Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Ακρίβεια. Για ποιους και γιατί;

Ας ξεκινήσουμε με μια ρητορική ερώτηση και τρεις εικόνες.

Ερώτηση: Τι είναι πιο δίκαιο, να βάζεις χέρι στην τσέπη ενός εκατομμυρίου ανθρώπων και να βουτάς 1€ ή να πάρεις 1.000.000€ από έναν που του περισσεύουν πολλά;

Εικόνα 1η: Την ώρα που διδάσκει, η έμπειρη εκπαιδευτικός νιώθει ενοχές καθώς ταυτόχρονα πιάνει τον εαυτό της να κάνει δεύτερες σκέψεις. Μετά το μάθημα έχει προγραμματίσει να πάει στο σούπερ μάρκετ και στο μυαλό της τριγυρνάνε σκέψεις για το τι θα ψωνίσει για να γεμίσει το οικογενειακό τραπέζι, τι μπορεί να αφήσει απ’ έξω, πόσο παραπάνω θα πληρώσει αυτή τη φορά στο ταμείο. Και στο Ολοήμερο, την ώρα της σίτισης, σφίγγεται η καρδιά της που βλέπει τα περισσότερα μπολ των παιδιών να περιέχουν κυρίως μακαρόνια.

Εικόνα 2η: Μα γιατί; Να διακτινίζομαι από την μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη μέσα σε δυο μέρες απλά και μόνο για να αναλάβω υπηρεσία στη δουλειά που διάλεξα -εκπαιδευτικός- και να δυσκολεύομαι τόσο πολύ να βρω μια στέγη για να μείνω, με ενοίκιο, αξιοπρεπώς, χωρίς να ζητάω χαρτζιλίκι από τους δικούς μου για να βγάλω τον μήνα; Και αυτοί δυσκολεύονται, οι συντάξεις κουτσουρεμένες, τα φάρμακα αυξήθηκαν, και τώρα, μάζευε και κάτι για το «νόμιμο φακελάκι» των απογευματινών χειρουργείων.

Εικόνα 3η: Καρδιοχτύπι όταν βλέπει τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος να την περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Να τον ανοίξει ή να μην τον ανοίξει; Ιδού η απορία. Δε θυμάται οι γονείς της να είχαν αυτή την αγωνία όταν υπήρχε το «μονοπώλιο» της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Μα για το καλό μας δεν επέβαλε η ΕΕ τον ανταγωνισμό και μπήκαν στον χορό τόσες εταιρίες; Ή μήπως όχι; Άλλη μια ιδιωτικοποίηση δημόσιου αγαθού που δημιούργησε τεράστια κέρδη για μια χούφτα εταιριών βάζοντας «χέρι» στην τσέπη όλων μας. Τα υπερκέρδη των εταιριών ενέργειας θα τα φορολογούσε η κυβέρνηση. Το έκανε άραγε;

Η δυσβάσταχτη αύξηση του κόστους ζωής βαραίνει πιο πολύ τα χαμηλά και μεσαία στρώματα της κοινωνίας. Η διατροφή, τα ενοίκια και τα πάγια έξοδα -οι λογαριασμοί ενέργειας, τα καύσιμα- σταθερά έχουν πάρει την ανηφόρα. Ειδικά μετά την πανδημία, ο πληθωρισμός ανεβαίνει μήνα με τον μήνα, ακατάπαυστα, κατατρώγοντας τους μισθούς, τις συντάξεις και τις όποιες αποταμιεύσεις. Ενώ ο ίδιος ο Πρωθυπουργός καταφεύγει άλλη μια φορά στο αφήγημα της ατομικής ευθύνης των καταναλωτών, πετώντας το μπαλάκι των ευθυνών που πρέπει να έχει η Πολιτεία για τον έλεγχο και την ρύθμιση της αγοράς[1]. Εν τέλει, όλα τα μέχρι τώρα κυβερνητικά μέτρα, τα διάφορα «market pass» ή οι «ειδικές σημάνσεις μειωμένης τιμής» στα ράφια, όχι μόνο δεν έφεραν μειώσεις αλλά ούτε καν φρέναραν τις ανατιμήσεις βασικών τροφίμων και αγαθών.

Δύσκολα όμως ξεχνάει κανείς και την κυνική δήλωση του διοικητή της ΤτΕ κ. Στουρνάρα στις αρχές του 2022 όπου υποστήριζε ότι «η κυβέρνηση έδωσε από τα μεγαλύτερα ποσά κατά της πανδημίας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και αυτό αντανακλάται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι σημαντικός αριθμός νοικοκυριών επιχειρήσεων και το κράτος, έχουν σημαντικά αποθεματικά για να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικό γεγονός όπως αυτό» του πληθωρισμού[2]. Και αναρωτιέται κανείς μήπως εξ αρχής είμαστε ο δηλωμένος στόχος τόσο των ομίλων στον τομέα των τροφίμων, όσο και του ίδιου του κράτους που εισπράττει τεράστια έσοδα από τον άδικο έμμεσο φόρο, τον ΦΠΑ. Τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2023 το επιβεβαιώνουν: Τα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 23.385 εκατ. ευρώ και είναι αυξημένα έναντι του στόχου κατά 154 εκατ. ευρώ[3].

Αυτό που αισθανόμαστε όλες και όλοι αποτυπώνεται και σε στοιχεία από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Μαθαίνουμε αναλυτικά τις αυξήσεις όπως παρουσιάζονται στην έκθεση για τον ΔΕΙΚΤΗ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Φεβρουαρίου [4]. Οι ετήσιες μεταβολές -πληθωρισμός- φαίνονται στο παρακάτω γράφημα:

Ο πληθωρισμός Φεβρουαρίου συνεχίζει να «τρέχει» με 2,9%. Τα πρωτεία όμως κρατάει η ευρεία ομάδα Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά με τη μεγαλύτερη αύξηση κατά 6,7%, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε ψωμί και δημητριακά, κρέατα, ψάρια, γαλακτοκομικά και αυγά, ελαιόλαδο, φρούτα κ.ά. Τον Δεκέμβριο του 2023 ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση στην ίδια κατηγορία ήταν ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27. Ο υψηλός πληθωρισμός σε αυτήν την κατηγορία αγαθών συνεχίζει να περιορίζει την αγοραστική δύναμη, ειδικά των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα είτε να αυξήσουν περισσότερο τις δαπάνες τους για να διατηρήσουν την κατανάλωσή τους είτε, εφόσον δε διαθέτουν αποταμιεύσεις, να περιορίσουν την κατανάλωσή τους, γεγονός που υποβαθμίζει το βιοτικό τους επιπέδο.

Η συνεχής κερδοσκοπία των βιομηχανιών και των σούπερ μάρκετ είναι εσωτερικό πρόβλημα και όχι εισαγόμενο, με κερδισμένους να είναι μια χούφτα μεγάλοι όμιλοι[5]. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι καταγγέλλουν ότι οι τιμές των παραγωγών είναι χαμηλές και ότι οι ενδιάμεσοι φοράνε μεγάλο καπέλο στα προϊόντα τους πριν φτάσουν στους τελικούς καταναλωτές.

Επιπρόσθετα, με έκπληξη παρατηρούμε τις συνεχείς αυξήσεις στα ενοίκια, ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας. Αύξηση έως και 52,1% καταγράφηκε στις τιμές των ενοικίων το χρονικό διάστημα από το 2018 έως το 2023, ενώ τη φετινή χρονιά θα καταγραφεί μεσοσταθμική αύξηση της τάξεως του 6% με 10% [6]. Παρατηρείται μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης και είσοδος κερδοσκοπικών κεφαλαίων στην αγορά ακινήτων που επηρεάζουν τις τιμές. Τέλος, η συνέχιση του προγράμματος «Χρυσή βίζα» διαμορφώνει υψηλότερη ζήτηση, διαστρεβλώνει και αυξάνει τις τιμές στην αγορά. Η απουσία κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής και το γεγονός ότι το 1/3 των ακινήτων στην Αττική είναι κλειστά παροξύνει το πρόβλημα.

Από την άλλη πλευρά οι εργαζόμενοι βλέπουν το πραγματικό τους εισόδημα συνεχώς να μειώνεται όχι μόνο λόγω της ακρίβειας αλλά και της καθήλωσης των μισθών. Παρά τις εξαγγελίες για αύξηση του κατώτατου μισθού, αυτή θα είναι με το σταγονόμετρο και μακριά από τις πραγματικές ανάγκες. Εξάλλου, όπως τονίζουν και εργατολόγοι, μόνο με «αναβίωση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, που το 2024 παραμένουν ελάχιστες, μπορεί να δοθεί σημαντική μισθολογική ώθηση. Ακόμα και στον δημόσιο τομέα, οι περίφημες αυξήσεις μισθών είναι 70 ευρώ μεικτά, δηλαδή 40 ευρώ στο χέρι τον μήνα, ποσό που η ακρίβεια θα εξανεμίσει στη στιγμή. Με εξαίρεση βέβαια όσους αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης και τους επιφυλάσσεται σημαντικός ρόλος στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής σε βάρος των κοινωνικών αναγκών, αλλά και των εργαζομένων στον χώρο τους, θα δουν αυξήσεις 30% στα σχετικά επιδόματα. Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα παραμένουν υπό πίεση, μετά από 13 χρόνια μισθολογικής καθήλωσης που ακολούθησαν τις μνημονιακές μειώσεις αποδοχών σε ποσοστά ως και 40% και το πρωτοφανές μέτρο του «παγώματος» της μισθολογικής εξέλιξης κατά τη διετία 2016-17 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Παράλληλα, το νεότερο κομμάτι των δημόσιων υπαλλήλων παραμένει σε καθαρούς μισθούς κάτω των 1.000€, αντιμετωπίζοντας πρόσθετες δυσκολίες, ειδικά στις πολύ συχνές περιπτώσεις που εργάζεται σε υπηρεσίες μακριά από τον τόπο καταγωγής του[7][8].

Η αύξηση εισοδήματος μέσα από τη δεύτερη δουλειά, την εργασία των συνταξιούχων, τα «μαύρα», την υπερωρία, το κυνήγι τυπικών προσόντων, μοιάζει για πολλούς περισσότερο ρεαλιστική από τη συμμετοχή στη συλλογική δράση και τη συλλογική διεκδίκηση. Ένα άλλο εργατικό κίνημα που θα αναδείξει το θέμα της αγωνιστικής διεκδίκησης αυξήσεων γίνεται σήμερα επιτακτική ανάγκη. Και η απάντηση του αρχικού ρητορικού ερωτήματος του άρθρου γίνεται ξεκάθαρο ότι εξαρτάται από ποιους θα αποφασίσουν να τη δώσουν.




[4] ΕΛΣΤΑΤ: ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ: Φεβρουάριος 2024 ec70bf13-e945-e349-59ed-c478aea0c434 (statistics.gr)






της Αΐντας Γκικουρία – Μερκούρη, εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου