Μια μαρτιάτικη μέρα καθόμουν στην αποβάθρα του ερημικού σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης μας. Ξαφνικά άκουσα ένα τρένο να έρχεται. Τι; Πώς; Εδώ τρένο; Είναι δυνατόν; Και τι τρένο! Το τρένο της «ανάπτυξης». Ουάου! Υπερσύγχρονο, γυαλιστερό, φρεσκοβαμμένο! Μόλις στάθηκε μπροστά στην αποβάθρα, δηλαδή ακριβώς μπροστά μου, είδα μέσα του πολυτελή καθίσματα και αναπαυτικές θέσεις. Ζήλεψα! Βέβαια οι επιβάτες ήταν κάπως σκυθρωποί. Συμπαθέστατοι άνθρωποι αλλά μελαγχολικοί. Κοιτάζοντάς τους μου έβγαινε η λέξη «κυριούληδες» παρότι ήταν οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι. Περίεργο!
Ο υπάλληλος της σιδηροδρομικής εταιρίας βγήκε αμέσως και φώναξε επιδεικτικά «για ελάτε! Δεν θα περιμένουμε και πολύ.» Γύρισα και είδα γύρω μου. Μα δεν υπήρχε άλλος! «Σε ποιον μιλάει;» Τότε βγήκε κι ο σταθμάρχης και μου είπε «άντε! τι περιμένεις;» εγώ του απάντησα «μα δεν έχω σκοπό να πάρω το τρένο». Τότε και οι δύο με κοίταξαν απορημένοι. «Τι, ήρθε το τρένο της ανάπτυξης κι εσύ δεν θα το πάρεις;» μου είπε ο σταθμάρχης. «Τρελός είσαι; Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Τώρα είναι η ευκαιρία σου. Έτσι γίνεται εδώ». Απόρησα και έμεινα σκεπτικός, καθώς ο υπάλληλος της σιδηροδρομικής εταιρίας και σταθμάρχης διεκπεραίωναν τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν την αναχώρηση.
«Πρέπει να πάω!» σκέφτηκα. Και εκεί που ήμουν έτοιμος να σηκωθώ, να σου ένας γεράκος περνά από μπροστά μου. Από πού «ξεφύτρωσε» αυτός τώρα; Τον έσπρωξα για να περάσω καθώς το τρένο είχε σφυρίξει και ξεκινούσε. Τον έριξα κάτω τον άνθρωπο. Αλλά τι να κάνω; Το τρένο της «ανάπτυξης» έφευγε. Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη και καθώς το τρένο δεν είχε προλάβει να αναπτύξει ταχύτητα, πρόλαβα να φτάσω στα σκαλιά της πόρτας του τελευταίου βαγονιού. Όμως εκεί με περίμεναν κάποιοι από τους «κυριούληδες» και με κλωτσούσαν για να μην ανέβω.
«Μα τι κάνετε;» τους φώναζα.
«Το τρένο είναι γεμάτο, μου φώναξαν. Δεν παίρνει άλλους. Άλλωστε δεν χωράει και πολλούς».
«Μα ρε παιδιά, βοηθήστε να χωρέσω κι εγώ. Τους άφησα όλους πίσω μου. Δεν βλέπετε;»
«Οι θέσεις στο τρένο της ανάπτυξης είναι αυστηρά καθορισμένες. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε, οι υπόλοιποι θα μείνουν εκτός».
Καθώς έτρεχα σκόνταψα σε μία πέτρα, έπεσα κάτω με το πρόσωπο και… Ξύπνησα! «Ρε, τι εφιάλτης ήταν αυτός;».
Αφού ξύπνησα από το όνειρο, προσγειώθηκα στην πραγματικότητα! Ποια πραγματικότητα; Αυτή της μικρής ξεχασμένης πόλης, που δεν έχει πολλά πράγματα να επιδείξει. Μάλλον δεν έχει ούτε τα απαραίτητα. Ένα νοσοκομείο με γιατρούς ας πούμε! Ούτε και κάτι από αυτά που μπορούν να τη ζωηρεύουν. Μία υποτυπώδη πανεπιστημιακή σχολή που έχει, κι αυτή ετοιμάζονται να την κλείσουν.
Μα τι λέω! Σε λίγο θα έχουμε πειραματικά σχολεία!! Δύο σχολεία της πόλης μου θα γίνουν πειραματικά. «Ω! οποία τιμή!». Σε αυτά θα δοκιμάζονται νέες εκπαιδευτικές μέθοδοι, αλλά και θα πειραματίζονται με νέα ήθη.
Σε αυτό θα μπαίνουν τα παιδιά με κλήρωση. Γιατί κλήρωση; Πότε κυρίως χρησιμοποιούμε αυτή τη διαδικασία; Συνήθως όταν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο και δεν φτάνει για όλους. Εξ’ ορισμού λοιπόν η όλη διαδικασία δημιουργεί μια ελιτίστικη αντίληψη. Στο σημείο αυτό τίθεται σε δοκιμασία και η άρση της χωροταξικής κατανομής, κάθε παιδί να πηγαίνει δηλαδή στο πλησιέστερο στο σπίτι του σχολείο. Αυτό είναι βασική αρχή για την διασφάλιση ισότιμων σχολείων για όλα τα παιδιά σε κάθε γειτονιά. Δεν τηρείται αυτό με τον καλύτερο τρόπο στην περιοχή μας, με ευθύνες της διοίκησης, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για κάτι χειρότερο.
Από την άλλη, θα είναι ένα σχολείο που το θέλουν πολλοί μαθητές αλλά μόνο λίγοι θα μπορούν να το έχουν. Όσοι είναι τυχεροί στην «ρουλέτα» θα μπορούν να φουσκώνουν από περηφάνια κι ας μην ξέρουν ακριβώς γιατί. Έτσι! Γιατί τους έτυχε το «λαχείο». Το παιδί στο απέναντι μπαλκόνι θα βλέπει το σχολείο και θα αναθεματίζει την τύχη του που δεν κληρώθηκε. Να ένα άλλο μεγάλο πείραμα: «η αφομοίωση της ανισότητας».
Υπάρχει όμως και ένα άλλο πειραματικό δεδομένο. Η αφομοίωση της εργασιακής βαρβαρότητας. Όλοι οι εκπαιδευτικοί του σχολείου χάνουν αμέσως τις οργανικές τους θέσεις κι ας πάλεψαν, κάποιοι από αυτούς, χρόνια για να είναι στο σχολείο τους σήμερα, σύμφωνα και με τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Ίσως μπορέσουν να παραμείνουν, αν μπορέσουν να ξεπεράσουν τον σκόπελο της αξιολόγησης στις νέες πειραματικές «πιρουέτες» που θα τους προτείνονται. Εργασιακή ανασφάλεια και κυρίως αμφισβήτηση, ακόμη και σε ανθρώπους που βρίσκονται λίγα χρόνια πριν το τέλος της εκπαιδευτικής τους καριέρας. Και τι με αυτό; Προσκυνώ τη χάρη σου, «Ανάπτυξή» μου!
Πώς έγινε όμως όλο αυτό! Συνήθως ο ορισμός των σχολείων ως πειραματικά, γινόταν μετά από αίτηση των σχολείων που το επιθυμούσαν. Φέτος πλέον είχαμε άλλη μία «καινοτόμο μέθοδο». Μπορούσαν οι διευθυντές των κατά τόπους διευθύνσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΔΕ) να προτείνουν μόνοι τους, με βάση κάποια γενικόλογα κριτήρια. Βλέποντας τι έγινε σε όλη την Ελλάδα καταλαβαίνουμε ότι το Υπουργείο πίεσε τους ΔΔΕ να προτείνουν μόνοι τους σχολεία, όπου δεν υπήρχαν διαθέσιμες αιτήσεις σχολείων. Έτσι δικαιολογείται η αντισυναδελφική πράξη τους να δείξουν με «το δάκτυλό» τους, ποιοι από τους συναδέλφους τους θα μπουν στην «γραμμή» της εργασιακής αβεβαιότητας. Επίκεινται και κρίσεις για τους ΔΔΕ, οπότε η αυριανή αξιολόγησή τους θέλει σημερινά «λάφυρα». Ένα άλλο λοιπόν πειραματικό ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα της χειραγώγησης μιας «επερχόμενης» αξιολόγησης.
Υπάρχουν πάντως και πολλά πειραματικά δεδομένα και καινοτομίες σε όλο αυτό το εγχείρημα. Το «χρύσωμα του χαπιού»: τιμή για το σχολείο, υποσχέσεις καριέρας κλπ. Αλλά και εναλλακτικά υπάρχει ο κοινωνικός αυτοματισμός, καθώς όποιος αντιδρά φωτογραφίζεται ως «ανάχωμα στο τρένο της ανάπτυξης».
Και για τους πρόθυμους του κοινωνικού αυτοματισμού, να πούμε ότι υπάρχει σαφής διατυπωμένη η άποψη του κλάδου που μιλά για πειραματικά σχολεία με τυχαίο δείγμα μαθητών, χωρίς να αποκλείονται έτσι τα παιδιά της γειτονιάς, και τυχαίο δείγμα καθηγητών, ώστε να μη λειτουργούν ως σχολεία με «συνθήκες θερμοκηπίου» ακατάλληλες για πνευματικές καλλιέργειες εκτός αυτού.
Το κακό με όλα αυτά δεν είναι ότι με πιέζετε να μπω στο τρένο της «ανάπτυξης», που δεν με χωράει έτσι κι αλλιώς, αλλά ότι θέλετε να μου ξηλώσετε και το παγκάκι από το οποίο αγναντεύω τη θλίψη των «κυριούληδων» που είναι μέσα σε αυτό.
Εικόνα εξωφύλλου: Leonora Carrington, The labyrinth, 1991
του Λάζαρου Ασμή
πηγή: https://selidodeiktis.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου