Στο κυριακάτικο φύλλο της Αυγής στις 12/2 έχουμε δημοσιευμένη, κατά αποκλειστικότητα, μια πρόγευση του τι θα περιλαμβάνει η περιβόητη επαναεπικύρωση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αν και η εφημερίδα δεν μας ενημερώνει για την πηγή της, ο αναγνώστης αποκτά ωστόσο μια ουσιαστική ενημέρωση για τις πολιτικές και εκπαιδευτικές κατευθύνσεις των προτάσεων ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θα ήταν ενδιαφέρον ασφαλώς να ενημερωθούν οι αναγνώστες της εφημερίδας για την ικανότητα του ιστορικού εντύπου της Αριστεράς να έχει μια τόσο διεισδυτική πρόσβαση στους μηχανισμούς ενός υπερεθνικού ιμπεριαλιστικού οργανισμού, όπως ο ΟΟΣΑ (1).
Πριν προχωρήσουμε, όμως, στο περιεχόμενο των προτάσεων ΟΟΣΑ, όπως παρουσιάζονται στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί, με ασφάλεια, κάποιος να καταλήξει είναι ότι στην πράξη η αναθεώρηση της έκθεσης ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι εδώ και καιρό ήδη ολοκληρωμένη και γνωστή στην κυβέρνηση. Αυτό που απαιτείται είναι πλέον το πολιτικό αμπαλάρισμα και περιτύλιγμα της πρότασης, προκειμένου να δει και επίσημα το φως της δημοσιότητας. Η έκθεση, όπως θα δείξουμε και παρακάτω, περιλαμβάνει όλες τις αντιδραστικές εκπαιδευτικές θέσεις του διεθνούς εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού και από πολλές απόψεις είναι πολύ πιο επιθετική και αντιεκπαιδευτική από αυτή του 2011, καθώς προχωρά στην πολύ πιο συγκεκριμένη εξειδίκευση των γενικών νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών αρχών της προηγούμενης. Από αυτή την άποψη, το κύριο ζήτημα για την κυβέρνηση είναι το πώς θα δικαιολογήσει την έκθεση, παρά το πώς θα τοποθετηθεί πολιτικά απέναντι σε θέσεις που τις είναι ήδη εδώ και καιρό γνωστές.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση θα πρέπει να διευκρινίσει στον ελληνικό λαό και στην εκπαιδευτική κοινότητα γιατί δεσμεύτηκε στο Μνημόνιο 3 να ακολουθήσει τη γραμμή του ΟΟΣΑ για τα εκπαιδευτικά ζητήματα, όταν ο ΟΟΣΑ δεν ανήκει στο κουαρτέτο των “δανειστών” και το πολιτικό περιεχόμενο των εκπαιδευτικών θέσεων του είναι γνωστό παγκοσμίως. Ιδιαίτερα το Τμήμα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και οι εκπαιδευτικοί του, οι οποίοι ήταν επικριτές της έκθεσης του 2011, θα πρέπει να μας εξηγήσουν τι νεότερο περίμεναν από την επικαιροποίηση της αρχικής έκθεσης και αν πίστευαν πραγματικά ότι διαμέσου του ΟΟΣΑ θα ήταν εφικτό να διασφαλιστούν τα μορφωτικά δικαιώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε κάθε περίπτωση την αποκλειστικότητα της αποκάλυψης αυτή τη φορά δεν την κάνει κάποιο άλλο έντυπο, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα της διάψευσης, αλλά η ίδια η εφημερίδα της κυβέρνησης. Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε, βάσιμα, ότι τα χρονικά περιθώρια για τους κυβερνώντες έχουν στενέψει απελπιστικά.
Τέλος, η μεσοπρόθεσμη έκθεση του ΟΟΣΑ είναι ήδη γνωστή, όχι μόνο στο υπουργείο, αλλά και στο ΣΕΒ και κατά τη γνώμη μας πλευρές της ήταν γνωστές και στους εμπνευστές του Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία και των δύο γνωστών πορισμάτων που είδαν το φως της δημοσιότητας το 2016 (πορίσματα Γαβρόγλου- Λιάκου). Δεν μπορεί να διαφύγει, για παράδειγμα, της προσοχής μας ότι τόσο στην “αποκλειστικότητα της Αυγής”, όσο και στο πόρισμα του ΣΕΒ, με διαφορά ολίγων ημερών, τονίζεται με έμφαση ότι το 85% της δημόσιας χρηματοδότησης του σχολείου πηγαίνει σε μισθούς και απασχόληση εκπαιδευτικού προσωπικού.
Η πρακτική αυτή, άλλωστε, είναι λίγο πολύ γνωστή. Οι υπερεθνικοί θεσμοί προτάσσουν γενικές κατευθυντήριες θέσεις και ταυτόχρονα νομιμοποιούν και αναπλάθουν πολιτικά τις στοχεύσεις των επιμέρους εθνικών κυρίαρχων καπιταλιστικών τάξεων. Πρόκειται για μια ιδιότυπη αλληλοτροφοδότηση εθνικών και διεθνικών συμφερόντων προς όφελος συνολικά του κεφαλαίου (εθνικού και διεθνικού), όπου οι εθνικές ελίτ και υλοποιούν το σχέδιο των υπερεθνικών θεσμών, αλλά ταυτόχρονα υπαγορεύουν συγκεκριμένες πλευρές του, οι οποίες βαπτίζονται στη συνέχεια ως “διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας” και αποκτούν το χαρακτήρα φυσικής αναγκαιότητας.
Η αποκλειστικότητα
Τι περιλαμβάνεται ωστόσο στην «αποκλειστικότητα της Αυγής»; Οι περισσότερες θέσεις είναι γνωστές ήδη από την προηγούμενη έκθεση, απλά με βάση τη διαρροή της Αυγής θα πρέπει να αναμένουμε μια εμφατικότερη υπογράμμιση και εξειδίκευση ήδη γνωστών θέσεων. Το έργο επαναλαμβάνεται επομένως με νέο περιτύλιγμα και νέους πρωταγωνιστές.
Εξαρχής πρέπει να τονίσουμε ότι ο ΟΟΣΑ είναι σε επίπεδο εκπαιδευτικών προτάσεων κοινότυπος και τυποποιημένος. Παρά τις επιστημονικοφανείς εκθέσεις του, στην πράξη, προτείνει τη γενίκευση του ταξικού μοντέλου εκπαίδευσης του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες της σχολικής αυτονομίας, δηλαδή της λειτουργίας των σχολείων με όρους επιχειρήσεων, της αποκέντρωσης του ελέγχου και της διοίκησης των σχολείων στους δήμους και τις περιφέρειες, της ανταγωνιστικής χρηματοδότησης των σχολικών μονάδων, με την άμεση εμπλοκή των επιχειρήσεων στο δημόσιο σχολείο και τέλος της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, όπου οι απολύσεις διαμέσου αξιολόγησης αποτελούν τον κανόνα της διαχείρισης και πειθάρχησης του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Αυτό το πολύ συνοπτικά παρουσιασμένο πλαίσιο υποστηρίζει και η «αποκλειστικότητα» της Αυγής. Ειδικότερα:
α. Ο ΟΟΣΑ προτείνει ενίσχυση της σχολικής αυτονομίας, χαλάρωση του κεντρικού έλεγχου σε επίπεδο προσωπικού, προγραμμάτων σπουδών και εκτέλεσης του προϋπολογισμού και λογοδοσία των τοπικών υπευθύνων για την εκπαίδευση.
β. Διαφοροποίηση σχολικών μονάδων, μετακύλιση της ευθύνης για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης σε επίπεδο τοπικό (δήμοι – περιφέρειες), διαφοροποίηση των μισθών των εκπαιδευτικών ανά σχολείο με βάση την απόδοσή τους, χρηματοδότηση συνολικά του δημόσιου σχολείου, με βάση την ανταγωνιστική αύξηση των σχολικών εγγραφών κάθε σχολικής και την εξωτερική αξιολόγηση της απόδοσής τους.
γ. Τριπλή αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου (αυτοαξιολόγηση, ατομική αξιολόγηση και εξωτερική των σχολικών μονάδων) και άμεση σύνδεση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση των σχολείων και τους μισθούς των εκπαιδευτικών.
δ. Αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, με κατάργηση της μείωσης ωραρίου με βάση τα χρόνια προϋπηρεσίας
ε. Κλείσιμο δεκάδων περιφερειακών και όχι μόνο πανεπιστημίων και εξάρτηση της χρηματοδότησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με βάση τα αποτελέσματα και τις επιδόσεις των φοιτητών τους ή με βάση το πόρισμα Λιάκου τις προτιμήσεις επιλογής των υποψηφίων. Το “δανικό ταξίμετρο” (sic) σύμφωνα με την «αποκλειστικότητα της Αυγής».
Κατά τα άλλα η «αποκλειστικότητα» της Αυγής τονίζει ότι “κρίνοντας από την τελευταία μελέτη του το 2011 κανείς θα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η έκθεση του 2016 ζητάει «επένδυση στην παιδεία», χωρίς να αναφέρεται σε περικοπές». Το πιο σύντομο και κακόγουστο ασφαλώς αστείο, το οποίο επιχειρεί παρ’ όλα αυτά να σκιαγραφήσει τα πρώτα επιχειρήματα για το αμπαλάρισμα της πρότασης ΟΟΣΑ στην ελληνική κοινωνία, την οποία έχει ήδη αποδεχτεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μια παρατήρηση μόνο για αυτό το ζήτημα, την οποία μάλλον υποτιμά η αρθρογράφος της Αυγής ελπίζουμε από άγνοια για τη διεθνή εκπαιδευτική πολιτική και όχι από πολιτική σκοπιμότητα. Όταν ο ΟΟΣΑ μιλάει για επένδυση στην εκπαίδευση δεν εννοεί, σε καμιά περίπτωση, χρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου, αλλά χρηματοδότηση για όλους εκείνους τους φορείς που αποκτούν πρόσβαση στο δημόσιο σχολείο. Επομένως και στις επιχειρήσεις. Η παρέμβαση του ΣΕΒ θα έπρεπε να προσεχθεί λίγο περισσότερο, καθώς ο τελευταίος μύρισε ρευστό και προσήλθε στη συζήτηση για το δημόσιο σχολείο. Και εδώ εισερχόμαστε στο πιο πικάντικο κομμάτι της “αποκλειστικότητας” της κυβερνητικής εφημερίδας. Στην περίπτωση της Χιλής.
Στο δρόμο προς τη Χιλή…
Μέσα στο δημοσίευμα αναφέρεται ως πρότυπο προτεινόμενης μεταρρύθμισης, σύμφωνα με την επερχόμενη έκθεση ΟΟΣΑ, η Χιλή και ειδικότερα το πρόγραμμα επιλεκτικής χρηματοδότησης μαθητών από κοινωνικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες, το Subvención Escolar Preferencial (SEP) ή με βάση τη σχετική αγγλόφωνη έκθεση του ΟΟΣΑ, το πρόγραμμα επιλεκτικής εκπαιδευτικής στήριξης (Preferential Educational Subsidy (SEP). Στην πράξη μιλάμε για ένα πρόγραμμα κουπονιών προς τα σχολεία δημόσια και ιδιωτικά (δημόσιας χρηματοδότησης) για την υποστήριξη των κοινωνικά πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Τρεις επισημάνσεις:
α. Η Αυγή με ουδέτερο τρόπο παρουσιάζει ότι δέσμευση της χώρας είναι η χρήση κουπονιών, δηλαδή η μετατόπιση δημόσιων κεφαλαίων για το σχολείο σε ιδιωτικούς φορείς. Σχολεία-επιχειρήσεις και γονείς πελάτες. Οφείλουν να μας εξηγήσουν, επομένως, σε τι διαφέρουν οι συγκεκριμένες προτάσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση, από αυτές του κ. Μητσοτάκη ή του κ. Αβραντίνη της Δράσης;
β. Είναι γνωστό σε όσους ασχολούνται, λίγο σοβαρά με την εκπαιδευτική πολιτική, ότι η Χιλή είναι το μεγαλύτερο νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό πείραμα σε όλο τον κόσμο. Όχι σήμερα, από την εποχή του Πινοσέτ. Ήταν και είναι το εκπαιδευτικό εργαστήρι όπου δοκιμάζονται όλες οι ακραίες νεοφιλελεύθερες και νεοσυντηρητικές εκπαιδευτικές θέσεις των παιδιών του Σικάγο, από την πλήρη ιδιωτικοποίηση των σχολείων μέχρι την παρακολούθηση των εκπαιδευτικών με κάμερα με στόχο την αντικειμενική αξιολόγησή τους. Οι μαχητικές διαδηλώσεις της χιλιανής νεολαίας ενάντια στα δίδακτρα στα πανεπιστήμια είναι η πιο χαρακτηριστική ένδειξη του ακραίου εκπαιδευτικού μοντέλου αυτής της χώρας και των αγώνων που δίνει ο λαός της για να διασφαλίσει τα στοιχειώδη. Η αναφορά και μόνο στη Χιλή θα έπρεπε να οδηγήσει σε άμεση αποχώρηση της χώρας από τον ΟΟΣΑ (αλήθεια τι θα γινόταν αν αποχωρούσαμε ως εκπαιδευτικό σύστημα από τον ΟΟΣΑ; Θα μας έδιωχναν από τη ζώνη του ευρώ ή δεν θα μας προτιμούσαν οι διεθνείς επενδυτές;), σε αλληλεγγύη προς το χιλιανό λαό που αγωνίζεται εδώ και δεκαετίες ενάντια στο σύγχρονο μορφωτικό μεσαίωνα του ιμπεριαλισμού. Η «αποκλειστικότητα» ωστόσο επιμένει στην αντικειμενική και ουδέτερη καταγραφή των πληροφοριών της. Ας είναι.
γ. Τελευταίο, αν και όχι λιγότερο σημαντικό. Αξίζει να επικεντρωθούμε λίγο πιο αναλυτικά στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο της συγκεκριμένης δράσης και στις αιτίες της θεσμοθέτησής της από τη χιλιανή κυβέρνηση το 2008-09. Δεν θα αναφερθούμε σε αναλύσεις χιλιανών αριστεριστών, αλλά στον ίδιο τον ΟΟΣΑ. Παραπέμπουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα “Από τη δεκαετία του ’80 το χιλιανό εκπαιδευτικό σύστημα δομήθηκε γύρω από τις αρχές του αποκεντρωμένου μάνατζμεντ και της ελεύθερης επιλογής, όπου δημόσια και ιδιωτικά σχολεία είχαν τη δυνατότητα να επιλέγουν τους μαθητές τους. Τα σχολεία χρηματοδοτούνταν με βάση τον αριθμό των μαθητών τους (κουπόνι) και κάθε σχολείο λάμβανε πόρους με βάση τους μαθητές που κατάφερνε να εγγράψει, με στόχο να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα και να προσελκύσουν περισσότερους μαθητές, ενώ τα σχολεία μπορούσαν να επιλέξουν μαθητές από τα ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (..) Το 1993 η κυβέρνηση επέτρεψε τα ιδιωτικά με δημόσια χρηματοδότηση σχολεία και τα δευτεροβάθμια σχολεία των δήμων να ορίσουν δίδακτρα για τους γονείς προκειμένου να συμπληρώσουν τη δημόσια χρηματοδότηση. Κάτω από αυτό το σύστημα, η παρακολούθηση σε διαφορετικά σχολεία ήταν άμεση συνάρτηση του οικογενειακού εισοδήματος...” (2) (υπογράμμιση δική μας).
Είναι προφανές από το παραπάνω απόσπασμα ότι ο ΟΟΣΑ αποδέχεται, έστω και ετεροχρονισμένα, τις συνέπειες των πολιτικών που ο ίδιος προτείνει σε διεθνές επίπεδο. Η τελική καθιέρωση του SEP αφορούσε το σχετικό μετριασμό, μέσα στο πεδίο της εκπαιδευτικής αγοράς, των ακραίων νεοφιλελεύθερων μοντέλων που είχε υιοθετήσει η Χιλή. Η θεσμοθέτησή του αποτελεί παραδοχή αποτυχίας των ίδιων των αστικών δυνάμεων στο πεδίο του σχολείου και ας το έχουν υπόψη τους αυτό οι εγχώριοι υποστηρικτές των εκπαιδευτικών αγορών. Προκειμένου να βρουν σχολείο φοίτησης τα παιδιά της εργατικής τάξης το κράτος χρηματοδοτεί ανταγωνιστικά με κουπόνια σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά. Ασφαλώς, με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να νομιμοποιηθεί και να ωραιοποιηθεί ένα σύστημα ακραίας κοινωνικής πόλωσης στο πεδίο της μόρφωσης, το οποίο ο ίδιος ο ΟΟΣΑ είχε προτείνει και σήμερα το θεωρεί κάπως ακραίο ή αναποτελεσματικό. Ένα μοντέλο το οποίο θέλει αντισταθμίσματα πάντα υπό το καθεστώς της επιχειρηματικοποίησης του δημόσιου σχολείου και της μεταφοράς δημόσιων πόρων στον ιδιωτικό τομέα, ένα καθεστώς το οποίο αναπαράγει με ή χωρίς SEP τις ενυπάρχουσες ταξικές ανισότητες. Η κυριαρχία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι σε κάθε περίπτωση αναμφισβήτητη, παρά την προφανή αποτυχία της, όπως ο ίδιος ο ΟΟΣΑ έμμεσα παραδέχεται.
Και όμως, το ίδιο κυνικά και άκριτα, δεν έχει κανένα πρόβλημα ο συγκεκριμένος υπερεθνικός οργανισμός να προτείνει αυτή την πολιτική για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα και αντίστοιχα η αρθρογράφος της Αυγής το αναπαράγει, όχι μόνο από προφανή άγνοια για την οποία δεν έχουμε καμιά αμφιβολία, αλλά και από πολιτική σύμπλευση με το συγκεκριμένο σχέδιο. Οι μηχανισμοί της αγοράς (κουπόνια) προβάλλονται ως μέσο αντιστάθμισης των ανισοτήτων που ο ίδιος ο μηχανισμός της αγοράς διευρυμένα παράγει, πόσο μάλλον σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, όπως το δικό μας, με διαρκή μείωση των δημόσιων δαπανών. Σε αυτό το σκηνικό εμφανίζεται και ο ΣΕΒ, ο οποίος προτείνει δραστικές μειώσεις στο μισθολογικό κόστος στην εκπαίδευση, προκειμένου να απελευθερωθούν δημόσια κεφάλαια και αποκτήσει, διαμέσου κουπονιών και ΣΔΙΤ, πρόσβαση στη δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση.
Ε, να το πούμε επομένως δυνατά: δεν είμαστε και δεν πρόκειται να γίνουμε εκπαιδευτική μπανανία του κάθε κεφαλαιοκράτη. Θα αντιπαλέψουμε τη συγκεκριμένη έκθεση για να ακυρωθεί όπως και η προηγούμενη στην πράξη. Οι εκπαιδευτικοί του κυβερνώντος κόμματος τι άποψη έχουν άραγε; Θα τους καλούσαμε να τοποθετηθούν, εκτός και αν έχουν αποφασίσει να γίνουν Χιλιανοί (και δυστυχώς όχι του Αλιέντε)…
Βιβλιογραφικές Αναφορές
1. Για τον ΟΟΣΑ και την πολιτική του στην εκπαίδευση ενδεικτικά και μόνο βλέπε: Μαυρογιώργος Γ. (2015), Οίκοι Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση και το “αόρατο χέρι” της αγοράς. Γιάννενα : Εκδόσεις Οσελότος.
2. OECD (2013), Education Policy Outlook : Chile. November 2013.
πηγή: https://selidodeiktis15.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου