Οργάνωση των εργαζομένων στο εμπόριο: Δύσκολη αλλά εφικτή
Tο περασμένο καλοκαίρι, όπως και τον Ιούνιου του 2011, χιλιάδες εργαζόμενοι του Macy’s στη Νέα Υόρκη ετοιμάζονταν να απεργήσουν. Και στις δύο περιπτώσεις θα σημειωνόταν η πρώτη διακοπή λειτουργίας του θρυλικού πολυκαταστήματος μετά το 1972. Ωστόσο, τα ξημερώματα, αντιπρόσωποι του Local 1-S στον τομέα του λιανικού και χονδρικού εμπορίου καθώς και το σωματείο του πολυκαταστήματος ανακάλεσαν την απεργία και κατέληξαν σε μια χλιαρή πενταετή συμφωνία.
Επίσης, το 2011, οι εργαζόμενοι στο Target του κοντινού Λονγκ Άιλαντ ψήφισαν σε μια κατεύθυνση οργάνωσης. Όμως, όπως οι περισσότερες τέτοιες εκλογές, έτσι κι εκείνες απέτυχαν, διαψεύδοντας τις προσδοκίες για ένα νέο εργατικό οχυρό στον κλάδο των πολυκαταστημάτων λιανικού εμπορίου.
Επίσης, το 2011, οι εργαζόμενοι στο Target του κοντινού Λονγκ Άιλαντ ψήφισαν σε μια κατεύθυνση οργάνωσης. Όμως, όπως οι περισσότερες τέτοιες εκλογές, έτσι κι εκείνες απέτυχαν, διαψεύδοντας τις προσδοκίες για ένα νέο εργατικό οχυρό στον κλάδο των πολυκαταστημάτων λιανικού εμπορίου.
Το λιανεμπόριο, όπως και τα φαστφούντ, αποτελούν παραδεδεγμένα τους χειρότερους εργασιακούς κλάδους στην Αμερική του εικοστού πρώτου αιώνα. Έχουν γίνει συνώνυμα με τους χαμηλούς μισθούς και την επισφάλεια· είναι η «λύση ανάγκης». Σε αυτούς τους κλάδους, οι μέσοι μισθοί για τους απλούς εργαζομένους κυμαίνονται 30% κάτω από εκείνους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, ενώ οι αντίστοιχοι μισθοί στο γενικό εμπόριο —όπου περιλαμβάνονται τα Macy’s, τα Target και τα Walmart— είναι 44% χαμηλότεροι. Παράλληλα, κάτω από το 5% των εργαζομένων στο εμπόριο είναι σήμερα οργανωμένοι σε συνδικάτα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 1983 (τότε, κυμαινόταν σε ποσοστά πάνω από 10%).
Το εμπόριο, λοιπόν, φαίνεται να είναι έτοιμο να οργανωθεί και άρα να πετύχει αύξηση των μισθών —σύνδεση σωματείου – αύξησης, που είναι ιστορικά αποδεδειγμένη. Ο Nelson Lichtenstein υποστηρίζει ότι τα πολυκαταστήματα συνιστούν «το πρότυπο μοντέλο του καπιταλισμού του εικοστού πρώτου αιώνα» και, ως εκ τούτου, κατέχουν κεντρικό ρόλο στην αναζωογόνηση της αμερικανικής αγοράς εργασίας. Ωστόσο, η χαρακτηριστική αποτυχία οργάνωσης στον κλάδο του λιανεμπορίου φαίνεται να συμβολίζει τα κυρίαρχα διλλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπα τα σωματεία: από τη μία, η επιφυλακτικότητα και ο συντηρητισμός για τη διατήρηση των εναπομενόντων εργατικών προπυργίων και, από την άλλη, η αδυναμία ένταξης νέων μελών.
Έχει χυθεί πολύ μελάνι στην προσπάθεια να εξηγηθεί η δεινή θέση του κόσμου της εργασίας και να αναζητηθούν τα μέσα και οι τρόποι της αποκατάστασής της. Πολλοί το αποδίδουν στην «παγκοσμιοποίηση»· είναι, πολύ απλά, ο λόγος της αποδυνάμωσης της διαπραγματευτικής ισχύος από μεριάς των εργαζομένων και της ισχυροποίησης της θέσης της εργοδοσίας. Άλλοι ρίχνουν το βάρος σε κυβερνητικές ενέργειες —κυρίως κατά τις περιόδους της διακυβέρνησης του Ρίγκαν και του Κλίντον— όπως η οικονομική και βιομηχανική απελευθέρωση, η μείωση των φόρων στα υψηλά εισοδήματα και η NAFTA. Ενώ υπάρχουν κι εκείνοι που καταλογίζουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη γραφειοκρατική ηγεσία των συνδικάτων, καθώς πολλοί επικεφαλής φάνηκαν εξαιρετικά απρόθυμοι να αντιπαλέψουν τον καταιγισμό των υπαναχωρήσεων και να σταθούν απέναντι στο κλείσιμο βιομηχανικών μονάδων που ξεκίνησε τη δεκαετία του‘80.
Μια λιγότερο σαφής, αλλά αρκούντως δημοφιλής, εξήγηση της υποχώρησης του συνδικαλισμού επικεντρώνεται στην ενίσχυση του κλάδου των υπηρεσιών —ο οποίος σήμερα συγκεντρώνει πάνω από τα τρία τέταρτα του εργατικού δυναμικού σε χώρες όπως οι ΗΠΑ— και στον τρόπο με τον οποίο ο συγκεκριμένος κλάδος θέτει ισχυρούς φραγμούς στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση. Συγκεκριμένα, στο εμπόριο και στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών —στον οποίο απασχολούνται σχεδόν οι μισοί από τους εργαζομένους των ΗΠΑ και όπου το ποσοστό οργάνωσης είναι κάτω από 10%— η εικόνα είναι εξαιρετικά απογοητευτική. Από την άλλη, την ίδια στιγμή, σημαντικοί επιμέρους τομείς παροχής υπηρεσιών, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι συγκοινωνίες, έχουν να επιδείξουν κάποια από τα πιο υψηλά ποσοστά συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Γιατί λοιπόν η απουσία των σωματείων είναι τόσο αισθητή στους τομείς εκείνους όπου οι συνθήκες απαιτούν το αντίθετο; Υπάρχει κάτι εγγενές στις υπηρεσίες που καταστέλλει τη συνδικαλιστική δράση και την προφανή της συνθήκη, μια συλλογική, ριζοσπαστικοποιημένη συνείδηση· και πώς αλλάζουν αυτοί οι εργασιακοί χώροι; Μπορούν να ακολουθήσουν δρόμους που θα ενθάρρυναν ή θα περιέστειλαν περαιτέρω την οργάνωση των εργαζομένων;
Ξεκινώντας από τέτοιου είδους ερωτήματα, αφιέρωσα δύο χρόνια σε συνεντεύξεις εργαζομένων από τον τομέα των πωλήσεων στη Νέα Υόρκη. Ήθελα περισσότερο να κατανοήσω την καθημερινή εμπειρία εκείνων που βρίσκονται αντιμέτωποι με το πιο στυγνό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού, να καταλάβω τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τις πολιτικές τους αντιλήψεις· όχι τόσο να κάνω μια τυχαιοποιημένη μελέτη με συνεντεύξεις από εργαζομένους που προέρχονται από πολλούς διαφορετικούς εργασιακούς χώρους. Αποφάσισα να εστιάσω το ενδιαφέρον μου σε εκείνους που δούλευαν σε δύο από τις εμβληματικότερες επιχειρήσεις —Macy’s και Target— της μεγαλύτερης αμερικάνικης βιομηχανίας χαμηλόμισθων, στην πόλη με τις πιο βαθιές ανισότητες. Οι συζητήσεις μου με τους εργαζομένους ανέδειξαν τρία βασικά στοιχεία αναφορικά με τη φύση της χαμηλόμισθης εργασίας στον κλάδο του εμπορίου, καθώς και με τις δυνατότητες βελτίωσης των συνθηκών εργασίας.
Αποειδίκευση
Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι στο χώρο του λιανικού εμπορίου καλούνται να καλύψουν θέσεις που σταθερά και σκόπιμα δεν απαιτούν υψηλές επαγγελματικές δεξιότητες. Τη δεκαετία του ’70, ο Harry Braverman επιχείρησε την περίφημη προώθηση αυτής της ιδέας στο πλέγμα της πλειοψηφίας των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ αλλά, με τα χρόνια, κυριάρχησε μια διαφορετική αφήγηση για τον κλάδο των υπηρεσιών, η οποία εστιάζει στην «αναβάθμιση» και στην «ευελιξία». Ακόμα και καλοπροαίρετοι αριστεροί συχνά τονίζουν τον βαθμό που χαμηλόμισθες θέσεις απαιτούν «ικανότητα», υπομονή και προσπάθεια. Λίγοι ειλικρινείς παρατηρητές θα αρνούνταν το δεύτερο μισό αυτού του ισχυρισμού· ωστόσο, αναμφίβολα, οι εργοδότες συνεχίζουν να καταμερίζουν την εργασία, να τη μετατρέπουν σε ρουτίνα και να την αυτοματοποιούν, όποτε κάτι τέτοιο είναι δυνατό ώστε να καταστήσουν τους εργαζομένους πιο αναλώσιμους και να περιορίσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ.
Κι ενώ κάποτε, στα παραδοσιακά πολυκαταστήματα, ξέραμε ότι «ο πωλητής πουλάει και ο ταμίας χτυπάει» σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας πωλήτριας του Macy’s με δεκαοχτώ χρόνια εμπειρία, σήμερα «κάνεις τα πάντα, είσαι ένας τιμημένος αποθηκάριος!» ανέφερε μια συνάδελφός της με τριάντα ένα χρόνια εμπειρία. Και σε σύγκριση με τα Target, ακόμα και οι δουλειές στα Macy’s φαίνεται να χρειάζονται προσόντα. Σύμφωνα με τους εργαζομένους, στα Target κάνεις «μια απλή δουλειά, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πολύ,» είπε «μέλος της ομάδας πωλήσεων» με έναν χρόνο εμπειρία, «θα πρέπει να είσαι κάπως χαλαρός». Εκεί, οι πωλητές σχεδόν δεν κάνουν καθόλου πωλήσεις, απλώς, γεμίζουν τα ράφια σύμφωνα με προκαθορισμένα εμπορικά πλανογράμματα, ενώ ανά διαστήματα προσφέρουν «Fast, Fun, Friendly» εξυπηρέτηση, όπως επιτάσσει το μότο της εταιρίας. «Η ρουτίνα μας», εξηγεί ένας πωλητής στον πρώτο του χρόνο στα Target, «είναι συγκεκριμένη: μπαίνεις μέσα, πηγαίνεις στη θέση σου, τακτοποιείς τα ράφια, τα γεμίζεις, οργανώνεις τον διάδρομο —όλα στην εντέλεια. Αυτό κάνουμε βασικά. Και βοηθάμε τους πελάτες».
Η αποειδίκευση στα Target και στα Macy’s έχει συνδυαστεί με τη «συλλογικοποίηση» της δουλειάς. Οι εργαζόμενοι στα Macy’s συνειδητοποίησαν ότι συνεργάζονταν όλο και περισσότερο για να διατηρήσουν τα ράφια σε τάξη (παρόλο που υπήρχε ανταγωνισμός για τις πωλήσεις), λόγω του μειωμένου βοηθητικού προσωπικού, ενώ η δουλειά στα Target είναι απολύτως πιο αλληλένδετη. «Αν συνεργαζόμαστε;» απάντησε μια πωλήτρια των Target στην αντίστοιχη ερώτησή μου, «Σίγουρα στο 90 τοις εκατό των περιπτώσεων».
Μια συνάδελφός της, που συνεργάζονταν ήδη έναν χρόνο, συμφώνησε: «Δεν υπάρχει μέρα που να έχουμε χωριστεί, πάντα μαζί». Οι εργαζόμενοι στα Target συχνά καλούνται να πετύχουν ομαδικούς στόχους, όπως να γεμίσουν τα καρότσια ή να φτιάξουν έναν διάδρομο· ακόμα και το ίδιο το κομμάτι των πωλήσεων είναι μια συνολική προσπάθεια με πολλά στάδια (κάποιοι δείχνουν τα προϊόντα, άλλοι βοηθούν ώστε να βρεθεί κάτι συγκεκριμένο και κάποιοι άλλοι μπορεί να κλείνουν μια αγορά). Σημειωτέον, οι εργαζόμενοι αλλάζουν μαγαζιά ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν κάθε φορά. «Όλοι εκπαιδεύονται για όλες τις θέσεις» επεσήμανε μια ταμίας που δούλευε τρία χρόνια «έτσι, εάν κάποιο άλλο κατάστημα χρειαστεί βοήθεια σε άλλο πόστο μπορούν να μεταφέρουν κάποιον από εμάς».
Όσον αφορά τους υπευθύνους, παρουσιάζονται φιλικοί και χαλαροί, κυρίως στα Target, όπου συχνά έπιαναν κουβέντα για αθλητικά ή για την εκπαίδευση και ανά διαστήματα κερνούσαν φαγητό τους εργαζομένους με τις πιο σημαντικές θέσεις ή πρόσφεραν «κάρτες αναγνώρισης» σε κάποια από τις δύο «μαζώξεις» εργαζομένων που γίνονταν μέσα στη μέρα.
Η πλάκα όμως κοβόταν όταν έμπαινε το θέμα των σωματείων. «Είχαν προσπαθήσει να φτιάξουν σωματείο στα Target», θυμήθηκε μια πωλήτρια που δούλευε έντεκα χρόνια εκεί, «αλλά δεν το άφησαν [η διοίκηση] να γίνει —όσοι συμφωνούσαν με κάτι τέτοιο θα απολύονταν». Στα Macy’s (όπου μόνο σε κάποια καταστήματα υπάρχει σωματείο), όποτε μέλη των σωματείων προσέγγιζαν άλλους εργαζομένους, «οι υπεύθυνοι απλώς σου έριχναν ένα βλέμμα του τύπου: το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να αγνοήσεις αυτές τις γελοιότητες» δήλωσε ένας εργαζόμενος στον πρώτο του χρόνο εκεί.
Τέτοιες προσπάθειες αποκλεισμού των σωματείων αποδίδουν σε πολύ μεγάλο βαθμό: παρά τη σταθερή υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας και τη μείωσης των μισθών στα Macy’s, στα σωματεία δεν σημειώθηκε κάποια πρόοδος, σαράντα χρόνια μετά την άνθιση της συνδικαλιστικής οργάνωσης κατά τη φορντιστική εποχή. Στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, πολλά καταστήματα, μεταξύ των οποίων και τα Macy’s, οργανώθηκαν στη βάση ενός ευρύτερου εργατικού ξεσηκωμού. Ωστόσο, εξαιτίας διαφωνιών και ρήξεων σχετικά με το ζήτημα των υπεύθυνων δηλώσεων περί μη κομουνιστικών φρονημάτων που προέβλεπαν οι σχετικοί με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και δράση νόμοι Taft-Hartley και της εξόδου προς τα προάστια, αυτό το κύμα υποχώρησε ξεκάθαρα στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Τα Walmart, τα Kmart και τα Target, που άνοιξαν όλα το 1962, γρήγορα έφτασαν να κυριαρχήσουν στο τοπίο του εμπορίου χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο self-service που αναπτύχθηκε πάνω σε χαμηλούς μισθούς, στην τυποποίηση, στη ρουτίνα και στην επισφάλεια. Μέχρι στιγμής, τα σωματεία δεν έχουν καταφέρει να κερδίσουν έδαφος σε αυτές τις εταιρίες, εκτός από δύο περιπτώσεις στα Walmart, οι οποίες έκλεισαν γρήγορα, και την περίπτωση ενός φαρμακείου, στο κατάστημα των Target που μελέτησα, για το οποίο προβλεπόταν εξωτερική αναδοχή.
Έλεγχος και προσωρινότητα
Ένα δεύτερο συμπέρασμα στο οποίο με οδήγησαν οι συζητήσεις μου με τους εργαζόμενους στο εμπόριο ήταν ότι αυτές οι πολυσχιδείς αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας συμπυκνώνονται σε ένα νέο καθεστώς που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «έλεγχος στην βάση της προσωρινότητας», με διακριτικό του τη μη σταθερή δουλειά σχεδόν για όλους. Μια τέτοιου είδους, σαρωτική επισφάλεια εμπεδώνεται δυνάμει της απλοποίησης και της τυποποίησης των καθηκόντων, της «χαλαρής» επιτήρησης των υπευθύνων αλλά και της αναδιαμόρφωσης της ηλικιακής σύνθεσης του εργατικού δυναμικού (νέοι, ηλικιωμένοι και άλλες δημογραφικές κατηγορίες, κατά κάποιον τρόπο δεύτερης κατηγορίας).
«Προς το παρόν, τα Target είναι τέλεια» μας εξήγησε ένας αποθηκάριος στα είκοσί του, στην πρώτη του χρονιά εκεί, «αλλά σε πέντε χρόνια; Μου φαίνεται ότι θα ήθελα να μείνω οριακά για έναν ακόμα χρόνο». «Οι υπεύθυνοί μου είναι από τους καλύτερους που είχα ποτέ» μας είπε ένας σερβιτόρος που διένυε την τρίτη του χρονιά, «στο διάλλειμα μπορείς να φας μια μέρα δημητριακά, την άλλη γάλα με μπισκότα. Πολύς κόσμος δεν έχει λεφτά για να αγοράσει φαγητό, οπότε αυτό είναι πολύ καλή κίνηση». Για μια σαραντάχρονη πωλήτρια στα Macy’s, στην τέταρτή της χρονιά, είναι απλώς «ένας αγώνας. Δουλεύω part-time και σε μία ακόμα δουλειά και έχω παιδιά. Εδώ πιο πολύ δουλεύουν παιδιά που θέλουν να κάνουν σπουδές κ.λπ. Για μένα όμως, απλώς δεν υπάρχει άλλη επιλογή».
Παρόλο που αυτό το καθεστώς πείθει πολλούς εργαζομένους ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» και ότι τα σωματεία είναι κάτι κακό, προφανώς και έχει τα όριά του. Για πολλούς εργαζομένους, το δυσανάλογο ανάμεσα στο φιλικό, διαπροσωπικό στιλ των υπευθύνων και την αφόρητη φύση της δουλειάς τους είναι χτυπητό και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Μια πωλήτρια, στην πρώτη της χρονιά στα Target, που δουλεύει part-time και ως δασκάλα, θεωρεί τους υπευθύνους της «πολύ ανοιχτούς σε προτάσεις αλλά, στην πραγματικότητα, κανείς δεν πολυμιλάει· συχνά, μας λένε γιατί οι ώρες δεν κατανέμονται· επειδή δεν πιάνουμε τους στόχους για τις πωλήσεις».
Μια πωλήτρια που δούλευε full-time στα Macy’s για τέσσερα χρόνια, παρόλο που «όλα ήταν οκ» με τους ανώτερους, έπαιρνε 9,15$ την ώρα και χρειαζόταν επίδομα στέγασης (το Section 8) για να μπορέσει να βρει σπίτι. «Δεν μπορώ να έχω και την ιατροφαρμακευτική κάλυψη Medicaid, επειδή βγάζω πολλά. Οπότε, μία ή άλλη, βγαίνω χαμένη».
Η συνάδελφός της, μια πωλήτρια που διένυε τον δεύτερό της χρόνο στα Macy’s, μας είπε ότι «Για να πληρώσεις το ενοίκιο θα πρέπει να μαζεύεις λεφτά τρεις εβδομάδες. Μιλάμε για αυτό το επίπεδο διαβίωσης». Και, αντίστοιχα, ένας πωλητής των Target με 9,50 $ την ώρα, αλλά γενικά με όχι ιδιαίτερα παράπονα από την εργοδοσία, αναγνώρισε ότι «Η κατάσταση πηγαίνει μεροδούλι-μεροφάι. Ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσεις· δεν αγοράζεις σπίτι».
Συνείδηση
Tο τρίτο που προέκυψε ήταν ότι αυτός ο έλεγχος δυνάμει της εφήμερης φύσης της δουλειάς στα Target και η μετάβαση προς αυτό, σε άλλες παλαιότερες εταιρίες όπως τα Macy’s, χτίζει νέες και απροσδόκητες μορφές συνείδησης. Οι εργαζόμενοι των Macy’s, κυρίως εκείνοι που δούλευαν σε μαγαζιά με σωματείο, επέδειξαν την κλασική στάση συγκρότησης ταυτότητας και αντιπαράθεσης, βλέποντας τους υπευθύνους της ως «μια τάξη πάνω» που τα βάζει μαζί τους για να τους κατσαδιάσει και να τους υποτιμήσει. «Στα Macy’s, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει υπεύθυνος στον όροφο συνεργαζόμαστε και κάνουμε αυτό που πρέπει» είπε μια πωλήτρια στον τέταρτό της χρόνο εκεί. «Κάνουμε αυτό που νομίζουμε ότι είναι το σωστό· μας λένε τι να κάνουμε αλλά, εάν δεν μας αρέσει δεν το κάνουμε.» είπε μία άλλη.
Δεν ίσχυε το ίδιο και στα Target, όπου ο συγκεκριμένος τύπος ελέγχου βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη. «Συνέχεια κάνω πλάκα με τους υπευθύνους μου· τους αρέσει να μας φτιάχνουν το κέφι, να είναι σίγουροι ότι είμαστε χαρούμενοι.» σημείωσε μια πωλήτρια στην πρώτη της χρονιά εκεί.
Ωστόσο, τα θερμά αισθήματα για τη διοίκηση και η έλλειψη εργασιακής ταυτότητας συνδυάζονταν με μεγαλύτερη αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζομένους των Target σε σχέση με εκείνους στα Macy’s. «Στα Macy’s προσπαθούν να σε ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους.» μας είπε ένας νέος εργαζόμενος στα Target που προηγουμένως δούλευε στα Macy’s, «Στα Target είμαστε πιο πολύ ομάδα». «Δεν δουλεύω για μένα, δουλεύω για την ομάδα,» είπε ένας συνάδελφός του αποθηκάριος, «δεν το βλέπω ανταγωνιστικά. Βέβαια, ο αρχηγός της ομάδας μου μάλλον έτσι το βλέπει». Ένας άλλος πωλητής, στον τέταρτό του χρόνο, ήταν από τους λίγους που συνδύασαν αυτή την αλληλεγγύη με μια ξεκάθαρη αντίθεση: «Νομίζω πρέπει να υπάρχει σωματείο. Υπάρχουν θέματα. Γίνονται αδικίες. Εάν υπήρχε σωματείο θα πληρωνόμασταν καλύτερα».
Αυτό που ανακάλυψα —ίσως βέβαια να μην προκαλεί έκπληξη— ήταν ότι το ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων και η προκλητική αντιμετώπιση των υπευθύνων έκανε τους εργαζομένους στα Macy’s να αισθάνονται περισσότερη υπερηφάνεια για τη δουλειά τους και ενίσχυε την αντιπαραθετική τους στάση. Στα Target, η «συλλογικοποίηση» και η κοινή νεανική ταυτότητα των εργαζομένων ενίσχυαν την αλληλεγγύη, παρόλο που η αυτοματοποιημένη φύση της δουλειάς αποθάρρυνε τα πάντα πλην μιας οργανικής σύνδεσης με τα καθήκοντα της θέσης. Τα παραπάνω ανεστραμμένα μοτίβα καταδεικνύουν τη δυνατότητα ανασύνθεσης τόσο της ταυτότητας όσο και ανασύστασης του πνεύματος αλληλεγγύης στη βάση της ομάδας. Μόνο το πρώτο είναι εφικτό στη μειοψηφία των Macy’s, στα καταστήματα με σωματείο, (περίπου δώδεκα συνολικά). Το δεύτερο ανοίγει έναν δρόμο, που αν και, προς το παρόν, τον έχουμε ακολουθήσει ελάχιστα, παρουσιάζει μια μεγάλη πρόκληση για την οργάνωση ενός ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος στον χώρο του λιανικού εμπορίου.
Αλλά, πέραν του εργασιακού χώρου, πολλοί από τους εργαζομένους με τους οποίους μίλησα έχουν επίσης μια βαθιά πολιτική αγανάκτηση. Ανεξάρτητα από το πού δούλευαν, πόσο χρονών ήταν, αν ήταν άντρες ή γυναίκες, λευκοί ή μαύροι, αν είχαν απολυτήριο λυκείου ή όχι, όλοι οι χαμηλόμισθοι αισθάνονταν προδομένοι από το πολιτικοοικονομικό σύστημα. «Στην Αμερική υποτίθεται τα πάντα είναι καπιταλισμός· στην πραγματικότητα, όμως, όλα είναι ένα μονοπώλιο. Θα σου πουλήσουν το αμερικάνικο όνειρο με τον σκύλο, τον κήπο και την αυλή αλλά αυτά δεν είναι ακριβώς η αλήθεια.» είπε μια πωλήτρια των Macy’s στον πρώτο της χρόνο εκεί.
Ο συνάδελφός της διαμαρτυρήθηκε για το πώς «κόσμος έγινε γνωστός και πλούσιος από πράγματα όπως τα online ενημερωτικά κανάλια, ενώ κάποιοι από εμάς που δουλεύουν σαράντα χρόνια δεν θα γίνουν ποτέ», ενώ μια πωλήτρια άλλου καταστήματος, που δούλευε εκεί δύο χρόνια, θεωρούσε ότι η πολιτική ατζέντα «δεν είναι για το 99 τοις εκατό! Προφανώς, οι πλούσιοι και οι επιχειρηματίες προσλαμβάνουν αυτούς τους ανθρώπους και τους στέλνουν στην Ουάσινγκτον». Μια μεσήλικη πωλήτρια των Macy’s απλώς μας περιέγραψε την κατάσταση: «Έξω κάνει κρύο. Δεν δικαιούσαι εργατική κατοικία ούτε καν επίδομα στέγασης, πια. Το σύστημα έχει αλλάξει. Τότε, κάποιους τους έπιαναν, τους έβαζαν μέσα, τώρα δεν είναι μόνο αυτά».
Οι όποιες διαφορές σε επίπεδο εργασιακού χώρου εξαλείφθηκαν όταν η συζήτησε πήγε σε εκείνα τα θέματα. Παρόλο που δεν έκαναν πάντα σύνδεση με τον δικό τους εργοδότη, πολλοί από τους επισφαλώς εργαζομένους αναγνώρισαν τον ακραίο αποκλεισμό τους από την εξουσία και από αυτόν τον θίασο που έφτασε να γίνει το κεντρικό πολιτικό σκηνικό. «Κανένας τους δεν είναι καλός,» είπε μια πωλήτρια, με επταετή εμπειρία στον κλάδο, για τους πολιτικούς «συνέχει υπόσχονται, όλο θα, θα, θα, μέχρι να πάρουν καρέκλα. Από εκεί κι έπειτα, ό,τι βλέπω με αηδιάζει».
Αλλά, χωρίς μια πραγματική εναλλακτική πολιτική ή ένα σωματείο που να συνδέει την προδοσία των πολιτικών με τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, όπως τα Macy’s και τα Target, οι περισσότερο εργαζόμενοι με τους οποίους μίλησα εξέφρασαν μια αμυντική απαισιοδοξία και μια προτίμηση για ατομικούς δρόμους διαφυγής. Σε αυτή την κατεύθυνση, μια πωλήτρια, στον πρώτο της χρόνο, δήλωσε: «Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά, πρέπει απλώς να βρεις τον δρόμο σου, αυτό μετράει, και να είσαι χαρούμενος μ’ αυτό».
Αλλαγή
Ο χρόνος που πέρασα μιλώντας με τους εργαζομένους στα Target και στα Macy’s ήταν σίγουρα μια τοπικά περιορισμένη δουλειά. Βέβαια, τα συμπεράσματα που προκύπτουν σκιαγραφούν το περίγραμμα μιας υποκειμενικής δύναμης που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον καπιταλισμό των χαμηλών μισθών και να συντελέσει στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Οι επισφαλώς εργαζόμενοι βρίσκονται υπό την επίδραση αντικειμενικών πιέσεων οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν τόσο διασπαστικό όσο και ενοποιητικό παράγοντα. Αφενός, οι δουλειές τους έχουν υποβαθμιστεί, επικρατεί αποειδίκευση και ελαστικότητα —εναλλαγή σε διάφορες τυποποιημένες θέσεις και διαφορετικούς εργασιακούς χώρους. Κάτι τέτοιο κλονίζει την εργασιακή ταυτότητα και το αίσθημα υπερηφάνειας ως όρους πραγματικής συλλογικοποίησης και αντίστασης. Ωστόσο, η απλούστευση και ο «εξορθολογισμός» των υπηρεσιών οδηγεί σε ολοένα και περισσότερη συνεργασία. Αυτό γεννά ένα αίσθημα συλλογικού στη βάση μιας ομάδας, το οποίο θα μπορούσε να αναδειχθεί σε βασικό πλεονέκτημα προς την κατεύθυνση μιας νέας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Σήμερα, ο συνειδητός (αν και φθηνός) προστατευτισμός και η «προσέγγιση» των εργαζομένων επεκτείνουν αυτή τη δεοντολογία του συλλογικού και στη στάση απέναντι στους υπευθύνους, τους οποίους πολύ συχνά οι εργαζόμενοι θεωρούν μέλη της ομάδας. Ωστόσο, το ασυμβίβαστο μεταξύ μιας κακής δουλειάς, από τη μία, και «καλών» υπευθύνων, από την άλλη, είναι πρόδηλο για πολλούς.
Όταν υπάρχουν απτές εναλλακτικές —όπως οι τοπικές του RWDSU σε κάποια καταστήματα Macy’s, ευρύτερες κινήσεις, όπως το Occupy Wall Street και το Fight for $15, αλλά ακόμα και η γενική ιδέα «κάποιου σωματείου»— αυτές συγκεντρώνουν πολλούς εργαζομένους. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων σε όποια Macy’s υπήρχε σωματείο είχαν θετική άποψη για το Local 1-S, παρά την αδυναμία του να σημειώσει μεγάλες νίκες για πολλά χρόνια, ενώ το ένα τρίτο από τους εργαζομένους με τους οποίους μίλησα στα Target, όπου δεν υπάρχει σωματείο, θα ήθελαν να οργανωθούν. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους δεν ήταν συνειδητά εναντίον, απλώς δεν γνώριζαν τι ακριβώς είναι τα σωματεία ή τι μπορούν να κάνουν. «Δεν ξέρω πώς λειτουργεί το πράγμα» μας είπε μια ταμίας των Target, στον δεύτερό της χρόνο εκεί· «Δεν έχω ιδέα τι είναι το σωματείο. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να με βοηθήσει» συνέχισε μία συνάδελφός της στον πρώτο της χρόνο εκεί.
Σαφώς και σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν δυνατότητες. Οι προσπάθειες οργάνωσης χαμηλόμισθων εργαζομένων στον τομέα της εξυπηρέτησης πελατών και άλλων επισφαλώς εργαζομένων μέσω μιας δουλειάς ξεχωριστά ανά μαγαζί, παρόλο που ήταν πραγματικά θαυμαστές, αποδείχτηκαν σισύφειες για τους εργαζομένους σε μεγάλες αλυσίδες, όπως τα Walmart, τα Target και τα McDonald’s. Οι επικεφαλής των σωματείων συρρέουν εν μέσω κυμάτων παραπόνων από τους εργαζομένους αλλά και χρηματοδοτήσεων που λαμβάνουν από τους σπόνσορες των σωματείων τους, μόνο και μόνο για να προσκρούσουν επανειλημμένα σε μια συντονισμένη αντίσταση εκ μέρους των συμβούλων. Όταν τέτοιες εκστρατείες αποτύχουν, όπως συμβαίνει συχνά, τα σωματεία αποσύρονται αφήνοντας του εργαζομένους χωρίς επαρκείς δομές για οργάνωση ή, έστω, για αντιμετώπιση της εργοδοτικής προπαγάνδας.
Και αυτό που μόνο ελάχιστες εκστρατείες θα έκαναν, ακόμα κι αν είχαν αυξημένη επιρροή, θα ήταν να συνδέσουν τα παράπονα των εργαζομένων απέναντι στην εργοδοσία με την γενικευμένη χρεοκοπία και των δύο πολιτικών κομμάτων —κατάσταση την οποία πολλοί εργαζόμενοι έχουν ήδη αναγνωρίσει και την αντιμετωπίζουν σε όλους τους εργασιακούς χώρους αλλά και τη μεταφέρουν σαν στάση και νοοτροπία ακόμα και εκτός εργασιακού χώρου.
Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν περιθώρια. Σε πολλούς χώρους, η μετάβαση σε επισφαλή εργασιακά καθεστώτα έχει δημιουργήσει μια ιδιότυπη συλλογικοποίηση μεταξύ των εργαζομένων που αποτελεί από μόνη της μια εν σπέρματι οργάνωση. Ωστόσο, για την επίτευξη του στόχου της μαζικής οργάνωσης των εργαζομένων απαιτούνται διαρκείς παρεμβάσεις τις οποίες οι εργαζόμενοι θα μπορούν να συνδέσουν μεταξύ τους αλλά και με τις επιμέρους πρωτοβουλιακού τύπου εκστρατείες σε ένα ενιαίο συνεχές.
Το Fight for $15 και οι οργανώσεις που συμμετέχουν αποτελούν μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, δημιουργώντας ελπίδες σε πολλούς χαμηλόμισθους εργαζομένους που κυνηγούν να ξεφύγουν από την καταπίεση της «φιλικής» εκμετάλλευσης και πείθοντας πολλούς περισσότερους για την αναγκαιότητα του εγχειρήματος. Βέβαια, προς το παρόν, δεν υπάρχει ισχυρό έρεισμα σε επίπεδο τοπικής, δυναμικής και αμεσοδημοκρατικής παρέμβασης. Η συγκεκριμένη εκστρατεία αξιοποίησε τη δύναμη του συμβολισμού για να προσελκύσει τον κόσμο αλλά επέδειξε απροθυμία να συνδεθεί με την πολιτική πραγματικότητα, δεδομένων των ισχυρών δεσμών που διατηρούν οι επικεφαλής της με το Κόμμα των Δημοκρατικών, ενώ σκόπιμα καθυστέρησε να επιδιώξει μια πραγματική οικονομική εξουσία.
Για μια πιο ριζοσπαστικοποιημένη κατεύθυνση απαιτείται η δημιουργία και η διαρκής παρουσία συλλογικοτήτων που θα είναι ικανές να αναβαθμίσουν και να προωθήσουν την ενισχυόμενη συλλλογικοποίηση των εργαζομένων, να συνδεθούν με όσους βρίσκονται σε πιο «ευάλωτα» σημεία της αλυσίδας παραγωγής και να συνδέσουν την πολιτική δυσαρέσκεια με τη στάση της εργοδοσίας.
Στην εποχή της κρίσης και της ανανέωσης, η καπιταλιστική πλάστιγγα φαίνεται έτοιμη να γείρει προς τη μεριά του κόσμου της εργασίας και των αμέτρητων δυνατοτήτων που έχει. Όμως, δεν αρκούν ούτε «οι αντικειμενικές επεξεργασίες» ούτε ο φανατισμένος ακτιβισμός. Όλες οι πρωτοβουλίες σε επίπεδο πρακτικής θα γίνονται όλο και πιο επιτυχημένες, όσο περισσότερο ευθυγραμμίζονται με την ανά χώρους και τόπους συνείδηση των εργαζομένων.
Μετάφραση άρθρου του Peter Ikeler από το jacobinmag.com, Δήμητρα Κοντοέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου