Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Εσύ φταις! Εσύ! Μαρία Γιαπαλάκη, περιοδικό Μανδαγόρας, τεύχος 50


Όλοι συμφωνούν σ’ αυτό. Οι γονείς μου, η αδελφή μου, ο άνδρας μου, οι γονείς του, η αδελφή του, ο αδελφός του. Μου το λένε από το πρωί σε όλους τους τόνους. Με μαλώνουν, με παρηγορούν, η κατάληξη ίδια. Εσύ φταις! Πρώτος πέρασε στη σχολή του. Κανείς δε μου πε, εσύ φταις, τότε. Σημαιοφόρος στο δημοτικό. Όλοι μαζί στο σχολείο. Όλοι μαζί καμαρώνανε. Εγώ εφημερία. Με το κινητό στ’ αυτί ν’ ακούω την εικόνα. Φωτογραφίες, βγάλτε φωτογραφίες φώναζα στον άντρα μου. Και βίντεο. Να τα δω όλα. Είναι χαρούμενος; Είναι βαριά η σημαία; Μια σταλιά είναι το πουλάκι μου. Αντέχει; Τα ίδια στο Γυμνάσιο. Στο Λύκειο. Κάθε χρόνο έπαινος. Κάθε χρόνο απουσιολόγος και σημαιοφόρος στην Τρίτη. Όλο συγχαρητήρια μας έδιναν. Στον άντρα μου δηλαδή. Εγώ εφημερία. Με το κινητό στ’ αυτί ν’ ακούω την εικόνα. Μια φορά μόνο τα κατάφερα. Στη δευτέρα γυμνασίου ήτανε. Ζώστηκα τις κάμερες και πήγα. Μόνη. Από νωρίς. Στην πρώτη σειρά να φορώ το τυρκουάζ πουκάμισο που αγαπούσε. Με την πρώτη λέξη του Γυμνασιάρχη μ’ έπιασαν τα κλάματα. Όταν τον φώναξαν να πάρει τον έπαινο, εμένα να με τραντάζουν οι λυγμοί. Και δεν είχα αφήσει κανένα να έρθει. Σήμερα είναι δικός μου, τους είπα. Εσείς τον χορτάσατε τόσα χρόνια. Ούτε φωτογραφία, ούτε βίντεο από εκείνη τη χρονιά.

Από τότε και από την Τρίτη Λυκείου δεν έχουμε φωτογραφίες και βίντεο. Από νωρίς είχε πάει και τότε ο πατέρας του, δίπλα στην εξέδρα των επισήμων, Αριστοτέλους και Τσιμισκή. Μόνο το διαχωριστικό μπροστά του και ο μικρός. Όλη την παρέλαση βιντεοσκόπησε. Και το σχολείο του πέρασε με άλλο σημαιοφόρο. Τρόμαξε ο άντρας μου. Ανησύχησε. Τι έπαθε το παιδί. Μαζί κατέβηκαν από το σπίτι το πρωί. Είπε να περιμένει. Να τελειώσει η παρέλαση και να τον ψάξει. Δεν χρειάστηκε.
Με την ολοκλήρωση της παρέλασης, τον βλέπει. Πρώτος και καλύτερος περνά με δάσκαλους αδιόριστους και φοιτητές και αντί για τη σημαία κρατά ένα πανό που γράφει «Κύριε, εγώ δε θα κάνω παρέλαση». Δεν πρόλαβε να αντιδράσει ο πατέρας του. Γέμισε δακρυγόνα ο τόπος. Είχε και το μικρό μαζί του. Να δει τον αδελφό του σημαιοφόρο. Άρον-άρον έφυγαν. Εσύ φταις, μου είπε και τότε. Και τώρα εδώ. Με τυρκουάζ πουκάμισο περιμένω στην είσοδο της ΓΑΔΘ να με καλέσουν. Είστε πολλοί. Μόνο ένας θα περάσει για κάθε κρατούμενο. Να φτάσει ο χρόνος για όλους. Είπε ο αστυνομικός. Σήμερα είναι δικός μου, λέω και δίνω την ταυτότητα μου. Περιμένω να με καλέσουν και τρέμω. Ο άντρας μου με κρατά από τους ώμους. Με χαϊδεύει, να ηρεμήσω. Και μου δίνει συμβουλές. Τι να του πω. Τι να μην του πω. Η κατάληξη ίδια. Μην είσαι ανεκτική μου λέει. Είδες που φτάσαμε με την ανοχή σου. Δίκιο έχει το παιδί και δίκιο έχει το παιδί. Να τα δίκια του τώρα. Κοίτα που βρισκόμαστε. Σηκώνω τα μάτια μου και κοιτάζω. Πού βρισκόμαστε. Στην είσοδο μιας δημόσιας υπηρεσίας. Σ’ ένα μεγάλο προθάλαμο γεμάτο από σφιγμένα πρόσωπα. Θα μπορούσε να είναι και ο χώρος δουλειάς μου. Κι εκεί σε προθαλάμους γεμάτους από σφιγμένα πρόσωπα κινούμαι. Μόνο που εκεί, εγώ δεν είμαι ένα από αυτά.
 Έφτασε η σειρά μου. Με τρεις ακόμα. Μια γυναίκα και δύο άντρες. Στον τρίτο. Όπως θα βγείτε από το ασανσέρ δεξιά. Μας είπε ο αστυνομικός. Δεξιά πήγαμε. Μια πόρτα σιδερένια έκλεινε το δρόμο. Ένας χοντρός με ξυρισμένο κεφάλι, ρωτά ονόματα, ρωτά για ποιόν ήρθε ο καθένας, μας ανοίγει την πόρτα και μας βάζει στη σειρά σ’ έναν πνιγηρό διάδρομο. Μας ζητά να αφήσουμε τα πράγματα για τα παιδιά μας ακριβώς απέναντί μας. Κρατά ένα στυλό και τσεκάρει μια κατάσταση. Δίπλα μου η γυναίκα. Ήρεμη περιμένει. Φέρνουν ένα σκύλο. Μυρίζει τα πράγματα. Ο χοντρός μας ζητά να τα πάρουμε και να προχωρήσουμε σ’ ένα γραφείο. Παίρνω το σάκο αγκαλιά. Το ίδιο και η γυναίκα. Ασυναίσθητα κοιταζόμαστε και γελάμε. Δυνατά. Το χρειαζόμουν αυτό το γέλιο. Να αλλάξουν οι γραμμές του προσώπου. Μη με δει το παιδί και τρομάξει.
Μιας και δεν έχουμε τα παιδιά…, της λέω. Πάντα τα έχουμε, μου απαντά. Και ακουμπά προσεκτικά το σάκο που αγκάλιαζε σ’ ένα γραφείο για να ελέγξει το περιεχόμενο ο υπάλληλος. Ο ανθρωποφύλακας, θα με διόρθωνε ο γιος μου. Λοξοκοιτώ. Μήπως ξέχασα τίποτα και του λείψει του παιδιού. Μπα. Βιβλία, βιβλία, ρούχα, σεντόνια, πετσέτες, βιβλία κι ένας υπνόσακος. Πως δε σκέφτηκα να φέρω έναν υπνόσακο. Τώρα; Θα ρωτήσω. Αν χρειάζεται θα πάρω τηλέφωνο την Ελένη να φέρει έναν. Μένει κοντά. Ήρθε η σειρά μου. Τελείωσε ο έλεγχος. Περάστε μου λέει ο υπάλληλος. Ανθρωποφύλακας είπαμε μαμά, ακούω το γιο μου να με μαλώνει. Περνάω. Βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα γυάλινο τοίχο με ενσωματωμένο συρμάτινο πλέγμα. Μια καρέκλα, ένα τηλέφωνο και πίσω από τον τοίχο, το παιδί.Ήρεμος. Χαμογελά. Κάθεται στην από κει καρέκλα, σηκώνει το από κει τηλέφωνο και μου κάνει νόημα να τον μιμηθώ. Κάθομαι να μην πέσω. Σηκώνω το τηλέφωνο. Τον ακούω, τον βλέπω. Είναι καλά. Τον ακούω. Τον βλέπω. Χαμογελά. Ο ανθρωποφύλακας με ενημερώνει ότι πέρασε η ώρα. Σ αγαπώ αγόρι μου, του λέω. Και φεύγω. Ο άντρας μου με πηγαίνει στο αυτοκίνητο. Ξέρεις …, αρχίζω. Στο σπίτι, μου λέει, στο σπίτι. Βάζει μπρος και μου κρατά το χέρι. Στο τέρμα του δρόμου ένα τεράστιο φεγγάρι. Πώμα σε δοκιμαστικό σωλήνα. Ποιος το περίμενε! Η Αγίου Δημητρίου οδηγεί στο φεγγάρι! Σήμερα που ο γιος μου δεν μπορεί να το δει, σήμερα αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ουτοπία!

Ναι λοιπόν. Εγώ φταίω. Εγώ που με τα χρόνια βρέθηκα να τυλίγω ντολμαδάκια με την ίδια ευκολία και ταχύτητα που στην ηλικία του τύλιγα τις αφίσες για την αφισοκόλληση. Εγώ που βαρέθηκα να αμφισβητώ τις εξουσίες και με τα χρόνια μπήκα μέσα τους. Δεν θυμάμαι πότε παραδόθηκα. Πότε δήλωσα πιστή υπήκοος στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Πότε οι συμπεριφορές ανατροπής έγιναν φιλοσοφικές συζητήσεις, ακίνδυνες κουβέντες μεταξύ ανθρώπων που κοινωνούν το τίποτα. Πότε... πότε… πότε τους επέτρεψα να στερήσουν από το παιδί μου τη δυνατότητα ν’ ακολουθεί δρόμους που οδηγούν στο φεγγάρι.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μανδραγόρας" τ.50




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου