Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

«Έφυγε» ο μεγάλος φωτορεπόρτερ Γιάννης Μπεχράκης


Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 59 ετών ο πολυβραβευμένος φωτορεπόρτερ Γιάννης Μπεχράκης. 
«Η αποστολή μου είναι να σας αφηγηθώ την ιστορία, ώστε εσείς να αποφασίσετε τι θέλετε να κάνετε. Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: «δεν γνώριζα»», είχε πει ο Γιάννης Μπεχράκης 


«Θα ήθελα πολύ να είμαι αυτός ο πατέρας. Νομίζω ότι κάθε παιδί θα ήθελε να έχει έναν τέτοιο πατέρα». Με αυτή τη φράση περιέγραψε ο Γιάννης Μπεχράκης στον συνάδελφό του από το Reuters, Βασίλη Τριανταφύλλου, την εμβληματική φωτογραφία από την Ειδομένη. «Αυτή η εικόνα αποδεικνύει ότι τελικά υπάρχουν υπερήρωες, δεν φορούσε μια κόκκινη μπέρτα, αλλά μια αυτοσχέδια μαύρη μπέρτα από μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Για μένα αυτό αντιπροσωπεύει τον παγκόσμιο πατέρα και την άνευ όρων αγάπη του πατέρα για την κόρη».
δείτε φωτογραφίες του παρακάτω
δυο λόγια για εκείνον από το facebook της Victoria Kavouriari

Σιωπή. 
Γι αυτή την είδηση, αυτο το νέο, αυτή την απώλεια. 
Σιωπή όταν τα λόγια δεν αρκούν.
Χρεος ελάχιστο και επιθυμία να γράψεις έστω και λίγα που να στέκουν.
Ηταν ο πρώτος άνθρωπος και το πρώτο Τοπίο μιας σειρας από Τοπία Ανθρώπων που ακολούθησαν για το Πρώτο Πρόγραμμα, τότε NET FM. 19 Φεβρουαρίου 2011. Πριν οκτώ χρόνια...
Ηταν η αφορμή στην ιδέα για συνεντεύξεις με ανθρώπους σαν ένα ταξίδι με τα τοπία, τη ζωή και τη ματιά τους μέσα από αυτή για να δούμε τον κόσμο τους και τον κόσμο γύρω μας.
Απλός, ήρεμος, φτιαγμένος από Αντί-'Υλη δηλαδή το αντιθετο του επουσιώδους, του δευτερεύοντος.

Αυτός που ήξερε να διυλίζει την ουσία της ζωής και ήξερε τη διαφορά δευτερολέπτων που χώριζε τα πάντα από τον θάνατο.

Φτιαγμένος από σκόνη ανθρώπων, ώρα που νυχτώνει, ουρανό στα μάτια, βουτιά στον ωκεανό, κρύο πρωινού, γκρι πολέμου, σιωπή ουσίας και κατεβασμένο φακό από σεβασμό.

Η είδηση μες στη νύχτα δεν άφηνε αμφιβολία, αναβολή, μετάθεση, ελπίδα.

Ο,τι γλίτωσε από εσχατιές ύπαρξης, γης, ανθρώπων, από όλα τα σπουδαία που έζησε η ανθρωπότητα από τη δεκαετία του '80 ως σήμερα, το κατάφερε ο καρκίνος στα 58 του.

Θα πρόσθεσε ευκαιρίες, δυνατότητες, γλιτωμούς, διασώσεις, πιθανότητες και θα έκρινε ότι χαρίστηκε πολύ.

Αμίληκτος.

Θυμήθηκα τη Δημουλά: Όταν μιλάει η αταξία, η τάξη να σιωπαίνει. Έχει μεγάλη πείρα ο χαμός...

Ειρωνία! Δεν χωρούσε στην ευταξία του κόσμου, μέχρι που η αταξία τον πήρε μαζί της.
Θυμήθηκα και την Γιουρσενάρ : δεν ζω όπως ζουν, δεν αγαπώ όπως αγαπούν, δεν πιστεύω όπως πιστεύουν. Θα πεθάνω όπως πεθαίνουν.



Κάλυπτε και ταξίδευε, ζούσε και επιδίωκε το εξαιρετικό, το σπάνιο, το όριο, το ασύλληπτο σε βαρβαρότητα και συνάμα ανθρωπιά. 

Το μοναδικό, το εκατοστό του δευτερολέπτου που αν δεν το προφτάσεις, έχασες κι ίσως χάθηκες κι εσύ.

Για αυτο ήταν σπουδαίος, όμορφος, ουσιαστικός. Γιατί πρόλαβε. Γιατί αγωνιούσε να προλάβει, να είναι εκεί, να δείξει. Ξανά και ξανά. Απόδειξη, σπάνιας ποιότητας.

Γιατί ήξερε τη μαγεία και την βαρβαρότητα των ανθρώπων.

Γιατί έζησε την κτηνωδία απο τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και το να σκοτώνουν βρέφη, μέχρι το να τρώει την σφαίρα αντί για εκείνον ο φίλος και "αδελφός" του στην Σιέρα Λεόνε, ο Κερτ Σορκ, σε ενέδρα με αυτοκινητοπομπή. Τότε που γύρισε τον φακό στον ίδιο του τον εαυτό, πιστεύοντας ότι κατέγραφε τις τελευταίες του στιγμές εν ζωή.

Στην εκπομπή του αφιέρωσε το Brothers is Arms των Dire Straits, λέγοντας ότι ήταν Brothers in everything.

Τι τραγούδι να ήθελε να αφιερώσει στον εαυτό του;
Σκέφτομαι το Paint it black των Rolling Stones.

Ροκ.
Για μια ζωή σαν ροκ τραγούδι, σκληρό και ευαίσθητο, αργό και γρήγορο, δυνατό και ήρεμο, εφηβικό και ενήλικο.

Δεν ήξερε τι θα κάνει στη ζωή του όταν τέλειωσε το σχολείο, μας είχε πει τότε στην εκπομπή που κάναμε με την Σταματία.
"Μέχρι που είδα τη "Νικαράγουα" μια ταινία με τον Νικ Νόλτε φωτορεπόρτερ που κατέγραφε την ανατροπή του Σομόζα από τους Σαντινίστας και αποφάσισα ότι αυτό θέλω να γίνω", ειπε.

Και έγινε. Με το παραπάνω.

Από τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία, την Τσετσενία, το Αφγανιστάν, τον Περσικό Κόλπο, την κηδεία του Χομεϊνί με τα εκατομμύρια, μέχρι το προσφυγικό σήμερα, με ανάθεση στον ίδιο του Γραφείου Reuters στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Κύπρο, τα βραβεία, το Pulitzer, διακρίσεις, καταξίωση.

Από την Σιέρα Λεόνε με τους ανήλικους αντάρτες να κρατούν χατζάρια, μέχρι τη λέμβο με τους πρόσφυγες να ταξιδεύει στο Αιγαίο απόγευμα και να ακολουθούν δελφίνια και τον πατέρα στη βροχή αγκαλιά με το παιδί του για το άγνωστο.
Ολη η ανθρωπότητα, όλη η ανθρωπιά, όλη η απανθρωπιά στα μάτια όσων φωτογράφιζε.

Σε αυτούς χρωστάω τα πάντα, μας είχε πει. 

Στους ανθρώπους αυτούς που δέχτηκαν να τους φωτογραφίσω και έγινα ό,τι έγινα.

Σε ανθρώπους σαν τον Γιάννη Μπεχράκη χρωστάμε την ύπαρξή μας, την ιστορία μας, τη βεβαιότητα, τη μνήμη μας, την απόδειξη ότι τα πράγματα συνέβησαν τότε, έτσι, εκεί και όχι ποτέ, πουθενά ή αλλιώς.

Σε αυτή την εκδοχή που πρότεινε με τον φακό του με ό,τι έπρεπε να δούμε.

Σε αυτό το δευτερόλεπτο που έκανε πάντα τη διαφορά. 
Στην επίγνωση ότι ζούμε στιγμές και την ευγνωμοσύνη για ό,τι "αυτονόητο" έχουμε.

Κλαίω που έφυγε τόσο νωρίς, τόσο άσχημα, τόσο όλα.

Κλαίω για τα σημερινά παιδιά που δεν τον ξέρουν και δεν θα τον μάθουν και γιατί η δημοσιογραφία, τα media, ο παγκόσμιος τύπος χάνει έναν σπουδαίο άνθρωπο, έναν υπέρμαχο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια φωνή συνείδησης σε καιρούς άγριους, εκτός από έναν άριστο επαγγελματία.

Βαθιά λύπη και βαθιά υπόκλιση.

Μπεχράκης: "Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Αύγουστο του 2015 στο νησί της Κω, όταν είδα μια γυναίκα, μιας συγκεκριμένης ηλικίας, να κάθεται στην παραλία της άμμου. Ο ήλιος μόλις αναστήθηκε και έλαμψε στο πρόσωπο της. Χαμογελούσε. Ήταν μια πολύ ήρεμη στιγμή. Καθώς δεν ήθελα να καταστρέψω αυτή τη στιγμή της αρμονίας και της γαλήνης, τράβηξα μερικά πλάνα από απόσταση - στην παραλία οι άνθρωποι ήταν, δημοσιογράφοι, πρόσφυγες - και κάποια στιγμή έφτασα πιο κοντά στη γυναίκα και της πρόσφερα ένα γλυκό, Ως Έλληνας τρόπος για να πεις καλώς ήρθες. Και μετά κατάλαβα ότι ήταν τυφλή! Η ψυχή μου πλημμύρισε από συγκίνηση. Πήρε το χέρι μου και, συνέχισε να χαμογελάει, άρχισε να μου λέει πόσο ευγνώμων ένιωσε ότι είχε φτάσει τόσο μακριά, ότι μπορούσε να νιώσει το αεράκι και τη μυρωδιά της θάλασσας. Ένιωσε ότι υπήρχε ελπίδα γι ' αυτήν για άλλη μια φορά, για τα παιδιά της και τα μεγάλα παιδιά της. Ήταν παλαιστινιακή και ήταν η δεύτερη φορά που ήταν από τη γη της, πρώτα από την παλαιστίνη στη Συρία και τώρα για δεύτερη φορά από τη Συρία στην Ευρώπη. Και, παρ ' όλα αυτά, δεν είχε χάσει την πίστη της στην ελπίδα και στην ομορφιά αυτού του κόσμου "


Ο Μπεχράκης δεν έβλεπε τη ζωή μέσα από τον φωτογραφικό φακό του αλλά μέσα από τα μάτια της ψυχής του. Γι’ αυτό ήταν ξεχωριστός.
Δείτε τη σκιά του κολυμβητή και θα το νιώσετε.
Κάθε εικόνα του ένα ολόκληρο βιβλίο…























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου