Το τελευταίο διάστημα, παρουσιάζονται ως πανάκεια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του ελληνικού σχολείου, η σχολική αυτονομία, με την έννοια της εκχώρησης του δημόσιου σχολείου σε ιδιωτικούς φορείς και η καθιέρωση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησής του διαμέσου κουπονιών (vouchers). Το πολιτικό πλαίσιο αυτών των εκπαιδευτικών θέσεων στην Ελλάδα είναι τα πορίσματα του εθνικού διαλόγου για την παιδεία (πόρισμα Λιάκου – πόρισμα Γαβρόγλου), η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για το ελληνικό σχολείο, αλλά και η επιθετική υποστήριξη του κ. Μητσοτάκη στο σχολείο της αγοράς.
Πρόκειται για την προσπάθεια εμπέδωσης του νέου δημόσιου μάνατζμεντ στις δομές του δημόσιου σχολείου, πολιτική επιλογή, η οποία γνωρίζει μια διακομματική συναίνεση, έστω και αν ο κ. Μητσοτάκης πιο ειλικρινής πολιτικά , από τη σημερινή κυβέρνηση, τονίζει ανοικτά και ξεκάθαρα, σε πλήρη συμφωνία με τον ΟΟΣΑ , την άποψη ότι τα δημόσια αγαθά, όπως η εκπαίδευση, δεν χρειάζεται να παρέχονται απαραίτητα από το δημόσιο τομέα. Μπορούν να εκχωρούνται με δημόσια χρηματοδότηση σε επιχειρηματικούς φορείς. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, τα κουπόνια και η εκχώρηση του δημόσιου σχολείου σε ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις είναι μια λύση που προοπτικά εμπεδώνει τον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό, συμβάλλει στην άνοδο των εκπαιδευτικών επιπέδων και διαχέει την αριστεία στο σχολείο, παρέχοντας θεωρητικά τη δυνατότητα στα παιδιά των εργατικών στρωμάτων να έχουν μια “ποιοτική εκπαίδευση”, η οποία ταυτίζεται πλήρως με τα ιδιωτικά σχολεία.
Για την προβληματική του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού, τα κουπόνια ως εναλλακτική μορφή χρηματοδότησης του δημόσιου σχολείου, αποτελούν μια κοινωνικά προοδευτική και φιλεργατική εκπαιδευτική πολιτική για τα παιδιά των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Παρέχουν τη δυνατότητα μιας “ποιοτικής εκπαίδευσης” ακριβώς για εκείνες τις κοινωνικές ομάδες με τις πιο αδύναμες κοινωνικές και μορφωτικές αποσκευές. Το βασικό ζητούμενο, για αυτή την προβληματική, είναι να απελευθερωθεί η μόρφωση των εργατικών στρωμάτων από τις κρατικές γραφειοκρατίες και τα επαγγελματικά συμφέροντα των εκπαιδευτικών . Η ρητορική διακήρυξη “πρώτα ο μαθητής” που διατυπώθηκε στην αρχή της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα από την κύρια Διαμαντοπούλου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προβληματικής, αλλά και της πολιτικής τακτικής να αποκτήσει λαϊκά ερείσματα, ένα κατά βάση αντιλαϊκό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Η οπτική αυτή για τη δημόσια εκπαίδευση δεν είναι ασφαλώς καινούρια. Διατυπώνεται θεωρητικά τη μεταπολεμική περίοδο από τον Milton Friedman, βασικό εκφραστή της νεοφιλεύθερης οικονομικής σκέψης και την οικονομική σχολή του Σικάγου και αποτέλεσε βασική αιχμή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου σχολείου σε μια σειρά χωρών τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η δημιουργία ενός “σχολείου φάρου” (beacon schools) σε κάθε εργατική φτωχογειτονιά στα τέλη της δεκαετίας του 90 και αργότερα μιας Ακαδημίας (Academy), σχολείων δημόσιας χρηματοδότησης, αλλά ιδιωτικού επιχειρηματικού ελέγχου, είχαν αυτή τη στόχευση, η οποία ήταν και είναι πολλαπλά παραγωγική πολιτικά στη μορφωτική διαφοροποίηση και πολιτική αποσυσπείρωση ταυτόχρονα των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων στο μορφωτικό πεδίο. Αντίστοιχα προγράμματα κουπονιών και τοποθέτησης λαϊκών στρωμάτων σε ιδιωτικά σχολεία εφαρμόστηκαν μαζικά από την πολιτειακή και ομοσπονδιακή εκπαιδευτική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και από χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Χιλή.
Δεν θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο με τις σαθρές επιστημολογικές και παιδαγωγικές προϋποθέσεις των αστικών επιχειρημάτων για την αριστεία και τη διασφάλιση μιας ποιοτικής εκπαίδευσης για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες, διαμέσου των οιονεί σχολικών αγορών. Ασφαλώς και η εκπαίδευση ως κοινωνική λειτουργία δεν πρέπει να καθορίζεται απλά από τα “επαγγελματικά συμφέροντα” των εκπαιδευτικών , αλλά δεν είναι τόσο σαφές στα πλαίσια αυτής της προβληματικής γιατί μια ιδιωτική εταιρεία να ενδιαφερθεί για το δημόσιο συμφέρον και τη μόρφωση των παιδιών και όχι για τη μεγιστοποίηση των κερδών της. Η συζήτηση είναι μεγάλη.
Επισημαίνουμε πολύ συνοπτικά ότι ο μεταρρυθμιστικός βηματισμός του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού προγράμματος είναι αρχικά η χρόνια υποχρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου, η δημόσια απαξίωση των εκπαιδευτικών και η ρατσιστική διαχείριση του πολυεθνικού χαρακτήρα των εργατικών περιοχών στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ανεργίας . Πρόκειται για τη συστηματική αποδόμηση του δημόσιου σχολείου (έλλειψη εκπαιδευτικών, ανυπαρξία αντισταθμιστικών εκπαιδευτικών δομών, μεγάλος αριθμός μαθητών ανά τμήμα), την ευρύτερη εγκατάλειψη και υποβάθμιση των δημόσιων υποδομών στις εργατικές περιοχές, με την παράλληλη καλλιέργεια ενός ηθικού πανικού που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί σε αντιδραστική κατεύθυνση υπαρκτούς φόβους των λαϊκών στρωμάτων . Η συνέχεια είναι να προβάλλονται τα κουπόνια και τα σχολεία ιδιωτικού -επιχειρηματικού ελέγχου, σχολεία κατά βάση επιλεκτικά, ως μια επιθυμητή λύση για ένα έστω και μειοψηφικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Στην Ελλάδα, η συζήτηση και η αντιπαράθεση για τα πρότυπα σχολεία νομίζουμε είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη.
Αλλού θα εστιάσουμε ωστόσο, χωρίς να υποτιμάμε τα θεωρητικά και αξιακά ζητήματα που θέτει η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου σχολείου. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε στο παρόν άρθρο είναι η έλλειψη οποιουδήποτε ενδιαφέροντος να τεκμηριωθούν οι συγκεκριμένες προτάσεις με μια αντίστοιχη αποτίμηση των διεθνών παραδειγμάτων εφαρμογής τους. Από τις εκθέσεις του εθνικού διαλόγου ως την έκθεση του ΟΟΣΑ και τον νεοφιλελεύθερο ιδεολογισμό του κ. Μητσοτάκη είναι εμφανής η έλλειψη μιας συγκριτικής αποτίμησης αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής, στις χώρες τουλάχιστον όπου έχει εφαρμοστεί. Κατά ένα παράξενο τρόπο, ούτε ο κύριος Λιάκος, ούτε ο κύριος Γαβρόγλου ή ο περιβόητος κύριος Andreas Schleicher διευθυντής του εκπαιδευτικού τμήματος του OOΣΑ , οι οποίοι γενικά αρέσκονται σε αναφορές και παραδείγματα από το εξωτερικό, δεν νιώθουν την ανάγκη να αξιολογήσουν συστηματικά και συγκροτημένα τις συνέπειες αυτών των πολιτικών όπου εφαρμόστηκαν.
Θα επικεντρωθούμε σε τρία μόνο παραδείγματα και με βάση αυτά θα καταλήξουμε σε κάποια γενικότερα συμπεράσματα. Εκτιμούμε ότι με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να απομυθοποιήσουμε τη νεοφιλελεύθερη/ σοσιαλφιλελεύθερη ουτοπία της σχολικής αυτονομίας / κουπονιών όχι μόνο στη βάση γενικών αξιακών και πολιτικών αντιρρήσεων, αλλά και συγκεκριμένων εμπειρικών δεδομένων.
Α. Η εκχώρηση του δημόσιου σχολείου σε ιδιωτικές εταιρείες.
Θα ξεκινήσουμε από την Αγγλία. Ήδη από το 2000, στην Αγγλία, στα πλαίσια της διακυβέρνησης του Τόνι Μπλερ καθιερώθηκαν οι λεγόμενες Ακαδημίες . Η αρχική τους ανάπτυξη σχετίζονταν με την σχολική αποτυχία και τις μεγάλες μορφωτικές ανισότητες στο εσωτερικό των μεγάλων αστικών κέντρων. Δημόσια σχολεία με χαμηλές επιδόσεις και μειωμένες εγγραφές που κινδύνευαν με κλείσιμο μετατρέπονταν σε Ακαδημίες. Οι Ακαδημίες είναι σχολεία ανεξάρτητα και αυτόνομα από τις τοπικές εκπαιδευτικές αρχές, έχουν τη δυνατότητα να τροποποιούν μερικώς το αναλυτικό τους πρόγραμμα και έχουν πλήρη ελευθερία στον τρόπο πρόσληψης και διαχείρισης του εκπαιδευτικού τους προσωπικού. Χρηματοδοτούνται απευθείας από το κράτος και διοικούνται από κάποιο εξωτερικό σπόνσορα που είναι συνήθως μια ιδιωτική εταιρεία, μια μη-κυβερνητική οργάνωση, η εκκλησία ή κάποιο πανεπιστήμιο μετά από μια χρηματοδοτική συμφωνία μεταξύ κράτους και ιδιώτη (funding agreement) που περιλαμβάνει τους όρους της εκχώρησης του σχολείου.
Στην αρχική εκδοχή του προγράμματος, ο εξωτερικός σπόνσορας θα έπρεπε να παρέχει μέχρι και το 20% του κεφαλαιακού κόστους της λειτουργίας του σχολείου. Η λογική των Ακαδημιών βασίζονταν στη δυνατότητα μόχλευσης κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα για την παροχή μιας ποιοτικής εκπαίδευσης σε παιδιά που ζούσαν σε κοινωνικά υποβαθμισμένες περιοχές. Η αντικατάσταση της διοίκησης του σχολείου, η απελευθέρωση των σχολείων από τις σχολικές γραφειοκρατίες και τους δημόσιους λειτουργούς και η είσοδος κάποιου εξωτερικού “συνεργάτη” πιστεύονταν ότι μπορεί να βελτιώσει τις εκπαιδευτικές επιδόσεις των παιδιών της εργατικής τάξης και των μεταναστών[1].
Τα πράγματα ασφαλώς δεν εξελίχθηκαν έτσι . Υπάρχει μια αφθονία μελετών που δείχνουν ότι οι Ακαδημίες δεν βελτίωσαν την εκπαίδευση των παιδιών της εργατικής τάξης, ενώ αντίστοιχες είναι οι μελέτες και για τα παρόμοια charters schools των Η.Π.Α . Το σημαντικό για την εδώ διαπραγμάτευση είναι ότι στην πορεία δημιουργήθηκαν επιχειρηματικοί κολοσσοί εταιρειών διαχείρισης σχολείων που βασικό στόχο και κίνητρο έχουν, όχι τη τη βελτίωση της εκπαίδευσης των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων, αλλά τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους, σε βάρος της μόρφωσης των παιδιών. Υπερτιμολογήσεις, άθλιες εργασιακές σχέσεις για το εκπαιδευτικό προσωπικό – κανείς/ μιά δεν δουλεύει πάνω από δύο χρονιές στα συγκεκριμένα σχολεία- υπερβολικές αμοιβές για τα στελέχη των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, συντηρητικό ως και αντιδραστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα , οικονομικά σκάνδαλα, κακοδιαχείριση και εντατική εμπορική εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου κάθε σχολείου.
Όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα Guardian, η Academy Enterprize Trust, επιχείριση που ελέγχει 67 σχολεία στη Βρετανία και αποτελεί την μεγαλύτερη αλυσίδα εταιρειών στο πεδίο στην αγγλικής εκπαίδευσης, κατηγορείται για οικονομική κακοδιαχείριση, καθώς καταχράστηκε 500.000 στερλίνες δημόσιας χρηματοδότησης για την ικανοποίηση των δικών της επιχειρηματικών σκοπών και συμφερόντων, την ίδια στιγμή που τα σχολεία της αποτυγχάνουν σε όλους τους εξωτερικούς ελέγχους του Ofsted, του φορέα που είναι υπεύθυνος, στην Αγγλία, για την εξωτερική αξιολόγηση των δημόσιων σχολείων[2]. Ένας φορέας, ο οποίος δεν είναι φιλικός προς το δημόσιο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς του , καθώς αποτέλεσε ένα “πρωτοπόρο ιστορικά θεσμό” για τον παγκόσμιο νεοφιλελευθερισμό. Η εγχώρια ΑΔΙΠΠΔΕ αποτελεί απομίμησή του.
Αντίστοιχα τη φετινή σχολική χρονιά, η εταιρεία Wakefield City Academies Trust, η οποία ήλεγχε 21 σχολεία αποφάσισε να αποσυρθεί και να εγκαταλείψει πλήρως τις σχολικές της μονάδες, καθώς 11 από τα 14 πρωτοβάθμια σχολεία της και 6 από τα 7 δευτεροβάθμιά της βρίσκονται κάτω από το εθνικό μέσο όρο, σύμφωνα με τις εθνικές αξιολογήσεις. Η αποχώρηση της εταιρείας δημιουργεί σοβαρά προβλήματα και για την απασχόληση του εκπαιδευτικού της προσωπικού και για την εκπαίδευση των παιδιών των συγκεκριμένων σχολείων, καθώς η βιωσιμότητα του σχολικού της δικτύου εξαρτάται από την άμεση εξεύρεση νέου σπόνσορα και νέας εταιρείας που θα αναλάβει τα συγκεκριμένα σχολεία[3].
Τα παραδείγματα αυτά αποδεικνύουν ότι η σχολική αποτυχία δεν σχετίζεται με την γραφειοκρατική διοίκηση των σχολείων και την υποτιθέμενη κουλτούρα χαμηλών προσδοκιών του δημόσιου σχολείου, αλλά με την βαθιά κοινωνική ανισότητα και τα ταξικά εκπαιδευτικά πρότυπα της βρετανικής εκπαίδευσης. Αντίστοιχα οι συγκεκριμένες εταιρείες, όπως οι ιδιωτικές εταιρείες σε κάθε πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, ελάχιστα ενδιαφέρονται για την ουσιαστική μόρφωση των παιδιών. Προσανατολίζονται κατά βάση στη μεγιστοποίηση των κερδών τους, ενώ οι χρεοκοπίες και τα λουκέτα, πρακτικές γνωστές στην ευρύτερη καπιταλιστική οικονομία, πραγματοποιούνται πλέον και στο ευαίσθητο πεδίο του δημόσιου σχολείου.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο καθηγητής Άλαν Σίνγκερ επιβεβαιώνει τις ίδιες τάσεις . Μας ενημερώνει ότι η κύρια τάση της εκπαιδευτικής πολιτικής στις ΗΠΑ είναι η απόλυτη κυριάρχηση των κερδοσκοπικών εταιρειών στο πεδίο των λεγόμενων charters schools. Μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες ελέγχουν πλέον αποκλειστικά τα δημόσια σχολεία, όπου η εκπαίδευση των παιδιών, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι υποπροϊόν της προσπάθειας μεγιστοποίησης των επιχειρηματικών κερδών. Μολονότι στη Νέα Υόρκη μόνο 16 από τα 209 charters schools ελέγχονται από ιδιωτικές κερδοσκοπικές εταιρείες, σε άλλες πολιτείες όπως το Μίτσιγκαν, τη Φλόριντα και την Ιντιάνα περίπου το 65% των συγκεκριμένων σχολείων ελέγχονται από κερδοσκοπικές εταιρείες. Ωστόσο και τα θεωρητικά μη κερδοσκοπικά charters schools, σύμφωνα με τον Άλαν Σίγκερ, εξασφαλίζουν υπερβολικά μεγάλη χρηματοδότηση και αμοιβές για τα στελέχη τους, την ίδια στιγμή που ελαστικοποιούν πλήρως τους όρους απασχόλησης του προσωπικού τους[4]. Στην πράξη και στις ΗΠΑ και στη Βρετανία είναι αρκετά θολή η γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των σχολείων που εκχωρούνται υπεργολαβικά άμεσα σε επιχειρήσεις και σε σχολεία που εκχωρούνται φαινομενικά σε μη κερδοσκοπικές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ομάδες γονέων κτλ . Υπάρχει ένας διαρκής μεταμορφισμός, με βασικό στόχο πάντα τη μεγιστοποίηση των κερδών και την απαξίωση του δημόσιου σχολείου και των εκπαιδευτικών του.
Είναι λογικό σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, με την επιχειρηματική τάξη που διαθέτει, αυτή η πολιτική να ασκεί μια γοητεία. Και κατανοούμε και την πρεμούρα της εγχώριας ελίτ για τα δημόσια σχολεία ιδωτικού ελέγχου, τα κουπόνια και την πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών. Σίγουρα τίποτα από τα παραπάνω δεν σχετίζεται με τα μορφωτικά δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Β. Τα κουπόνια στις ΗΠΑ
Η δεύτερη διάσταση σχετίζεται άμεσα με την πρώτη. Όπως τονίζει για τις ΗΠΑ ο Άλαν Σίνγκερ η κύρια τάση στο εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ, μετά και την εκλογή Τραμπ, είναι η μαζική ανάπτυξη προγραμμάτων χρηματοδότησης της εκπαίδευσης των παιδιών, σε πολλές αμερικάνικες πολιτείες , διαμέσου κουπονιών.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι να μελετήσουμε που κατευθύνεται η δημόσια χρηματοδότηση διαμέσου των κουπονιών, η οποία δίνει τη δυνατότητα θεωρητικά στους γονείς να επιλέγουν τη σχολική μονάδα της αρεσκείας τους, η οποία μπορεί και να περιλαμβάνει και ένα ιδιωτικό σχολείο. Το ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό στοιχείο, από το άρθρο του Άλαν Σίνγκερ, είναι ότι συχνά πρόκειται για πρώην charters schools που έχουν αποτύχει σε όλες τις κρατικές αξιολογήσεις. Λόγω της αποτυχίας τους, τροποποιούν το καθεστώς τους από charter school σε απλό ιδιωτικό σχολείο, προκειμένου, να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται από το κράτος[5].
Όπως είδαμε και προηγούμενα υπάρχει σοβαρό ζήτημα νομιμοποίησης της χρηματοδότησης των συγκεκριμένων σχολείων από το κράτος. Πόσο μάλλον όταν το “μαύρο χρήμα” στην εκπαίδευση και οι εταιρείες, που όπως είδαμε δημιουργούν ποικίλα εκπαιδευτικά και οικονομικά σκάνδαλα, δεν πετυχαίνουν τους διακηρυγμένους εκπαιδευτικούς στόχους των κρατικών μηχανισμών και των διεθνών οργανισμών . Σε αυτή την περίπτωση, οι συγκεκριμένες εταιρείες αλλάζουν το καθεστώς τους από αυτό του charter school σε καθεστώς απλού ιδιωτικού σχολείου.
Με αυτό τον τρόπο μπορούν να λαμβάνουν, εκ νέου κρατική χρηματοδότηση, διαμέσου πλέον του διακριτού προγράμματος των κουπονιών, το οποίο χρηματοδοτεί ιδιωτικά σχολεία, παρέχοντας το “αναφαίρετο δικαίωμα στους γονείς” να επιλέξουν για το παιδί τους ένα καλό ιδιωτικό σχολείο. Άρα συμβαίνει το εξής παράδοξο στις ΗΠΑ, σχολεία που απέτυχαν παρά την επιχειρηματική τους διοίκηση, την αποσυνδικαλιστικοποίηση των εκπαιδευτικών τους και την υιοθέτηση μιας συντηρητικής παιδαγωγικής προσέγγισης, βασισμένης στα λεγόμενα “βασικά” , να εξασφαλίζουν με το νέο θεσμικό καθεστώς τους και πάλι δημόσια χρηματοδότηση. Το παιχνίδι συνεχίζεται, αυτή τη φορά με τα κουπόνια.
Σκάνδαλο θα μπορούσαμε να πούμε, καθώς χρηματοδοτούν ότι θεωρητικά καταδικάζουν, δηλαδή τη χαμηλή επίδοση . Αλλά πέρα από τη σωστή ηθική τοποθέτηση του ζητήματος, όπου κλείνουν δημόσια σχολεία στο όνομα των χαμηλών αποτελεσμάτων και την ίδια στιγμή ιδιώτες χρηματοδοτούνται με ποικίλους τρόπους και θεσμικές μορφές, έχοντας αποτύχει παταγωδώς, με βάση τα δικά τους κριτήρια, το πραγματικό ζήτημα είναι λίγο πιο σύνθετο : αυτές οι παραφωνίες είναι δυστυχώς απολύτως φυσιολογικές για τους κανόνες του σχολείου της αγοράς. Το αστικό κράτος , στα πλαίσια της όποιας αυτονομίας του, δεν μπορεί, παρά να μεριμνά , σε τελική ανάλυση, για τα συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου και των οικονομικών του προτεραιοτήτων . Η εκπαίδευση εντάσσεται σε αυτές τις κοινωνίες απόλυτα στο πεδίο της άμεσης καπιταλιστικής συσσώρρευσης και κερδοφορίας. Δεν υπάρχει κανένας χώρος για συναισθηματισμούς και δύσκολες παιδαγωγικές συζητήσεις. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο κύριος Schleicher με το διεθνές κύρος του ΟΟΣΑ και των αξιολογικών του τεχνολογιών .
Δεν θέλουμε να φανταστούμε τι θα γίνοταν στο δικό μας εκπαιδευτικό συστήμα, αν υιοθετούσαμε αυτή τη λογική “εκσυγχρονισμού” Η πιθανότητα ο κ. Μαρινάκης ή ο κ. Σαββίδης να ελέγχουν καμιά 30 πρώην δημόσια σχολεία με ποικίλες μορφές, ως αποδέκτες κουπονιών ή απλά ως μέτοχοι ιδιωτικών εταιρειών εκπαιδευτικής υπεργολαβίας, μας ακούγεται μάλλον οργουελικό. Νομίζουμε θα συμφωνήσουν και οι οικογένειες των μαθητών μας.
Γ. Οι συνέπειες των κουπονιών στη συνολική χρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου
Σε αυτό το τμήμα της εργασίας μας θα επικεντρωθούμε σε μια πιο δομική διάσταση, η οποία αναφέρεται στο τρόπο με τον οποίο η υιοθέτηση του προγράμματος των κουπονιών επηρεάζει τη συνολική χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική διάσταση. Έχει αξία να τονίσουμε ότι κανένας νεοφιλελεύθερος ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι συνολικά το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο διαμέσου κουπονιών. Τα κουπόνια και οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται πάντα ως πολιοκρητικός κριός για τη συνολική αναδιάρθρωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Καθόλου τυχαία, ο εμβληματικός Keith Joseph, πολιτικός μέντορας της Μάργκαρετ Θάτσερ, θεωρητικός θεμελιωτής του λεγόμενου Θατσερισμού και υπουργός Παιδείας της Βρετανίας στις αρχές της δεκαετίας του 80, εξέφραζε τις επιφυλάξεις του για τη συνολική τους αποτελεσματικότητα . Έβλεπε ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στη θεωρία του Friedman και τη ζωή . Η αλήθεια είναι ότι οι συνεχιστές του είναι πιο τολμηροί. Σε κάθε περίπτωση, ξεπερνώντας την “αρχαιολογογία του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού”, αλλά λαμβάνοντας υπόψη ότι και ο κ. Μητσοτάκης μιλάει για ένα πρότυπο σχολείο σε κάθε περιφέρεια και ότι ακόμη και στις ΗΠΑ, η πλειοψηφία των μαθητών φοιτεί σε σχολεία δημόσιου ελέγχου, νομίζουμε ότι το ερευνητικό και πολιτικό ερώτημα τι γίνεται με τα υπόλοιπα σχολεία και τη χρηματοδότησή τους αποκτά νόημα.
Το κενό αυτό στον προβληματισμό της άρχουσας τάξης θα πρέπει εξαρχής να μας δημιουργήσει κάποια ερωτήματα. Τα υπόλοιπα σχολεία αφήνονται στην τύχη τους ; Τι θα γίνει με τα παιδιά που δεν θα έχουν την τύχη να πάρουν τo κουπόνι προς την ουτοπία των ιδιωτικών σχολείων ή θα αποτύχουν στις εξετάσεις για τα πρότυπα σχολεία. Υπάρχει μια σιωπή, όπως και μια σιωπή για τη συνολική χρηματοδότηση του σχολείου. Το μόνο αξιόπιστο δεδομένο είναι ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να ισοπεδώνει ή σύμφωνα με τον κ. Λιάκο ότι δεν μπορούμε να πάμε στην “μπουλουκοποίηση” του λυκείου. Θα επικεντρωθούμε σε μια έρευνα για την πολιτεία του Wisconsin.
Πιο συγκεκριμένα, θα αναφερθούμε στη μελέτη της πανεπιστημιακού Ellie Bruecker από το πανεπιστήμιο Μάντισον του Wiscosin, δημοσιευμένη αυτόν τον Οκτώβρη στο Εθνικό Κέντρο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (NEPC) για την οικονομική επίδραση του προγράμματος κουπονιών στη συνολική χρηματότηση του δημόσιου σχολείου της συγκεκριμένης πολιτείας. Αναφέρουμε ενημερωτικά ότι μιλάμε για μια πολιτεία με περίπου 6 εκατομμύρια πληθυσμό, με την όποια εκπαιδευτική αυτονομία διαθέτει πλέον μετά τα μεγάλα ομοσπονδιακά εκπαιδευτικά προγράμματα των τελευταίων δεκαετίων στις ΗΠΑ (ενδεικτικά NCLB της προεδρίας Μπους και Race to the Top της προεδρίας Ομπάμα).
Η Bruecker τονίζει ότι από το 2013, η συγκεκριμένη πολιτεία πρόσθεσε νομοθετικά νέα προγράμματα κουπονιών σε πολιτειακό επίπεδο στα ήδη θεσμοθετημένα προγράμματα στις πόλεις Μιλγουώκι και Ρασίν . Κατά τη γνώμη της, μολονότι τα συγκεκριμένα προγράμματα τοποθέτησης των παιδιών σε ιδιωτικά σχολεία, έχουν αποτύχει να βελτιώσουν την εκπαίδευση των παιδιών συνεχίζουν να αναπτύσσονται και μάλιστα σε παναμερικανικό επίπεδο. Παρά τη διαρκή αύξηση των κεφαλαίων που δαπανώνται στα ποικίλα προγράμματα κουπονιών στη συγκεκριμένη πολιτεία, την τελευταία δεκαπενταετία, δεν υπήρξε καμιά ισχυρή ένδειξη για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών επιδόσεων των μαθητών από τις κοινωνικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Η ίδια θέτει μερικά ουσιαστικά ερωτήματα. Αν τα κουπόνια βελτιώνουν την εκπαίδευση των κοινωνικά πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Τα ερευνητικά της στοιχεία είναι αρνητικά, καθώς είναι πιο πιθανό να αξιοποιήσουν τα κουπόνια μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα παρά η φτωχολογιά της εργατικής τάξης, οι μειονότητες και οι μετανάστες. Μπορούμε να πούμε, βάσιμα, ότι τα κουπόνια συχνά διεκολύνουν κοινωνικές ομάδες που έτσι έτσι και αλλιώς θα επέλεγαν την ιδιωτική εκπαίδευση. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό, αν ο ανταγωνισμός βελτιώνει την ποιότητα των υπόλοιπων σχολείων. Η συγκεκριμένη έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η πολιτική αναδιανέμει, σε τελική ανάλυση, συνολικά τη δημόσια χρηματοδότηση εις βάρος των δημόσιων σχολείων και στην πράξη επιβαρύνει το συνολικό δημόσιο προϋπολογισμό, χωρίς να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον όλων των παιδιών[6]. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αναδιανέμονται δημόσιοι πόροι εντός των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, υπονομεύοντας το κοινωνικό δικαίωμα στη μόρφωση για την εργαζόμενη πλειοψηφία. Τα κουπόνια ως χρηματοδοτική τεχνολογία, απλά καλλιεργούν τον ανταγωνισμό εντός των λαϊκών στρωμάτων και κατευθύνουν δημόσιους πόρους από το δημόσιο σχολείο και τα εργατικά στρώματα προς ιδιωτικά επιχειρηματικά υποκείμενα. Από την οπτική του συνολικού εργατικού συμφέροντος, τα κουπόνια εντατικοποιούν τις μορφωτικές ανισότητες, την ίδια στιγμή που τροποποιούν τους παιδαγωγικούς και αξιακούς προσανατολισμούς συνολικά του εκπαιδευτικού συστήματος, διαμέσου της ιδιωτικοποίησής του.
Συμπεράσματα
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια γενικότερα συμπεράσματα:
α. Τα κουπόνια και οι ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις δεν οδηγούν στη βελτίωση της εκπαιδευτικής “ποιότητας” και σε καλύτερες μαθητικές επιδόσεις.
β. Οι συγκεκριμένοι θεσμικοί και χρηματοδοτικοί μηχανισμοί οδηγούν στην εμφάνιση συγκεκριμένων εκπαιδευτικών εταιρειών, με αμφίβολο εκπαιδευτικό κύρος, εταιρείες που απλά επιδιώκουν να διασφαλίσουν την κρατική χρηματοδότηση και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Επιχειρηματικά υποκείμενα παντελώς άσχετα με την εκπαίδευση, φιλόδοξοι εκπαιδευτικοί τεχνοκράτες αλλά και γενικότεροι τυχοδιώκτες των κρατικών επιχορηγήσεων, οι οποίοι εν νυκτί στήνουν μη κερδοσκοπικές εκπαιδευτικές εταιρείες, συρρέουν στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, διεκδικώντας τη δική τους “πίτα”, αναφερόμενοι πάντα υποκριτικά στις ανάγκες των παιδιών. Την ίδια στιγμή, που οι βασικοί φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι εκπαιδευτικοί, λοιδορούνται και εργάζονται με εργασιακές σχέσεις που παραπέμπουν στη βικτωριανή Αγγλία. Αυτό το “σχολείο” επαγγέλεται ο κ. Μητσοτάκης και αυτό το σχολείο υλοποιεί η σημερινή κυβέρνηση με τις συμφωνίες που έχει υπογράψει με τον ΟΟΣΑ.
γ. Αναπτύσσονται ποικίλα σκάνδαλα οικονομικής διαπλοκής επιχειρήσεων και δημόσιων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, τα οποία αν και γνωστά στη γενικότερη οικονομική ζωή όλων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, μεταφέρονται πλέον και στο χώρο του δημόσιου σχολείου. Το σχολείο γίνεται πεδίο, όχι μόνο οικοδόμησης της αστικής ηγεμονίας, αλλά και κερδοφορίας του κεφαλαίου.
δ. Η ύπαρξη των κουπονιών οδηγεί στη συνολική μείωση των δαπανών στην εκπαίδευση για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Για την πλειοψηφία των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, τα κουπόνια μεταφράζονται σε δραστικές περικοπές της δημόσιας χρηματοδότησης, εγκατάλειψη ολόκληρων περιοχών με το πρόσχημα ότι δεν κάνουν σωστές εκπαιδευτικές επιλογές στο πεδίο των σχολικών αγορών ή δεν ενδιαφέρονται επαρκώς για τη μόρφωση των παιδιών τους. Το απλό μοίρασμα περιορισμένων κεφαλαίων, σε ανταγωνιστικά βάση, σε λαϊκές οικογένειες νομιμοποιεί τελικά την οπτική της αξιοκρατικής ιδεολογίας, η οποία ισχυρίζεται ότι μόνο όποιοι πραγματικά αξίζουν και προσπαθούν πρέπει να έχουν ευκαιρίες. Οι υπόλοιποι, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία, έχουν απλά εσωτερικεύσει μια κουλτούρα “μειωμένης προσπάθειας” ή είναι γενικά “μειωμένων δυνατοτήτων” και συνεπώς μπορούν να αφεθούν στην τύχη τους . Ποικίλες σωβινιστικές, ρατσιστικές θεωρίες συνήθως συμπληρώνουν αυτή την οπτική: “οι μετανάστες δεν ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση των παιδιών τους” “ δεν είμαστε όλοι ίσοι” “ ο εξισωτισμός οδηγεί στον ολοκληρωτισμό” κτλ. Πρόκειται για τη γνωστή ανατροφοδότηση νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς ρητορικής[7]. Εν ολίγοις τα κουπόνια έχουν μια διττή λειτουργία, αφενός δημιουργούν μια αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών και αφετέρου οδηγούν στην ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου.
Από αυτή την άποψη, θεωρούμε ότι η ταύτιση εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και αγοράς είναι απλά δηλωτική της εκπαιδευτικής χρεοκοπίας της κυρίαρχης τάξης και της αδυναμίας της να προτείνει ο,τιδήποτε άλλο πέρα από την καπιταλιστική κερδοφορία και την αναπαραγωγή των αστικών ιδεολογιών του 19ου αιώνα. Αυτή η πραγματικότητα καθιστά την πάλη του εκπαιδευτικού και λαϊκού κινήματος για το δημόσιο ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο της εργατικής χειραφέτησης περισσότερο από ποτέ αλλοτε αναγκαία.
Βιβλιογραφία
Άπλ Μ. (2002), Εκσυγχρονισμός και συντηρητισμός στην εκπαίδευση. Αθήνα : εκδ. Μεταίχμιο.
Bruecker E. (2017), “Assessing the fiscal impact of Wiscosin’ s statewide voucher program”. NEPC on line at http://nepc.colorado.edu/publication/funding
Guardian (2014) “Academy chain under fire following revelation of payments made to bosses” on line athttps://www.theguardian.com/education/2013/jul/20/education-school-academies-michael-gove
Guardian (2017) “Failing academy trust to pull out of 21 schools “ on line athttps://www.theguardian.com/education/2017/sep/09/failing-academy-trust-to-pull-out-of-21-schools
Gunter E (2011) (edit), The state and the education policy. The Academies programme. London: Continuum Books.
Singer A. (2014) “Big Profits in Not-for-Profit Charter Schools” on linehttps://www.huffingtonpost.com/alan-singer/charter-school-executive-profit_b_5093883.html
Singer A. (2017) “Vouchers ‘Save’ Failing Charter Schools” on line at : https://www.huffingtonpost.com/entry/vouchers-save-failing-charter-schools_us_59c8cfefe4b0f2df5e83afdb
[1] Αναλυτικά βλέπε Gunter E 2011
[2] Guardian 2014 .
[3] Guardian 2017 .
[4] Alan Singer 2014 .
[5] Singer A 2017 . Η πρακτική αυτή υιοθετείται διότι οι μηχανισμοί λογοδοσίας στα ιδιωτικά σχολεία είναι χαλαρότεροι σε σχέση με τα charters.
[6] Bruecker E 2017 .
[7] Για το συγκεκριμένο ζήτημα βλέπε Απλ Μ 2002
του Γιώργου Καλημερίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου