Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Η μαύρη κηλίδα του εικοστού αιώνα. Ιστορική επισκόπηση και εννοιολόγηση του φασισμού και του ναζισμού

Φασισμός είναι το μαζικό κίνημα της άκρας δεξιάς. Η ιστορία του στην Ευρώπη ξεκινά αρχές του εικοστού αιώνα, ενώ η ισχύς του κορυφώνεται τη δεκαετία του 1940, όταν κάλυψε ολόκληρη την ήπειρο μ’ εξαίρεση το ελεύθερο κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης. Νικήθηκε στη μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση της ιστορίας, κυρίως χάρη στην ηρωική κινητοποίηση του σοβιετικού λαού και την αποτελεσματική οργάνωση του σοβιετικού κράτους. Κατόπιν έμεινε στο περιθώριο για πενήντα χρόνια. Επέστρεψε στο προσκήνιο με την πτώση της ΕΣΣΔ και ρίζωσε ξανά σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες αφότου επιβλήθηκε η ακραία φιλελεύθερη πολιτική του ευρώ και ιδίως μετά την οικονομική κρίση του 2007-8.

Στη χώρα μας ο φασισμός έμοιαζε να μην αποτελεί πρόβλημα μετά την πτώση της χούντας, το 1974. Όταν το 2012 μια ναζιστική εγκληματική οργάνωση έβγαλε βουλευτές, πλησιάζοντας το 7% των ψήφων στις εθνικές εκλογές, κάποιοι νόμισαν πως είχε έρθει από το πουθενά. Το 2013 κορυφώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, αλλά η ίδια χρονιά σήμανε και την αρχή της πτώσης της. Εν ψυχρώ εγκλήματα και αλλεπάλληλα πολιτικά λάθη που κλιμακώθηκαν ως την ανατριχιαστική δολοφονία του Παύλου Φύσσα ξεσήκωσαν ένα μεγαλειώδες λαϊκό κίνημα που έδωσε και κέρδισε τη μάχη σπιθαμή προς σπιθαμή στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας, του Πειραιά και ολόκληρης της χώρας.

Το κράτος δεν έπαψε να προστατεύει τη Χρυσή Αυγή ακόμα και όταν υποχρεώθηκε από τη λαϊκή κατακραυγή να φυλακίσει την ηγεσία της. Μέχρι τότε ο πρωθυπουργός είχε καθημερινή επαφή μαζί της μέσω του μυστικοσυμβούλου του Μπαλτάκου, ενώ σε όλα τα επίπεδα η αστυνομία και η λεγόμενη δικαιοσύνη τη στήριζαν, την κάλυπταν, την τροφοδοτούσαν. Οι ισχυροί χρηματοδότες της συνεχίζουν να κρύβονται, αλλά πλήθος ενδείξεις υπάρχουν για συγκεκριμένους εφοπλιστές, εργολάβους, τραπεζίτες και μητροπολίτες. Ο στενός εναγκαλισμός της με την κρατική και την οικονομική εξουσία, που είχε ξεκινήσει από τη στιγμή της γέννησής της, δεν έχει διακοπεί ως σήμερα. Αλλά η ύφεση του μαζικού διεκδικητικού κινήματος και η παλινόρθωση της συντηρητικής Δεξιάς έκαναν περιττή, για την ακρίβεια αντιπαραγωγική, τη συντήρηση της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό προσκήνιο. Στις εκλογές του 2019 εξοβελίστηκε από τη βουλή. Ο λαϊκός αντιφασισμός, μαζικός κι ενωτικός, αποφασιστικός και ανυποχώρητος, ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας που έκρινε την επτάχρονη μάχη.

Καθώς έκλεισε ο πρώτος γύρος αυτού του πολέμου στην Ελλάδα, με την ήττα αλλά όχι ακόμη τη συντριβή του φασισμού, αξίζει να επιχειρήσουμε μια αποτίμηση όσων έγιναν ή δεν έγιναν. Στις σελίδες που ακολουθούν, πρώτα- πρώτα θα δοκιμάσουμε μια πρώτη ιστορική εμβάθυνση στις σχέσεις του φασισμού με τις υπόλοιπες μερίδες της ακροδεξιάς και με το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Ακολουθεί η παρουσίαση και ερμηνεία των παραγόντων που τρέφουν, και θα συνεχίσουν να τρέφουν, αυτό τον πολιτικό χώρο, καθώς και της συμπεριφοράς του στην κυβέρνηση, κυρίως της οικονομικής του πολιτικής. Καταληκτικά, και μετά την παρουσίαση κάποιων ουσιωδών ιστορικών δεδομένων, επιχειρώ μια εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου φασισμός με βάση τον ορισμό που μας έδωσε ο Ρόμπερτ Πάξτον.

Η εμφάνιση του φασισμού

Η εμπειρία του φασισμού άφησε επώδυνα τραύματα σ’ όλη την Ευρώπη και σημάδεψε ανεξίτηλα την γενιά των γονιών και των παππούδων ή γιαγιάδων μας. Όλοι οι λαοί που τον έζησαν, τον θυμούνται σαν τη μεγαλύτερη καταστροφή που τους έπληξε ποτέ. Ακόμη και οι γενιές που δεν τον γνώρισαν συγκλονίζονται από τις φρικτές εικόνες των σκελετωμένων εγκλείστων του Άουσβιτς, των πληθών που αναρριγούσαν από συγκίνηση ακούγοντας ρητορείες φρενιασμένων δικτατόρων, των εν ψυχρώ μαζικών δολοφονιών, των εγκληματικών στρατών και των ολοκληρωτικών πολέμων, των κάθε λογής σαδιστικών διαστροφών που απελευθέρωσε η επικράτηση των φασιστών. Μολονότι η επίσημη κουλτούρα κάνει ό,τι μπορεί για να τον καλλωπίσει και να ελαχιστοποιήσει το αρνητικό του φορτίο, οι λέξεις φασισμός και ναζισμός ως σήμερα παραμένουν βρισιές, και ακόμη και οι αυθεντικότεροι εκπρόσωποί τους παριστάνουν ότι οι σβάστικες που διακοσμούν τα μπράτσα τους είναι δήθεν άλλο τατουάζ, ίσως αρχαιοελληνικά γαμμάδια.

Ο φασισμός πήρε τ’ όνομά του από το κίνημα που έστησε στην Ιταλία το 1919 ο Μπενίτο Μουσολίνι. Ήταν φριχτός άνθρωπος, αλλά πολύ διαφορετικός από τον κλόουν που πολλοί φαντάζονται. Προπολεμικά ήταν ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος, από το οποίο απομακρύνθηκε για να προωθήσει την είσοδο της Ιταλίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Η φιλοδοξία και η αρχομανία του, μαζί και με κάποια κονδύλια της βρετανικής κατασκοπείας, έπαιξαν ρόλο στη μεταστροφή του, αλλά σημαντικότερος μάλλον λόγος ήταν ότι στη διάρκεια του πολέμου απελπίστηκε για την ικανότητα των σοσιαλιστικών κομμάτων να πάρουν ποτέ την εξουσία. Είχε ήδη πάρει τον δρόμο του όταν οι Μπολσεβίκοι ανέτρεψαν τον τσάρο.

Το νέο κόμμα για να κυβερνήσει χρειαζόταν συμμαχίες. Για συγκολλητικό τους υλικό ο Μουσολίνι διάλεξε τον εθνικισμό. Διατήρησε λοιπόν προσχηματικά πολλά συνθήματα, αιτήματα και οργανωτικές τεχνικές της αριστεράς, αλλά από την άλλη μεριά έβαλε το έθνος πάνω από την κοινωνική τάξη. Εχθροί του λαού δεν ήταν πια οι καπιταλιστές, αλλά τα γειτονικά έθνη. Ο ιταλικός λαός δεν θα ευημερούσε αποτινάζοντας τον ζυγό του κεφαλαίου, αλλά κατακτώντας αφρικανικούς λαούς και κομμάτια από κάποιους άλλους κοντινότερους, όπως τον σλοβενικό, τον αλβανικό και τον ελληνικό. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, έκριναν οι φασίστες, θα εξασφάλιζε τη στήριξη όχι μόνο των παλαιμάχων πολεμιστών και των σωμάτων ασφαλείας, αλλά και μεγάλου μέρους των μεσαίων στρωμάτων και των καπιταλιστών.

Αρχικά αυτό το υβρίδιο αριστεράς και δεξιάς, που ενώ συσπείρωνε πολλούς πρώην αριστερούς και αναρχικούς στόχευε στη διάσωση του καπιταλισμού, δεν έπειθε. Σύντομα όμως, εγκαταλείποντας τις αμφιταλαντεύσεις, στράφηκε αποφασιστικά στην ακροδεξιά και ανέλαβε ρόλο μπράβου στην καταστολή των εργατικών και αγροτικών κινητοποιήσεων. Τώρα οι καπιταλιστές, που έτρεμαν μήπως η «Κόκκινη διετία» του 1920-21 οδηγούσε σ’ επανάσταση, το στήριξαν με κάθε τρόπο. Η άρχουσα τάξη, όπως κάνει κάθε φορά που διακυβεύεται η εξουσία της, εγκατέλειψε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις υπόλοιπες ευγένειες.

Τον Οκτώβριο του 1922 οι φασίστες οργάνωσαν την Πορεία στη Ρώμη με αίτημα ν’ ανατεθεί η κυβέρνηση στον Μουσολίνι. Ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Φάκτα και ο βασιλιάς θεωρητικά έπρεπε να τους καταστείλουν, και μπορούσαν εύκολα να το κάνουν. Ο Μουσολίνι είχε ετοιμαστεί να δραπετεύσει στην Ελβετία, αν πήγαιναν τα πράγματα στραβά. Αντί γι’ αυτό κλήθηκε να κυβερνήσει, για να τσακίσει την αριστερά. Με τη βοήθεια συντηρητικών και φιλελευθέρων εδραίωσε σιγά -σιγά τη θέση του φασισμού και αρχές του 1925 επέβαλε τη δικτατορία του.*1

Κάποιοι από τους πρώτους θαυμαστές του, προτού ακόμη πάρει την κυβέρνηση της Ιταλίας, βρέθηκαν στην Ελλάδα. Ήδη από το 1916 είχε εξαπλωθεί το πρωτοφασιστικό κίνημα των Επίστρατων. Παραμονές της Μικρασιατικής Kαταστροφής o πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης προσπάθησε να στήσει ένα φασιστικό κίνημα αλλά απέτυχε, κυρίως επειδή δεν τον στήριξε ο πραγματικός επικεφαλής των Επίστρατων Ιωάννης Μεταξάς. Ο αντιβενιζελικοί Ίωνας Δραγούμης και Σωτήριος Γκοτζαμάνης αναδείχτηκαν σε λόγιους ηγέτες του φασισμού, αλλά η επικράτηση των βενιζελικών εμπόδισε να ευοδωθούν τα σχέδια τους. Και οι τελευταίοι με τη σειρά τους έφτιαξαν φασιστικού τύπου οργανώσεις, με πρωτεργάτες τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Γεώργιο Κονδύλη. Ωστόσο κανένα εθνικής εμβέλειας ακροδεξιό κίνημα δε στήθηκε στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Ισχυρότερη φασιστική οργάνωση ήταν η Εθνική Ένωσις Ελλάς, ή αλλιώς Έλληνες Εξοντώσατε Εβραίους, που δρούσε κυρίως στη Θεσσαλονίκη και πρωτοστάτησε στον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ, με την επίνευση των βενιζελικών.*2

Ο φασισμός σε μη ευρωκεντρική προοπτική

Σύντομα μιμητές του ιταλικού φασισμού ξεπήδησαν σ’ όλες τις χώρες δυτικά της ΕΣΣΔ. Αρκετές άλλες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, είχαν από νωρίτερα αυτόχθονα φασιστικά κινήματα ή και καθεστώτα, όπως η Ουγγαρία και η Φινλανδία, χωρίς αναγκαστικά να χρησιμοποιούν το όνομα «φασισμός». Ας μη συγχέουμε πάντως τ’ ακροδεξιά καθεστώτα με τα φασιστικά, ακόμη κι αν οι ομοιότητες μεταξύ τους είναι μεγάλες. Ο φασισμός είναι απλώς ένα υποσύνολο ή ρεύμα της άκρας δεξιάς, η οποία συμπεριλαμβάνει επίσης και φιλελεύθερες και συντηρητικές συνιστώσες. Ο ναζισμός πάλι είναι υποσύνολο του φασισμού. Όλοι οι ναζιστές είναι φασίστες και όλοι οι φασίστες είναι ακροδεξιοί, αλλά όλοι οι ακροδεξιοί δεν είναι φασίστες και όλοι οι φασίστες δεν είναι ναζί.

Όλα τα ακροδεξιά καθεστώτα αρπάζουν μαζικά, συστηματικά και αυταρχικά προς όφελος της ολιγαρχίας πόρους κι εξουσία από τους πολλούς, τους αδύναμους, τους φτωχούς. Ωστόσο τα συντηρητικά καθεστώτα δε στηρίζονται στη μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού και στη διαρκή σύγκρουση με εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς, ούτε επιδιώκουν τυχοδιωκτικά αλλαγές γεωπολιτικών δεδομένων. Τα φιλελεύθερα αποφεύγουν να περιορίσουν όσες ελευθερίες δεν εμποδίζουν τη λειτουργία της αγοράς. Ο φασισμός απεναντίας λατρεύει την πολιτική πυγμής στο εσωτερικό κι εξωτερικό της χώρας και δεν το κρύβει. Στοχοποιεί κανιβαλικά κάποιους αδύναμους και μοιράζει τις περιουσίες και τις θέσεις τους σε δικούς του υποστηρικτές. Τα θύματά του είναι αριστεροί, γυναίκες, εβραίοι, ρομά ή άλλες μειονότητες ή και γειτονικοί λαοί. Αλλά πάντοτε χρειάζεται κάποιον εχθρό, αρκετά αδύναμο ώστε να δυναμώσει τσακίζοντάς τον και μετά να προχωρήσει στον επόμενο.

Το δεύτερο κύμα εξάπλωσης του φασισμού ήρθε με την οικονομική κρίση που σάρωσε τις καπιταλιστικές χώρες μετά το 1929. Η μεγαλύτερή του νίκη ήταν στη Γερμανία το 1933, ενώ από την άλλη μεριά απέτυχε να πάρει την κυβέρνηση στη Γαλλία, όπου είχε πολύ πιο μαζικές οργανώσεις, αλλά διαιρεμένες και αντίπαλες μεταξύ τους. Παντού στηρίχθηκε από το μεγάλο κεφάλαιο. Τα μαζικά κινήματα όμως κοστίζουν ακριβά, κάνουν απρόβλεπτες στροφές και απαιτούν λεπτούς χειρισμούς και ήταν ανέκαθεν απωθητικά για τις ολιγαρχικές ή απολυταρχικές πολιτικές παραδόσεις της Ευρώπης. Ο φασισμός ήταν κατά κάποιον τρόπο για τα πλέγματα εξουσίας λύση ανάγκης προκειμένου να τσακιστεί η αριστερά και να καθυποταχθούν οι εργαζόμενοι ώστε να δεχτούν δραματικές μειώσεις της δύναμης και των εισοδημάτων τους. Μόνον έτσι μπορούσε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο φασισμός υποσχόταν πως θα επέβαλλε τα απαραίτητα αντιλαϊκά μέτρα που δεν μπορούσαν να λάβουν τα απλώς ολιγαρχικά ή ακροδεξιά καθεστώτα.

Στη Γερμανία είχαν από νωρίτερα ριζώσει αρκετές φασιστικές οργανώσεις, αλλά επικράτησε και τελικά πήρε την εξουσία η πιο ακραία ανάμεσά τους, το ναζιστικό κόμμα. Υποστηρίχθηκε ότι η κατίσχυσή του συνδεόταν με ιδιαιτερότητες της γερμανικής ψυχής ή της γερμανικής κουλτούρας, ότι δήθεν η Γερμανία είχε έναν δικό της «ιδιαίτερο δρόμο» (Sonderweg) που περνούσε και μέσα από το ναζισμό. Περισσότερο πειστική είναι η αντίθετη άποψη, ότι η ανάπτυξη του ναζισμού ήταν ζήτημα ιστορικών συγκυριών και αναγκών του τοπικού καπιταλισμού μάλλον παρά κάποιων υποτιθέμενων τευτονικών ψυχικών και διανοητικών ιδιοτροπιών.*3

Η σύνδεση του φασισμού με εθνικές ιδιαιτερότητες και όχι με τη φύση του καπιταλισμού δεν είναι πολιτικά αθώα. Σκοπός της είναι συνήθως να υποβαθμίσει τις συνέπειές του και κυρίως τη σχέση του με τα κυρίαρχα στρώματα. Για τους ίδιους λόγους επιχειρείται ν’ αποδοθεί ο φασισμός στην υποτιθέμενη τρέλα ατόμων όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ή και ν’ αμφισβητηθεί η αξία της χρήσης του όρου για το ευρύτερο πολιτικό φαινόμενο και όχι απλώς για το συγκεκριμένο κίνημα του Μουσολίνι. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο η μελέτη του φασισμού, ξεπερνώντας τους ευρωκεντρικούς φραγμούς που την περιόριζαν αρχικά, εστιάζει την προσοχή της στις ομοιότητες και τις συνέχειες ανάμεσα στον φασισμό και σε άλλες κακοήθεις αποφύσεις του καπιταλισμού. Η άποψη ότι ο φασισμός ήταν δήθεν μια κακή στιγμή που μόνο πρόσκαιρα σπίλωσε τον λαμπρό ευρωπαϊκό πολιτισμό δέχεται πλέον ολοένα εντονότερη κριτική.

Για παράδειγμα, θεωρείται ότι οι χώρες δυτικά της Γερμανίας και της Ιταλίας ήταν πιο δημοκρατικές επειδή διατήρησαν σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς που κατέλυσαν ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και οι διάφοροι ακροδεξιοί δικτάτορες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης. Αυτή η ψευδαίσθηση πηγάζει από μια ευρωκεντρική και υπερσυντηρητική λογική, η οποία συγχέει νομικούς τύπους όπως είναι ο κοινοβουλευτισμός, με τη δημοκρατία. Περίεργη πράγματι αντίληψη περί δημοκρατίας, αν σκεφτούμε ότι για την ανάδειξη των κυβερνήσεων στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Χάγη και τις Βρυξέλλες συνήθως δεν ψήφιζε ο μισός μητροπολιτικός πληθυσμός, δηλαδή ο γυναικείος, και ακόμη χειρότερα, δεν ψήφιζε ποτέ ο αποικιακός, που ήταν και πολλαπλάσιος.

Σ’ αυτές τις πρωτεύουσες αποφάσεις δεν παίρνονταν μόνο για τη Γαλλία ή τη Βρετανία, αλλά και για ολόκληρη σχεδόν την Ασία και την Αφρική. Για παράδειγμα, οι άρχουσες τάξεις που συνέχιζαν να εκμεταλλεύονται και να καταπιέζουν φριχτά τους λαούς του Κονγκό και της Ινδονησίας δεν έγιναν δημοκρατικές μόνο και μόνο επειδή υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν, έπειτα από τιτάνιους αγώνες, δικαίωμα ψήφου στους άνδρες του Βελγίου και της Ολλανδίας. Ακόμη καθαρότερα έδειξαν τον αντιδημοκρατικό τους χαρακτήρα οι άρχουσες τάξεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που τσάκισαν τα δημοκρατικά εγχειρήματα αυτών των χωρών χρησιμοποιώντας τον πλούτο που αποσπούσαν από τις αποικίες ή και τον ίδιο τον αποικιακό στρατό. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Φράνκο, ο οποίος ήταν συντηρητικός ακροδεξιός αλλά συμμάχησε με τους φασίστες, εξαπέλυσε τον εμφύλιο χρησιμοποιώντας τον αποικιακό στρατό της ισπανικής Αφρικής.

Φασισμός και καπιταλισμός

Σήμερα αναδεικνύονται ολοένα καθαρότερα οι συγγένειες ανάμεσα στον φασισμό και σ’ άλλες όψεις της ευρωπαϊκής ιστορίας που παλιότερα συνήθως δεν συνδέονταν μαζί του. Φυσικά ο φασισμός είναι διαφορετικό φαινόμενο από το κυνήγι των μαγισσών που κράτησε τρεις ολόκληρους αιώνες στην Ευρώπη και την Αμερική. Διαφορετικό από τη δουλεία, που ποτέ στην ιστορία δεν ήταν τόσο διαδεδομένη όσο στη βόρεια και νότια Αμερική του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα. Επίσης από την αποικιοκρατία, που κατέκτησε σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και από τον εποικιστικό αποικισμό που, αντί να υποτάξει απλώς τους ανυπεράσπιστους λαούς που συναντούσε, εξαπέλυε γενοκτονίες για ν’ αρπάξει τη γη τους. Ωστόσο συχνά πήρε αυτούσιες τις πολιτικές τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο αυτών των ιστορικών φαινομένων, τα οποία επηρέασαν καταλυτικά τη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου. Με τη σειρά του ο μεταπολεμικός Δυτικός κόσμος δανείστηκε αρκετούς θεσμούς που είχαν νωρίτερα συζητηθεί ή και διαμορφωθεί στο πλαίσιο του φασισμού, και δε δυσκολεύτηκε ν’ αξιοποιήσει και πολλά στελέχη του.*4

Φυσικά υπήρξαν και αντιδράσεις, στις οποίες πρωτοστάτησαν η αριστερά και τα λαϊκά στρώματα. Η αχαλίνωτη και σαδιστική εξουσία, που έμοιαζε θεμιτή ή και δικαιολογημένη κι εποικοδομητική όσο ασκούνταν σε βάρος των γυναικών, των δήθεν αλλόφυλων και των υπόδουλων λαών, τρόμαξε τους ευρωπαίους και τους λευκούς αμερικανούς όταν έβαλε και τους ίδιους στο στόχαστρο. Η αποπροσωποποίηση και η απανθρωποποίηση των θυμάτων, που εκπορεύονταν από τον μισογυνισμό, τον ρατσισμό και τον οριενταλισμό που κυριαρχούσαν όλους τους προηγούμενους αιώνες συναντώντας μικρές μόνον αντιστάσεις, τώρα άρχισαν να προκαλούν δικαιολογημένη φρίκη.*5

Η λεγόμενη επιστήμη της ευγονικής όμως δεν είχε δημιουργηθεί στη Γερμανία, αλλά στη Βρετανία και στις ΗΠΑ μετά τις ανακαλύψεις του Δαρβίνου. Ο κοινωνικός δαρβινισμός μάλιστα, δηλαδή χονδρικά η ιδέα πως η εξόντωση των αδυνάτων συνάδει με τους νόμους της φύσης κι επιπλέον βελτιώνει την ανθρωπότητα αναπτύχθηκε σε ολοκληρωμένη θεωρία στον αγγλοσαξωνικό κόσμο από φιλελεύθερους φιλόσοφους όπως ήταν ο Χέρμπερτ Σπένσερ. Οι διαβόητοι Νόμοι της Νυρεμβέργης, με τους οποίους οι εβραίοι εξοβελίστηκαν από τη γερμανική κοινωνία κι εντέλει εξοντώθηκαν, στηρίχθηκαν στην αμερικανική νομοθεσία, την οποία μάλιστα οι ναζιστές νομικοί σεμνύνονταν ότι μετρίασαν επί το φιλανθρωπότερον.*6 Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν εφεύρεση των ναζί άλλα μέσο για την καθυπόταξη αποικιακών πληθυσμών, διαδεδομένο ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα. Τα ανατριχιαστικά ιατρικά πειράματα στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης απλώς συνέχιζαν μια μακρά παράδοση όχι λιγότερο φρικτών πειραματισμών από ευρωπαίους γιατρούς σε βάρος ανδρών και γυναικών, ιδίως φτωχών και σκλάβων.

Αν η γενοκτονία ήταν το πιο απάνθρωπο έγκλημα του ναζισμού, πάντως δεν ήταν ούτε η μόνη ούτε καν η μεγαλύτερη. Προτού εξοντώσουν μαζικά τους Εβραίους, τους Ρομά και τους αριστερούς οι Γερμανοί είχαν ήδη γενοκτονήσει αρκετούς πληθυσμούς στη νοτιοδυτική και την ανατολική Αφρική και είχαν επιπλέον προσφέρει τεχνογνωσία στους Οθωμανούς για τον αφανισμό των Αρμενίων. Πολύ μεγαλύτερης κλίμακας όμως γενοκτονίες οργάνωσαν οι Βρετανοί αποικιοκράτες και οι διάδοχοί τους στην Ωκεανία, στη Βεγγάλη και σ’ άλλα μέρη των Ινδιών, στην Περσία, στις Φιλιππίνες και αλλού. Αποκορύφωμα ήταν ο εποικιστικός αποικισμός της βόρειας Αμερικής, μια «ξεχασμένη» γενοκτονία που διήρκεσε περίπου τέσσερις αιώνες και κόστισε έως και εκατό εκατομμύρια νεκρούς.*7 Σκοπός τούτων των επισημάνσεων δεν είναι βεβαίως να μειωθεί η φρίκη του Ολοκαυτώματος, αλλά να υπενθυμιστεί πως η πεντακοσάχρονη ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος είναι διάστικτη από αντίστοιχα φαινόμενα,*8 αν πράγματι χρειάζονται τέτοιες υπενθυμίσεις σ’ εποχές όπου οι ηγέτες της υπερδύναμης απειλούν απροκάλυπτα με πυρηνικά πλήγματα τους απείθαρχους λαούς.

Συνοπτικά, ο φασισμός δεν είναι παρεκτροπή ούτε διαστρέβλωση του καπιταλισμού, αλλά απογύμνωση της ίδιας της ουσίας του. Μολονότι δεν είναι ιδεολογία, αλλά κίνημα και πολιτική πρακτική, και όσο και αν διαφέρει ουσιωδώς από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, οι λειτουργικές τους ομοιότητες είναι κατάφωρες. Οι φασίστες όπως και οι φιλελεύθεροι πιστεύουν σ’ έναν κόσμο όπου τους όρους θέτουν οι λίγοι νικητές, ενώ οι πολλοί και αδύναμοι μένουν στο έλεος των ισχυρών. Συμφωνούν ότι η αέναη πάλη όλων εναντίον όλων είναι κάτι το φυσιολογικό, το θεμιτό, ή και καλό. Η βασική διαφορά μεταξύ τους είναι ότι για τους φιλελεύθερους πεδίο της μάχης είναι η αγορά, όπου κρίνεται ποιος θα βρεθεί νικητής και ποιος νικημένος, ενώ οι φασίστες αναθέτουν αυτήν τη λειτουργία στον πόλεμο. Οι μεν πιστεύουν σε μια ναρκοθετημένη «συναίνεση» που συγκαλύπτει τη δομική βία του συστήματος, οι δε λατρεύουν πανηγυρικά την απροκάλυπτη βία. Μια άλλη διαφωνία είναι ότι οι φιλελεύθεροι συνήθως βλέπουν ως υποκείμενα του ασταμάτητου ανταγωνισμού τα άτομα, ενώ οι φασίστες μιλούν για συλλογικότητες όπως φυλή κι έθνος.

Σε κάθε περίπτωση, τον εικοστό πρώτο αιώνα ο φιλελευθερισμός έφτιαξε έναν κόσμο όπου μια χούφτα ολιγάρχες έχουν πλούτο μεγαλύτερο από τη μισή ανθρωπότητα, όπου πολυεθνικές εταιρείες και κράτη καταστρέφουν ανεμπόδιστα το οικοσύστημα, όπου κανείς δεν νιώθει ασφαλής και οι κοινωνικές ανισότητες ανακαλούν τον καιρό πριν από τη Γαλλική Επανάσταση.*9 Η οικονομική πλευρά του φασισμού, που όχι τυχαία είναι εκείνη που συζητιέται λιγότερο, μας δείχνει την ουσία του καθαρότερα απ’ ό,τι άλλες πλευρές που συγκεντρώνουν συχνότερα την προσοχή των μελετητών, αλλά και της δημόσιας συζήτησης. Για αυτό και δεν θα εξετάσω εδώ αναλυτικά τη συμφορά που σήμανε ο ναζισμός για τη Γερμανία και ολόκληρη την Ευρώπη. Έχει μελετηθεί σε αμέτρητα βιβλία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν εκείνα του Ίαν Κέρσοου και, από μια πιο ριζοσπαστική σκοπιά, του Τιμ Μέησον.*10 Θα σταθώ μόνο στο δήθεν οικονομικό θαύμα του ναζισμού, που επικαλούνται πολλοί σύγχρονοι απολογητές του, αλλά έχει προ πολλού απομυθοποιηθεί από τους ιστορικούς χωρίς πάντοτε να συσχετίζεται, όπως θα έπρεπε, με τη δική μας βιωμένη πραγματικότητα.

4. Η οικονομική πολιτική του φασισμού

Το λεγόμενο οικονομικό θαύμα της χιτλερικής περιόδου αποδείχτηκε ότι στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην καταβαράθρωση του επίπεδου ζωής των εργαζομένων. Η κερδοφορία του κεφαλαίου ενισχύθηκε από τη σχεδόν απλήρωτη εργασία των γερμανών προλετάριων, και ακόμη περισσότερο από τον μαζικό καταναγκασμό σκλάβων στα στρατόπεδα εργασίας. Αξιοποίησε τεράστιες εισροές κεφαλαίων από αμερικανούς καπιταλιστές που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη Γερμανία, με τη φθηνή της εργατική δύναμη, σαν εφαλτήριο για την ευρωπαϊκή αγορά, κι επίσης να την ενισχύσουν ενάντια στην ΕΣΣΔ· στην πραγματικότητα οι επενδύσεις τους στο χιτλερικό κράτος ξεπερνούσαν εκείνες που έκαναν σ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη.*11 Τέλος, ο χιτλερισμός άφησε κληρονομιά στον χρηματοπιστωτικό τομέα το λεγόμενο Δόγμα Σαχτ.

Ο Γιάλμαρ Σαχτ ήταν ένας περίφημος φιλελεύθερος οικονομολόγος, που επί Χίτλερ διέπρεψε ως διοικητής της κεντρικής τράπεζας και υπουργός Οικονομικών. Ανέτρεψε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι κεντρικές τράπεζες όλους τους προηγούμενους αιώνες. Μέχρι τότε βασικοί ρόλοι της κεντρικής τράπεζας ήταν να εκδίδει νόμισμα και να δανείζει το δημόσιο θησαυροφυλάκιο όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη, συνήθως για κάποιον πόλεμο. Κατά τον Σαχτ όμως η κεντρική τράπεζα δεν έπρεπε ποτέ μα ποτέ να δανείζει απευθείας το κράτος. Έπρεπε να δανείζει στις ιδιωτικές τράπεζες, κι εκείνες στη συνέχεια να δανείζουν στο κράτος όσα οι ίδιες θα ήθελαν, αν και όποτε θα ήθελαν, με όποιους όρους θα ήθελαν, και φυσικά με όποιο επιτόκιο θα ήθελαν. Κατ’ αυτό τον τρόπο το κράτος, καθώς και ολόκληρη η οικονομία θα ήταν πάντοτε δέσμιοι των τραπεζιτών, Το Δόγμα Σαχτ ξαναζωντάνεψε στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού και αποτελεί τη βάση λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την ίδρυσή της. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ένα δόγμα πιο αντιδημοκρατικό και περισσότερο προσαρμοσμένο στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Μια άλλη μεγάλη κληρονομιά του φασισμού στη σημερινή οικονομία είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Τα δύο πρώτα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων στην Ευρώπη τα δρομολόγησαν ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ αμέσως μόλις έγιναν πρωθυπουργοί.*12

Η με κάθε τρόπο στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου είναι πάγιο χαρακτηριστικό του φασισμού. Είναι όμως και το μεγάλο του μυστικό που πρέπει να μένει όσο γίνεται πιο κρυφό, ώστε να μπορεί ο φασισμός να προσελκύει μάζες και να λειτουργεί ως κίνημα. Συχνά μάλιστα χρησιμοποιεί αντικαπιταλιστική φρασεολογία, η οποία ωστόσο πότε δεν στρέφεται ενάντια στην ουσία του καπιταλισμού, δηλαδή την οικονομική εκμετάλλευση των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Οι φασίστες παριστάνουν πως οι αστοί δήθεν τους ενοχλούν, αλλά για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός

από το ότι εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Είναι ηθικά μαλθακοί και πολιτισμικά παρακμασμένοι, ανεπαρκώς ανδροπρεπείς, ελλειμματικά πατριώτες, αλλά όλα αυτά εύκολα διορθώνονται με την κατάλληλη καθοδήγηση, δηλαδή με την ανάληψη της εξουσίας από τους φασίστες.

Στην πραγματικότητα οι φασίστες πότε δεν έπληξαν το κεφάλαιο, αντίθετα πάντοτε πρωτοστάτησαν στη συντριβή των αντιπάλων του, λειτουργώντας σαν μπράβοι που αναλαμβάνουν τη βρώμικη δουλειά. Πρώτο τους μέλημα όποτε παίρνουν την εξουσία είναι πάντοτε να καταστρέψουν τις εργατικές οργανώσεις, να συμπιέσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και να εξαφανίσουν τις δημοκρατικές κατακτήσεις. Κατά κανόνα επίσης προσυπογράφουν ένα μισογυνικό πρόγραμμα, κηρύσσοντας την επιστροφή της γυναίκας στους παραδοσιακούς ρόλους – Kinder, Küche, Kirche, όπως το έθεταν οι ναζί, δηλαδή «Παιδιά, Κουζίνα, Εκκλησία».*13 Δε χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ στους τρόπους που μεταχειρίζονται και τους δήθεν φυλετικούς ή εθνικούς εχθρούς.

5. Τι είναι ο φασισμός;

Η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων μεταξύ των αδύναμων λειτουργεί σαν το άλλοθι που επιτρέπει τη σύμπλευση των φασιστών με τους δυνατούς, οι οποίοι βεβαίως συνήθως τους ανταποδίδουν την εύνοια. Ένα άλλο ιστορικό δεδομένο είναι ότι πάντοτε έπαιρναν την κυβέρνηση με την επίνευση ή τη συνεργασία συντηρητικών ή φιλελευθέρων.*14 Με άλλα λόγια, ποτέ δεν αποτέλεσαν αντισυστημική δύναμη. Αντίθετα η δράση τους στερεώνει πρακτικά το σύστημα και συνάμα το επικυρώνει ιδεολογικά. Απευθύνονται σε στρώματα που πλήττονται από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά δεν έχουν διάθεση ή ελπίδα για ν’ αγωνιστούν εναντίον του. Λένε στους οπαδούς τους περίπου τα εξής, μολονότι συνήθως χρησιμοποιούν διαφορετικά λόγια: «γνωρίζω ότι ζούμε μέσα σε μια ζούγκλα, και συμμερίζομαι τον πόνο σου. Το σύστημα είναι κανιβαλικό και δεν αλλάζει, επομένως πρόσεξε να γίνεις θύτης και όχι θύμα. Θα σε βοηθώ να χτυπάς τους αδύναμους και να προστατεύεσαι από τους δυνατούς. Υπάκουσε στις διαταγές μου, ένωσε την τύχη σου μαζί μου, και θα επιβιώσεις». Είναι μήνυμα ισχυρό, αλλά δε βρίσκει εύκολα αποδέκτες σε πληθυσμούς που δεν έχουν προηγουμένως θυματοποιηθεί από τη δομική βία του καπιταλιστικού συστήματος.

Αυτή η επισήμανση μας οδηγεί στην ουσία του φασισμού, που θα μπορούσε ίσως να συμπυκνωθεί σ’ έναν ορισμό, σ’ ένα χρηστικό εργαλείο εννοιολογικής αποσαφήνισης κι εργασίας. Όπως επισήμανε ο μεγαλύτερος ίσως σύγχρονος μελετητής του, ο φιλελεύθερος αμερικανός ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον, ο φασισμός στηρίζεται σε πολιτικά πάθη μάλλον παρά σε ιδέες, τις οποίες χρησιμοποιεί εργαλειακά για να προσελκύσει οπαδούς μάλλον παρά για να σμιλέψει τον κόσμο σύμφωνα με κάποιο πρότυπο. Όποτε παύουν να τον βολεύουν τις εγκαταλείπει ανενδοίαστα και παίρνει άλλες, διαλέγοντας από εκείνες που κυκλοφορούν στην ατμόσφαιρα. «Αυτές είναι οι αρχές μου», όπως έλεγε ο Γκράουτσο Μαρξ, «αλλά αν δεν σας αρέσουν, έχω και άλλες!»

Ο Πάξτον προσπαθεί, αρκετά διαλεκτικά, να δει «τον φασισμό σε δράση», ως μια σειρά διαδικασιών που εκτυλίσσονται ιστορικά. Στη συνθετική του μελέτη, την καλύτερη απ’ όσες τυχαίνει να γνωρίζω, παρακολουθεί και συγκρίνει τις πρωτεϊκές μεταλλάξεις των φασιστών καθώς αυτοί προσαρμόζονται – ή αποτυχαίνουν να προσαρμοστούν – για να καταλάβουν τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο. Τονίζει πως από τα μοτίβα της παρακμής, της ταπείνωσης ή της θυματοποίησης της εθνικής κοινότητας το φασιστικό κίνημα παράγει αντισταθμιστικές λατρείες της ενότητας, της ρώμης και της καθαρότητας. Στα φασιστικά καθεστώτα ένα μαζικό κόμμα με βάση στρατευμένους εθνικιστές, σε συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, καταλύει τις δημοκρατικές ελευθερίες και προωθεί, χρησιμοποιώντας βία δίχως ηθικούς ή νομικούς φραγμούς, στόχους εσωτερικής εκκαθάρισης κι εξωτερικής επέκτασης.*17

Στα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν αφότου εκδόθηκε το βιβλίο του η συγκριτική και ιστορική προσέγγισή του δικαιώθηκε ως πιο γόνιμη για την κριτική κατανόηση και την αποδόμηση του φασισμού από εκείνες άλλων μελετητών που στηρίζονται στη θεωρία των ιδεοτύπων, σε ψυχολογικές ή αισθητικές αντιλήψεις, ή και στα πορίσματα μάλλον μονοδιάστατων κοινωνιολογικών ή πολιτικών αναλύσεων. Οι προβλέψεις του Πάξτον για την άνοδο του φασισμού σε χώρες όπως το Ισραήλ και οι ΗΠΑ δυστυχώς επαληθεύτηκαν. Το βασικό του έλλειμμα αφορά, νομίζω, μια κάποια αμηχανία του μπροστά στη συχνή συνεργασία και συνέργεια φασιστών και φιλελευθέρων, αλλά από την άλλη μεριά η μέθοδός του είναι στέρεη και οι ιδέες που αναπτύσσει γενικά εύστοχες.

Αντίθετα από τον συντηρητισμό, τον φιλελευθερισμό και τον ριζοσπαστισμό, ο φασισμός δεν έχει ιδέες, αλλά συνθήματα· δεν είναι ιδεολογία, αλλά πολιτική πρακτική.*15 Τούτο έχει μεγάλη πρακτική σημασία όσον αφορά τους τρόπους που τον πολεμάμε. Αν θέλουμε να τον νικήσουμε, η στρατηγική μας απέναντί του πρέπει να στηρίζεται στην αναμέτρηση, όχι στη συναίνεση. Ποτέ ο φασισμός δεν νικήθηκε επειδή έχασε κάποια ιδεολογική αντιπαράθεση, ούτε κέρδισε ποτέ μάχες επειδή οι ιδέες του αποδείχθηκαν ισχυρότερες. Νικά ή νικιέται στο πρακτικό πολιτικό πεδίο -και η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι τελικά πάντοτε νικιέται, ποτέ στην ιστορία δεν έχει κερδίσει, αλλά ωστόσο μπορεί προτού νικηθεί να προξενήσει τεράστιες καταστροφές.*16 Είναι τεράστια ανακούφιση και πηγή ελπίδας ότι στη χώρα μας, για την ώρα, τον τσακίσαμε.

Σημειώσεις

*1. Όσον αφορά τον Μουσολίνι και τον ιταλικό φασισμό, η καλύτερη εισαγωγή είναι τα βιβλία του Μπόσγουωρθ: R. J. B. Bosworth, The Italian Dictatorship. Problems and Perspectives in the Interpretation of Mussolini and Fascism, Arnold, Νέα Υόρκη 1998· βλ. επίσης Martin Blinkhorn, Mussolini and Fascist Italy, Routledge, Λονδίνο 1994.

*2. Βλ. για τους Επίστρατους Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996. Γενικά για την ανάπτυξη του ελληνικού φασισμού, βλ. την παλιότερη μελέτη μου: Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι. Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006. Το πρώτο της μέρος περιλαμβάνει και μια επισκόπηση των θεωριών περί φασισμού που αναπτύχθηκαν από την αριστερά, από τον Μεσοπόλεμο ως σήμερα, όσο και στο πλαίσιο των λεγόμενων «φασιστικών σπουδών» που εδραιώθηκαν τη δεκαετία του 1980.

*3. David Blackbourn, Geoff Eley, The Peculiarities of German History.Bourgeois Society and Politics in Nineteenth-Century Germany, Oxford University Press, Οξφόρδη 1984· Geoff Eley, From Unification to Nazism: Reinterpreting the German Past, Unwin Hyman, Λονδίνο 1986 [1983].

*4. Paul L. Williams, Operation Gladio. The Unholy Alliance between the Vatican, the CIA, and the Mafia, Prometheus Books, Nέα Υόρκη 2015· Daniele Ganser, NATO’s Secret Armies. Opertation Gladio and Terrorism in Western Europe. An Approach to NATO’s Secret Stay-Behind Armies, πρόλογος John Prados, Frank Cass, Λονδίνο 2005· και στα ελληνικά, Ντανιέλε Γκάνσερ, Οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ: Η επιχείρηση Gladio και η τρομοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, μετάφραση Κωνσταντίνος Φασούλης, πρόλογος, επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας, Antilogos, Αθήνα 2007.

*5. Για τον ρόλο που διαδραμάτισε στην άνοδο του καπιταλισμού το κυνήγι των μαγισσών και τα νήματα που το συνδέουν με τη φασιστική εποχή, βλ. το ήδη κλασικό Σίλβια Φεντερίτσι, Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση, μετάφραση Λία Γυιόκα, Ίρια Γραμμένου, κ.ά.., εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2011.

*6. James Q. Whitman, Hitler’s American Model. The United States and the Making of Nazi Race Law, Princeton University Press, Princeton, Oxford 2017.

*7. Όσον αφορά τις γενοκτονίες γενικά, βλ. Colin Martin Tatz, With Intent to Destroy. Reflecting on Genocide, Verso, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2003· Mark Levene, “Why is the Twentieth Century the Century of Genocide?”,Journal of World History 11.2 [2000], σ. 305-336· Garry Leech, Capitalism. A Structural Genocide, Zed Books, London, New York 2012. Για τον εποικιστικό αποικισμό της Αμερικής βλ. David E. Stannard, American Holocaust. Columbus and the Conquest of the New World, Oxford University Press, Νέα Υόρκη, Οξφόρδη 1993· Walter L. Hixson, American Settler Colonialism. A History, Palgrave Macmillan, Νέα Υόρκη 2013.

*8. Η βιβλιογραφία για το Ολοκαύτωμα που διέπραξαν οι ναζί είναι απέραντη. Βλ. καταρχάς Raoul Hilberg, Perpretrators, Victims, Bystanders. The Jewish Catastrope 1933-1945, Harper, Νέα Υόρκη 1992.

*9. Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century, μετάφραση Arthur Goldhammer, The Belknap Press of Harvard University Press, Καίμπριτζ Μασαχουσέτης, Λονδίνο 2014 [2013]. Και στα ελληνικά, Thomas Piketty, Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα, μετάφραση Ελίζα Παπαδάκη, Πόλις, Αθήνα 2014.

*10. Jane Caplan (επιμ.), Nazism, Fascism, and the Working Class. Essays by Tim Mason, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1995· Ian Kershaw, The Nazi Dictatorship. Problems and Perspectives of Interpretation, Arnold, Νέα Υόρκη 2000· του ίδιου, The Hitler Myth. Image and Reality in the Third Reich, Clarendon, Oξφόρδη 1987. Επίσης απαραίτητα είναι τα Michael Dobkowski, Isidor Wallimann, Radical Perspectives on the Rise of Fascism in Germany, 1919-1945, Monthly Review Press, Nέα Υόρκη 1989· των ίδιων, Towards the Holocaust: The Social and Economic Collapse of the Weimar Republic, Greenwood Press, Westport CT 1983.

*11. Όσον αφορά τη ναζιστική οικονομία βλ. το κλασικό David Abraham, The Collapse of the Weimar Republic. Political Economy and Crisis, Princeton University Press, Πρίνστον 1981, και το πιο σύγχρονο Adam Tooze, The Wages of Destruction. The Making and Breaking of the Nazi Economy, Penguin, Χάρμοντζουερθ 2007.

*12. Germà Bel, “The Coining of “Privatization” and Germany’s National Socialist Party”, Journal of Economic Perspectives 20.3 [2006], σ.187–194· του ίδιου, “From Public to Private. Privatization in 1920’s Fascist Italy”, EUI Working Paper RSCAS 2009/46, European University Institute, Φλωρεντία 2009. Για τον Σαχτ βλ. πρόχειρα Jan Toporowski, “Notes on the Eurozone Crisis”, 26 Οκτωβρίου 2012, στο http://debt-issues.blog.rosalux.de/files/2012/10/eurozone-crisis_jan-toporowski.pdf .

*13. Ωστόσο η πραγματικότητα συχνά είναι πιο περίπλοκη. Όσον αφορά τη γερμανική περίπτωση βλ. Dagmar Herzog, Sex After Fascism. Memory and Morality in Twentieth-century Germany, Princeton University Press, Πρίνστον 2005. Βλ. επίσης Victoria De Grazia, How Fascism Ruled Women. Italy, 1922-1945, Oxford University Press, Οξφόρδη 1992· Kevin Passmore, Women, Gender and Fascism in Europe, 1919-45, Rutgers University Press, New Brunswick 2003.

*14. Για τη σχέση φιλελεύθερων και φασιστών βλ. Ishay Landa, The Αpprentice’s Sorcerer. Liberal Tradition and Fascism, Brill, Λάιντεν 2010. Για τη σχέση φασιστών και συντηρητικών βλ. Martin Blinkhorn (επιμ.), Fascists and Conservatives. The Radical Right and the Establishment in Twentieth-Century Europe, Routledge, Λονδίνο 1990. Βλ. επίσης Robert O. Paxton, The Anatomy of Fascism, Penguin Books, Harmondsworth 2005· και στα ελληνικά, Ρόμπερτ Πάξτον, Η ανατομία του φασισμού, μετάφραση Κατερίνα Χαλμούκου, Κέδρος, Αθήνα 2007.

*15. Robert O. Paxton, Η ανατομία του φασισμού, ό.π.. Αντίθετη άποψη έχει πάντως ο μεγάλος ισραηλινός μελετητής του φασισμού Zeev Sternhell, The Birth of Fascist Ideology. From Cultural Rebellion to Political Revolution, Princeton University Press, Πρίνστον 1994.

*16. Για το πώς νικιέται ο φασισμός απαραίτητη και αξεπέραστη ως σήμερα παραμένει η εύληπτη μπροσούρα του Colin Sparks, Ποτέ ξανά. Πώς και γιατί να σταματήσουμε το φασισμό, Κίνηση Απελάστε τον Ρατσισμό, Αθήνα 2012.

*17. Robert O. Paxton, Η ανατομία του φασισμού, ό.π..


του Σπύρου Μαρκέτου, Επίκουρου Καθηγητή Πολ. Επιστημών ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου