική καπιταλιστική κρίση που συντάραξε το σαθρό οικοδόμημα της «ενιαίας Ευρώπης» που επιχειρούν να οικοδομήσουν. Μπορεί να έγιναν καταγέλαστοι ως προς τον διακηρυγμένο αυτόν στόχο, μπορεί να έμειναν πίσω στον ανταγωνισμό σε σχέση με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά τα χτυπήματα που επέφεραν στον κόσμο της εργασίας ήταν πολύ σοβαρά. Η νέα στρατηγική της ΕΕ αφαίρεσε από την εργατική τάξη της Ευρώπης κατακτήσεις αιώνων και άλλαξε σημαντικά τον συσχετισμό δύναμης υπέρ του κεφαλαίου. Με τη συντριβή των νέων ψευδαισθήσειων περί Ευρώπης των λαών και των εργαζομένων, δικαιώθηκε -για πολλοστή φορά- ο χαρακτηρισμός της ως «ΕΕ των πολυεθνικών». Συνεχίζοντας στον ίδιο δρόμο, με αταλάντευτη ταξική συνέπεια, χάραξαν μια νέα στρατηγική με τίτλο «Ευρώπη 2020». Τώρα, η εμφανώς λιγότερο φιλόδοξη επιδίωξη ήταν να γίνει η Ε.Ε. «…βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία παρέχοντας υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας και συνοχής». Η δεκαετία 2010-20 πλησιάζει στο τέλος της και η Ε.Ε. συνεχίζει να ταλανίζεται από την καπιταλιστική κρίση και από ένα πλέγμα κοινωνικοοικονομικών, εθνικών και περιφερειακών αντιθέσεων. Όσο θα διατηρούνται αυτές οι αντιθέσεις, οι οποίες κατά περιόδους θα οξύνονται, η Ε.Ε. θα συνεχίζει την άγρια αντεργατική και αντιλαϊκή της επίθεση στην προσπάθεια αναζήτησης διεξόδου από την κρίση. Πλάι στις βίαιες αλλαγές που επιχειρούνται στην οικονομία, εντείνται και η προσπάθεια ιδεολογικής κατεργασίας των λαών της Ευρώπης επιχειρώντας την ιδεολογική «επιχωμάτωση» αυτών των ρηγμάτων. Συνεπώς, η εκπαίδευση διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στα σχέδια του μεγάλου κεφαλαίου και υποτάσσεται πλέον απροκάλυπτα στη στρατηγική της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης επιχειρήθηκε διαχρονικά να ενισχυθεί με τα διάφορα Επιχειρησιακά Προγράμματα. Η αρχή έγινε με τα ΜΟΠ (1986-1993) και εν συνεχεία με το Α’ ΚΠΣ (Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) (1989-1993), το Β’ ΚΠΣ (1994-1999), το Γ’ ΚΠΣ (2000-2006), το ΕΣΠΑ (2007-2013) και πρόσφατα με το νέο ΕΣΠΑ (2014-2020) ή αλλιώς Σύμφωνο Εταιρικής Σχέσης (ΣΕΣ).[i]Ο διακηρυγμένος στόχος τους ήταν να συμβάλλουν στη σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Μέσω των χρηματοδοτικών ενισχύσειων, όχι μόνο βοηθούν τις πιο αδύναμες οικονομίες, αλλά προωθούν τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις που θα τους επιτρέψουν να «εξισωθούν» με τις πιο ισχυρές, καπιταλιστικές χώρες της Ε.Ε. Για τον ευεργετικό ρόλο των επιχειρησιακών προγραμμάτων έχουν χυθεί τόνοι από μελάνι κι έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά σε διαφημιστικές καμπάνιες ώστε να πειστεί η ελληνική κοινωνία ότι η Ε.Ε. μας χαρίζει λεφτά, αλλά εμείς ή οι πολιτικοί μας δεν είμαστε άξιοι να τα απορροφήσουμε. Έτσι, πλάι στις συνηθισμένες μεγάλες αρετές -«εντιμότητα», «ειλικρίνεια» κ.λ.π. – του πολιτικού προσωπικού έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια και η ικανότητα «απορροφητικότητας» των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Στελέχη φιλοευρωπαϊκών κομμάτων, καθεστωτικοί δημοσιογράφοι, ημιμαθείς διανοούμενοι-τρόφιμοι των ΕΣΠΑ αναμασούν ακούραστα λέξεις-κλειδιά από την ψευδοεπιστημονική αργκό των Βρυξελλών, χωρίς κανένα περιεχόμενο, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν πραγματικά καταλαβαίνουν τι λένε. Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική και είναι γενικά γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων ότι “δωρεάν” παροχές δεν υπήρξαν κι ούτε πρόκειται να υπάρξουν.
Ο Σωκράτης φέρεται να έχει πει: «…νομίζων τον παρά του τυχόντος χρήματα λαμβάνοντα δεσπότην εαυτού καθιστάναι και δουλεύειν δουλείαν ουδεμιάς ήττον αισχράν». (Ξενοφώντος απομνημονεύματα 1.5.6). Με αυτόν αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους η Ε.Ε. ασκεί εδώ και 36 χρόνια ολοένα και πιο ασφυκτικό έλεγχο στην ελληνική οικονομία και κοινωνία με οδυνηρά αποτελέσματα για τον λαό.
Ας δούμε, όμως, ποια είναι τα πραγματικά ποσά που εκταμιεύονται από τα ευρωπαϊκά ταμεία και από πού αντλούνται. Τα ταμεία «γεμίζουν» από την οικονομική συνδρομή των χωρών-μελών. Η οικονομική συνδρομή της Ελλάδας, το 2016, ανήλθε στα 1,2 δις ευρώ. Με δεδομένη την αντιλαϊκότητα του φορολογικού συστήματος, τα 1,2 δις ευρώ βγήκαν από τις τσέπες των φτωχότερων λαϊκών στρώματων, αφού ο εργαζόμενος λαός, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, πληρώνουν κυρίως τους φόρους. Από την άλλη, τα ποσά που θα μπορούσε να απορροφήσει η χώρα από το νέο ΕΣΠΑ (ΣΕΣ) είναι σχεδόν 3 δις ευρώ ετησίως για την περίοδο 2014-2020. Δηλαδή, η καθαρή εισροή θα μπορούσε να φτάσει στα 1,8 δις. Εννοείται ότι δεν είναι λογικό να προστίθεται και η εθνική συμμετοχή -όπως συνηθίζει να κάνει ο αστικός τύπος- για να διογκώνονται οι χρηματικές εισροές από το ΕΣΠΑ. Καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με τα πολλαπλάσια ποσά που δαπανώνται για αποπληρωμή του δημόσιου χρέους: 13,4 δις το 2017 και πάνω από 11 δις το 2018. Ένα δημόσιο χρέος το οποίο, όπως έχει πολλές φορές γραφτεί και λεχθεί, έχει στενή σχέση με τη δημιουργία και λειτουργία της Ευρωζώνης και ειδικότερα με την πολιτική της ΕΚΤ που δάνειζε πάμφθηνα τις εμπορικές τράπεζες για να ασκούν επίσημη, νόμιμη τοκογλυφία σε βάρος των κρατών-μελών. Σημαντικό μέρος των χρηματικών εισροών από τα Ε.Π. επέστρεψε και επιστρέφει σε μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις με τη μορφή προμήθειας κεφαλαιουχικών αγαθών και αμοιβών για παροχή υπηρεσιών. Έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 2 ευρώ που έρχεται στη χώρα το 1 ευρώ επιστρέφει με τη μορφή εισαγωγών. Αρκεί να αναφέρουμε το όνομα SIEMENS αλλά και τους ξένους ομίλους που ανέλαβαν τα μεγάλα έργα (Hochtief, Vinci κλπ) για να καταλάβουμε πως στην πραγματικότητα πρόκειται για έμμεση μορφή επιδότησης γερμανογαλλικών και άλλων ομίλων μέσω των κονδυλίων που διοχετεύονταν στην Ελλάδα. Αλλά και σ’ εκείνο το μερίδιο που καταλήγει σε «ελληνικές τσέπες» τη μερίδα του λέοντος καρπώνεται το μεγάλο κεφάλαιο όπως οι όμιλοι Μπόμπολα, Κόκαλη, Κοπελούζου, Μυτιληναίου κλπ.
Το ΕΣΠΑ δε δημιουργήθηκε για να μοιράζει απλώς χρήματα, δεν είναι ένα ουδέτερο χρηματοδοτικό εργαλείο που αρκεί να το χειριστείς ορθά και θα αντλήσεις μόνο οφέλη. Πολύ περισσότερο δεν ισχύει ότι βοηθά τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες για να ξεπεράσουν τις διαρθρωτικές τους αδυναμίες και να συγκλίνουν με τις πιο ανεπτυγμένες.
Το ΕΣΠΑ υπαγορεύει το τι, πού και πώς θα δαπανηθεί. Με άλλα λόγια, η εισροή χρηματικών πόρων σε μια χώρα αναδιαρθρώνει τις οικονομικές δομές της και τροποποιεί τις κοινωνικές σχέσεις που επικρατούν σε αυτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γεωργική παραγωγή όπου ο διαβρωτικός ρόλος των επιδοτήσεων οδήγησε σε καταστροφή παραδοσιακών καλλιεργειών, στην εκτίναξη των εισαγωγών και σε θηριώδη ελλείμματα στο ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Η ίδια πρακτική εφαρμόστηκε και στην αγορά εργασίας όπου επιδοτήθηκε η ευέλικτη και μερική απασχόληση σε βάρος της μόνιμης και σταθερής εργασίας. Μια εξίσου σημαντική λειτουργία των ΕΣΠΑ είναι χρησιμοποίησή τους ως μηχανισμού ενεργητικής ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων και η εξασφάλιση της συναίνεσης όσον αφορά τη στρατηγική της άρχουσας τάξης της χώρας μας. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα στην περίπτωση των μεγάλων έργων όπου ντόπιοι και ξένοι μεγαλοκατασκευαστές καρπώθηκαν τη μερίδα του λέοντος, αλλά ταυτόχρονα συγκρότησαν ένα δίκτυο στο οποίο μετείχαν τμήματα του μικρότερου κατασκευαστικού κεφαλαίου, μελετητές και διάφοροι ελεύθεροι επαγγελματίες που αποκόμισαν μικρότερα μεν σημαντικά δε οφέλη από αυτή τη δραστηριότητα. Ακόμη, αξιοσημείωτα ποσά δαπανήθηκαν σε ενημερωτικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, σεμινάρια και πολυδάπανες διαφημιστικές καμπάνιες για την ιδεολογική χειραγώγηση των εργαζομένων της χώρας που έπρεπε να πειστούν για το θεάρεστο έργο των ΕΣΠΑ.
Στη σωρεία των ψευδών που συνοδεύουν τη φιλοΕΕ προπαγάνδα ήρθε να συμβάλλει και ο ΣΥΡΙΖΑ που υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό ότι θα αξιοποιήσει τα κοινοτικά κονδύλια σε ανταγωνιστική κατεύθυνση προς τις πολιτικές λιτότητας της Ε.Ε. Μάλιστα, συνέχισε την κοροϊδία και μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου υποστηρίζοντας, λίγο ως πολύ, ότι η Ε.Ε. θα μας δίνει χρήματα για να ακυρώσουμε πρακτικά τις αντιλαϊκές πολιτικές που η ίδια κατόρθωσε να επιβάλει δια πυρός και σιδήρου μέσω των μνημονίων! Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην Ελλάδα με τα τρία μνημόνιά της, αλλά και στο λεγόμενο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», που αποτελεί ένα μηχανισμό μόνιμης μνημονιακής πολιτικής για όλες τις χώρες της Ε.Ε.. Ενώ ανέκαθεν τα επιχειρησιακά προγράμματα συνοδεύονταν από κάποιου είδους δεσμεύσεις και επιτήρηση από τους μηχανισμούς της Ε.Ε., στην εποχή των μνημονίων και του Δημοσιονομικού Συμφώνου τα πράγματα γίνονται πιο σκληρά και απροκάλυπτα.
Το ΕΣΠΑ ευθυγραμμίζεται πλέον με τις απαιτήσεις του μνημονίου και του δημοσιονομικού συμφώνου. Γίνεται εργαλείο διαρκούς μνημονιακής πολιτικής. Η επιτήρηση από τους κοινοτικούς μηχανισμούς γίνεται πιο ασφυκτική και η απορρόφηση κονδυλίων συνδέεται πιο στενά με τους προκαθορισμένους στόχους. Στο νέο ΕΣΠΑ ή ΣΕΣ εμπεριέχεται μια νέα βασική αρχή, αυτή της αιρεσιμότητας. Ασφαλώς η χρηματοδότηση κατευθύνεται και πάλι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε δράσεις επιλεγμένες με βάση το στρατηγικό σχεδιασμό των Βρυξελλών π.χ. προώθηση σχέσεων ελαστικής εργασίας ή χρηματοδότηση έργων όχι κοινωφελούς χαρακτήρα, αλλά με ανταποδοτική χρέωση υπηρεσιών. Όμως τα χρηματικά ποσά θα εκταμιεύονται εφόσον θα έχουν υλοποιηθεί τα περιβόητα «προαπαιτούμενα», δηλαδή για να ακριβολογούμε, οι διαταγές των δανειστών.
Με δεδομένη την κατάρρευση του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων και στο πλαίσιο της συνολικής πολιτικής περικοπών, λιτότητας και ανεργίας, το ΕΣΠΑ συχνά εμφανίζεται σαν ο μοναδικός τρόπος να γίνουν – έστω και με τους περιορισμούς που περιγράψαμε παραπάνω – κάποιες επενδύσεις, δράσεις κ.λ.π . Για παράδειγμα, με δεδομένη τη σχεδόν δεκαετή μνημονιακή απαγόρευση προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, φτάσαμε στο σημείο να καλύπτονται κενά στην εκπαίδευση με αναπληρωτές μέσω ΕΣΠΑ! Αλλά και στα έργα που υλοποιούν οι ΟΤΑ, δεν υπάρχει σχεδιασμός που να θέτει στις υπηρεσίες τους τα κοινοτικά κονδύλια με βάση την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών, αλλά μια αντίστροφη λογική που λέει ότι αφού είναι διαθέσιμα κάποια κονδύλια, «δεν πρέπει να τα χάσουμε»
Εδώ και χρόνια υπάρχουν και «τρέχουν» ευρωπαϊκά προγράμματα στην εκπαίδευση που συχνά εμφανίζονται ως κάτι το νέο, το καινοτόμο, σε αντίθεση με το ξεπερασμένο και προσκολλημένο στο παρελθόν ελληνικό σχολείο. Το ελληνικό σχολείο εμφανιζόταν στο παρελθόν από την άρχουσα τάξη ως ουδέτερο και αταξικό που σκοπό είχε τη μετάδοση γνώσεων στα παιδιά. Τώρα πλέον έχουν εγκαταλειφθεί τα προσχήματα και υιοθετήθηκε ανοιχτά μια επίμονη και συστηματική καλλιέργεια του «ευρωπαϊσμού» και της «ευρωπαϊκής συνείδησης» μέσω και αυτών των προγραμμάτων.
Μια γρήγορη ματιά στα κείμενα που αναλύουν τους σκοπούς τους διαλύει κάθε αμφιβολία: «εναρμόνιση με καλές πρακτικές», «ανάπτυξη δεξιοτήτων», «βελτίωση της αποτελεσματικότητας», «αύξηση της απασχολησιμότητας», «εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος». Πόσες φορές με αυτή τη φρασεολογία και τέτοια επιχειρήματα δε δικαιολογήθηκαν αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση; Πολύ συχνή ήταν και η επίκληση του παραδείγματος άλλων χωρών της Ε.Ε. ως μέσου πίεσης για τέτοιες αναχρονιστικές αλλαγές που πλασαρίστηκαν ως «καινοτόμες» και «ριζοσπαστικές».
Αυτή η λογική διαπνέει και τις περιβόητες εκθέσεις του ΟΟΣΑ που μέσα από ισοπεδωτικές και αντεπιστημονικές συγκρίσεις μεταξύ χωρών προσπαθούσε, αρχικά να πιέσει κυβερνήσεις να ευθυγραμμιστούν με κάποιες «καλές πρακτικές» και τώρα, δια του μνημονίου, επιβάλλει ευθέως τις απαιτούμενες αλλαγές. Σύμμαχος σε τέτοιες προσπάθειες υπήρξε και το «στρώμα», ή μέρος αυτού, των εκπαιδευτικών που στελέχωσε τους μηχανισμούς διαχείρισης τέτοιων προγραμμάτων και είχε σημαντικές απολαβές από αυτή του την ενασχόληση. Αυτό όμως που με την πάροδο των ετών έγινε η κυρίαρχη πλευρά αυτών των προγραμμάτων, ήταν η μεθοδική προώθηση της «σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας», για την ακρίβεια, η υποταγή του σχολείου στις στενές και άμεσες ανάγκες της. Θα είχε ενδιαφέρον μια έρευνα μεταξύ των πολλών χιλιάδων αποφοίτων ελληνικών σχολείων και ΑΕΙ, που μετανάστευσαν τα τελευταία χρόνια σε χώρες της Ε.Ε. για να βρουν δουλειά, για το αν και κατά πόσο κάποια φαινομενικά αθώα και ουδέτερα προγράμματα διευκόλυναν τη φυγή και την προσαρμογή τους στις χώρες και τις επιχειρήσεις που εργάζονται.
Οι ανταλλαγές μαθητών και φοιτητών ή η μεταφορά και η μετατρεψιμότητα των προσόντων και όσα άλλα ευνοούν την κινητικότητα των εργαζομένων σε χώρες της Ε.Ε. δεν υπηρετούν παρά την πιο άγρια εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο νέο ΕΣΠΑ έχουμε μια ποιοτική τομή: για πρώτη φορά ενοποιείται το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για την Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση με αυτό της διαχείρισης των Ανθρώπινου Δυναμικού. Ο λόγος είναι προφανής: η συμβολή στην καλύτερη προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Αποκαλυπτικότατο παράδειγμα αποτελεί η μαθητεία στην επαγγελματική εκπαίδευση που εισάγει τους μαθητές στην αγορά εργασίας και εξασφαλίζει δωρεάν προσωπικό στις επιχειρήσεις.
Το ΕΣΠΑ ανιχνεύεται πλέον πίσω από κάθε αντιδραστική αλλαγή στην εκπαίδευση και χρηματοδοτεί την προώθησή της. Οι αλλαγές στο περιεχόμενο των σπουδών όπου κυριαρχεί η αποσπασματικότητα, η σκόρπια πληροφορία και η δεξιότητα αντί της γνώσης, η «πολτοποίηση» των επιστημονικών αντικειμένων, η προώθηση της αξιολόγησης, η επέκταση των άτυπων μορφών εκπαίδευσης και πολλά άλλα, έχουν σημείο αναφοράς τους κάποιου είδους χρηματοδότηση από κάποιο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. Κι αυτό σαν μέρος ενός ευρύτερου αντιδραστικού σχεδίου αναδιαρθρώσεων που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στα πλαίσια της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Η προώθηση αυτής της στρατηγικής σημαίνει για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία νέα και μεγαλύτερα δεσμά. Ο «μεγάλος χορηγός» για τη χάλκευση των δεσμών αυτών είναι το ΕΣΠΑ.
Υποσημειώσεις:
[i] στο εξής θα ονομάζουμε ΕΣΠΑ, χάριν ευκολίας, όλα τα Επιχειρησιακά Προγράμματα
Ο Γιάννης Κυριακάκης είναι οικονομολόγος.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του Σελιδοδείκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου