του Λάζαρου Απέκη, ομότιμου καθηγητή στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Μια πολιτική χούντα με κοινοβουλευτικό μανδύα μας έχει
κηρύξει γενικευμένο πόλεμο!
Από το ξεκίνημα αυτού του πολέμου τα
επιτελεία της διεξαγωγής του στόχευσαν την παιδεία και ιδιαίτερα την
τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η «επιχειρηματική διέξοδος»
Η μέθοδος που ακολουθούν είναι: Θανατερός οικονομικός στραγγαλισμός-ακραία μείωση της
χρηματοδότησης – , αδυναμία κάλυψης της καθημερινής λειτουργίας, κλοπή των «ίδιων πόρων». Οπότε, μοναδική διέξοδος που αφήνεται στα ιδρύματα είναι το πλήρες «άνοιγμα στις αγορές» και η λειτουργία τους σαν εμπορικές επιχειρήσεις που παρέχουν «υπηρεσίες» εκπαίδευσης και έρευνας, και που πλέον, μετά τη «μεταρρύθμιση», διαθέτουν και την αντίστοιχη διοικητική δομή και λειτουργία!
Μάλιστα για αυτό το σκοπό, προτείνεται ένα
«άμεσα εφαρμόσιμο κατάλληλο σενάριο», τα νέα «Μεικτά Πανεπιστήμια». Το σενάριο προτείνει ο Ε. Στυλιανίδης πρώην
υπουργός παιδείας, ένας «μεταρρυθμιστής» που φαίνεται ότι ζήλεψε τη δόξα της
περιβόητης Α. Διαμαντοπούλου. Όπως αναφέρει, «ώσπου να ξεπεραστεί αναθεωρητικά
το εμπόδιο του άρθρου 16 του συντάγματος που επιμένει δογματικά ότι τα
πανεπιστήμια πρέπει να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κράτους», προτείνει μια
«υπέρβαση με πολλά πλεονεκτήματα»: «Να
αξιολογηθεί πιλοτικά η υλική και άϋλη αξία κάποιων ΑΕΙ, να μετοχοποιηθεί το 49%
και να διατεθεί σε ελληνικά Ιδρύματα, εφοπλιστές, επιχειρηματίες που θέλουν
πραγματικά να επενδύσουν στην παιδεία. Ο ιδιώτης επενδυτής αναλαμβάνει και το
διοικητικό και το αναπτυξιακό μάνατζμεντ του Ιδρύματος, περιορίζοντας τον
πρύτανη στην επιστημονική εκπροσώπηση και στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα». Και
συνεχίζει ο «μεταρρυθμιστής»: «Με τον
τρόπο αυτό, τα νέα Μεικτά Πανεπιστήμια που δημιουργούνται, αποκτούν ρευστότητα
πόρων εκτός κρατικού προϋπολογισμού, ευελιξία στη διοίκηση και την ανάπτυξή
τους, και αντί να κλείσουν - πληγώνοντας αναπτυξιακά τις περιφέρειες που τα
φιλοξενούσαν-, αποκτούν μια νέα δυναμική, αναπτύσσοντας την άμιλλα με τα
παραδοσιακά δημόσια πανεπιστήμια που συνεχίζει να συντηρεί ο κρατικός
προϋπολογισμός με πληρότητα». Είναι απίστευτοι!
Όποιοι ορθώνουν το ανάστημά τους
δυσφημούνται, απαξιώνονται, εκβιάζονται, απειλούνται με απόλυση, διώκονται,
επιστρατεύονται.
Η
«μεταρρύθμιση»
Προηγήθηκαν οι επιχειρήσεις επιβολής του
συστήματος Μπολόνια, που οι αντίσταση του πανεπιστημιακού κινήματος περιόρισε
την αποτελεσματικότητά τους. Ακολούθησε η αναθεώρηση του άρθρου 16 για να
απαλλαγούν οι «εκσυγχρονιστές» από το συνταγματικό «εμπόδιο» στη λειτουργία
αμιγώς ιδιωτικών πανεπιστημίων, που οι μαχόμενες δυνάμεις της παιδείας
απέτρεψαν. Την «παράκαμψη» αυτής της αδυναμίας τους κατάφεραν εν μέρει με την
νομιμοποίηση των κολεγίων, σαν πρώτο βήμα, και στη συνέχεια, με την πρόσφατη
αναγνώριση πλήρους ισοτιμίας τους με τα δημόσια πανεπιστήμια.
Η «ολοκλήρωση» της κατεδαφιστικής
«μεταρρύθμισης» έγινε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το νόμο – Διαμαντοπούλου,
που χτύπησε βαθιά, στο «DNA της
ανώτατης εκπαίδευσης», και συμπληρώθηκε από την συγκυβέρνηση με νόμους και
αποφάσεις.
Ένας κεντρικός στόχος των «μεταρρυθμίσεών» τους είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς «υπηρεσιών τριτοβάθμιας κατάρτισης»,
αντί της δημόσιας και δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή αντί των πανεπιστημιακών σπουδών σε συγκεκριμένες επιστήμες. Σ΄ αυτή την αγορά θα συμμετέχουν «ισότιμα» τόσο
το απαξιωμένο, υποβαθμισμένο και συρρικνωμένο μέσα από τις διαδοχικές «μεταρρυθμίσεις» του και συστηματικά δυσφημισμένο, δημόσιο πανεπιστημιακό σύστημα, όσο και τα διάφορα Κολέγια - επιχειρήσεις εγχώριες ή παραρτήματα πανεπιστημίων του εξωτερικού που λειτουργούν με το σύστημα δικαιόχρησης, όπως οι εμπορικές φίρμες.
Πρόκειται για ένα επιχειρησιακό σχέδιο γενικευμένης υποβάθμισης των γνωστικών εφοδίων των νέων, προσαρμοσμένο στις συνθήκες του εργασιακού μεσαίωνα που έχει επιβληθεί από το μεγάλο κεφάλαιο.
Έχουμε πλέον την πλήρη επιβολή των «απαιτήσεων της αγοράς» στην εκπαίδευση και την έρευνα, την «μεταρρύθμιση» για την οποία κοπιάζουν τα τελευταία χρόνια όλες οι εκδοχές των «εκσυγχρονιστών».
Υποβάθμιση
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Παράλληλα με αυτές τις επιχειρήσεις, ασκείται
ο οικονομικός στραγγαλισμός των ιδρυμάτων, που την περίοδο των μνημονίων πήρε
δραματικές διαστάσεις, επιβάλλεται η εργασιακή και μισθολογική υποβάθμιση
διδασκόντων και προσωπικού και η δραματική μείωσή του με την κατάργηση νέων
προσλήψεων, ακόμη και εκλεγμένων μελών ΔΕΠ, και την ουσιαστική κατάργηση των
συμβασιούχων διδασκόντων του ΠΔ 407/80. Με το σχέδιο ΑΘΗΝΑ και την
αυθαίρετη κατάργηση/συγχώνευση
ιδρυμάτων, σχολών, τμημάτων έγινε το πρώτο βήμα για τη μνημονιακή συρρίκνωση
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά 30%.
Η υποβάθμιση των δημόσιων ιδρυμάτων είναι
πλέον ορατή στην καθημερινή λειτουργία τους.
Στις προτεραιότητες των ιδρυμάτων είναι πλέον
και το «κούρεμα» των προγραμμάτων για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη
διδασκόντων. (Χαρακτηριστική η διατύπωση
του Συμβουλίου Ιδρύματος (ΣΙ) του Πανεπιστημίου Πατρών, που με τον «ρεαλισμό»
της νέας εξουσίας μιλά για τη: «...διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών για την
αντιμετώπιση αναγκών που προκύπτουν από την αδυναμία πρόσληψης μελών ΔΕΠ...».
Έτσι, επιβάλλεται συστηματικά, με τη συνενοχή-σύμπραξη των
διοικήσεων, πρυτανικών και ΣΙ, η επόμενη φάση, ένα σχέδιο τύπου ΑΘΗΝΑ, που θα
επισφραγίσει την εξαθλίωση και θα ορίσει «ρεαλιστικά» τον νέο χάρτη της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με τη μετάλλαξη της φυσιογνωμίας και του κοινωνικού
της ρόλου και με σοβαρή μείωση των φοιτητών αλλά μαζικές απολύσεις διδακτικού
και διοικητικού προσωπικού.
..και κεντρικός έλεγχος
Όμως δεν αρκούνται σε όλα αυτά. Δεν τους αρκούν η ανεξέλεγκτη νέα
διοίκηση των ΣΙ που επέβαλαν, η κατάργηση της εποπτείας – ελέγχου των
συλλογικών αντιπροσωπευτικών οργάνων
διοίκησης από την κοινότητα και η φίμωσή της. Δεν τους αρκεί η Εταιρεία
Ιδιωτικού Δικαίου που θα λειτουργεί σε κάθε ίδρυμα και θα εκμεταλλεύεται την ιδιαίτερη περιουσία του,
θα «αξιοποιεί» επιχειρηματικά το παραγόμενο ερευνητικό έργο από τα μέλη του
ιδρύματος και θα καθορίζει τους όρους διεξαγωγής του. Απαιτούν τον πλήρη
κεντρικό έλεγχο τόσο στην συνολική οικονομική λειτουργία των τριτοβάθμιων
ιδρυμάτων (ο υπουργός έχει ήδη αναγγείλει για αυτό ομάδες «task force» για να δράσουν «fast track»), όσο και στην ακαδημαϊκή τους φυσιογνωμία,
αφού ο υπουργός αποφασίζει πλέον για τις «κατευθύνσεις» των σπουδών στα
προγράμματα των σχολών.
Με αυτό τον τρόπο έχει επιβληθεί κεντρικά το «κούρεμα» των
αποθεματικών των ιδρυμάτων, για να «συμβάλουν» (μαζί με τα ταμεία και τα
νοσοκομεία) στο PSI, δηλαδή, στη μαύρη τρύπα του αενάως ανατροφοδοτούμενου δημόσιου
χρέους. Συνεχίζοντας αυτή την πολιτική, επέβαλαν την παράδοση της ακίνητης
περιουσίας των ιδρυμάτων στο ΤΑΙΠΕΔ (Ταμείο «Αξιοποίησης» Ιδιωτικής Περιουσίας
του Δημοσίου) για να συνεισφέρουν και με αυτό στην «αποπληρωμή του δημόσιου
χρέους». Το σχέδιο όμως της μνημονιακής εξόντωσης της δημόσιας τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης δεν σταματά εδώ. Επιβλήθηκε στα ιδρύματα να συμμετάσχουν στην
«ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών»! Έτσι, οι πρόθυμες διοικήσεις υπακούουν,
σχεδόν χωρίς δημοσιοποίηση αυτών των τόσο σοβαρών για τα ιδρύματά τους
ζητημάτων, και με διαδικασίες «fast track», αποφασίζουν να προσφέρουν εκτός από τα διαθέσιμα της ιδιαίτερης
περιουσίας τους και τα κληροδοτήματά τους (που σε ορισμένα, ιδιαίτερα στα
μεγάλα ιστορικά ιδρύματα, είναι πολύ σημαντικά περιουσιακά στοιχεία). (Βλ. χαρακτηριστικά: τις σχετικές αποφάσεις
της Συγκλήτου ΕΚΠΑ και του πρύτανη ΕΜΠ).
Μάλιστα μετά από όλα αυτά, στο ΑΠΘ εξετάζουν προτάσεις «για την αλλαγή
του νομικού πλαισίου, ώστε να έχει το μέγιστο δυνατό ανταποδοτικό όφελος από τη
διαχείριση των κληροδοτημάτων».
Αυτή η «αφαίμαξη» θα εξελιχθεί σε μοιραίο χτύπημα για τον δημόσιο
χαρακτήρα και τον κοινωνικό ρόλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η «επιχειρηματική διέξοδος»
Η μέθοδος που ακολουθούν είναι: Θανατερός οικονομικός στραγγαλισμός – ακραία μείωση της χρηματοδότησης – , αδυναμία κάλυψης της καθημερινής λειτουργίας, κλοπή των «ίδιων πόρων». Οπότε, μοναδική διέξοδος που αφήνεται στα ιδρύματα είναι το πλήρες «άνοιγμα στις αγορές» και η λειτουργία τους σαν εμπορικές επιχειρήσεις που παρέχουν «υπηρεσίες» εκπαίδευσης και έρευνας, και που πλέον, μετά τη «μεταρρύθμιση», διαθέτουν και την αντίστοιχη διοικητική δομή και λειτουργία!
Μάλιστα για αυτό το σκοπό, προτείνεται ένα «άμεσα εφαρμόσιμο κατάλληλο σενάριο», τα νέα «Μεικτά Πανεπιστήμια». Το σενάριο προτείνει ο Ε. Στυλιανίδης πρώην υπουργός παιδείας, ένας «μεταρρυθμιστής» που φαίνεται ότι ζήλεψε τη δόξα της περιβόητης Α. Διαμαντοπούλου. Όπως αναφέρει, «ώσπου να ξεπεραστεί αναθεωρητικά το εμπόδιο του άρθρου 16 του συντάγματος που επιμένει δογματικά ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κράτους», προτείνει μια «υπέρβαση με πολλά πλεονεκτήματα»: «Να αξιολογηθεί πιλοτικά η υλική και άϋλη αξία κάποιων ΑΕΙ, να μετοχοποιηθεί το 49% και να διατεθεί σε ελληνικά Ιδρύματα, εφοπλιστές, επιχειρηματίες που θέλουν πραγματικά να επενδύσουν στην παιδεία. Ο ιδιώτης επενδυτής αναλαμβάνει και το διοικητικό και το αναπτυξιακό μάνατζμεντ του Ιδρύματος, περιορίζοντας τον πρύτανη στην επιστημονική εκπροσώπηση και στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα». Και συνεχίζει ο «μεταρρυθμιστής»: «Με τον τρόπο αυτό, τα νέα Μεικτά Πανεπιστήμια που δημιουργούνται, αποκτούν ρευστότητα πόρων εκτός κρατικού προϋπολογισμού, ευελιξία στη διοίκηση και την ανάπτυξή τους, και αντί να κλείσουν - πληγώνοντας αναπτυξιακά τις περιφέρειες που τα φιλοξενούσαν-, αποκτούν μια νέα δυναμική, αναπτύσσοντας την άμιλλα με τα παραδοσιακά δημόσια πανεπιστήμια που συνεχίζει να συντηρεί ο κρατικός προϋπολογισμός με πληρότητα». Είναι απίστευτοι!
Ποια
κατάσταση επικρατεί σήμερα μέσα σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ;
Με τις διαδοχικές επεμβάσεις τους, δύο δεκαετίες τώρα, το πολιτικό
σύστημα και διάφορες ομάδες «εκσυγχρονιστών» κατάφεραν να επιβάλουν συνθήκες
κατάλληλες για να «ανθίσει» ο «ανταγωνισμός» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Συγχρόνως, με τον στραγγαλισμό της δημοκρατίας στα συλλογικά όργανα
διοίκησης και την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου πραγματοποιείται η μεγάλη αντιδημοκρατική οπισθοδρόμηση του
δημόσιου πανεπιστημίου.
Έτσι, μέσα σε αυτές τις συνθήκες:
Οι φοιτητές ωθούνται «να
κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους» για να τελειώνουν γρήγορα τις σπουδές τους, κάτω
από την απειλή της απαξίωσης των πτυχίων, της κατάργησης κάθε συλλογικού
επαγγελματικού δικαιώματος, της τεράστιας ανεργίας, της
ετερο/υποαπασχόλησης, της μετανάστευσης και της έναρξης εκκαθαρίσεων
στους καταλόγους των τμημάτων. Η κριτική σκέψη, η αμφισβήτηση, η συλλογική
διεκδίκηση και η εκδήλωση κοινωνικής ευαισθησίας, όχι μόνον δεν ευνοούνται,
αλλά ευρύτατα δυσφημούνται και ενίοτε διώκονται (βλ. ακραίο δείγμα οι διώξεις
συνδικαλιστών φοιτητών από το Τμήμα Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ).
Οι πανεπιστημιακοί
υφίστανται εργασιακή και μισθολογική εξαθλίωση, αντιμετωπίζουν τη ραγδαία
ερήμωση από διδακτικό προσωπικό, με περιορισμό έως κατάργηση συνεργατών/νέων
ερευνητών/μεταπτυχιακών φοιτητών, στερούνται τις δυνατότητες παρέμβασης,
εποπτείας, ελέγχου άμεσα ή μέσω εκπροσώπων και είναι αντιμέτωποι με μια
ανεξέλεγκτη διοίκηση που δρα σχεδόν εν κρυπτώ σε πλήρη αδιαφάνεια, από την
οποία τελικά θα εξαρτάται η διδασκαλία τους, η έρευνα και η χρηματοδότησή της,
οι όροι εξέλιξής τους, η μισθολογική και εργασιακή τους κατάσταση. Και όλα αυτά
υπό την απειλή της απόλυσης είτε λόγω της κατάργησης – συγχώνευσης του τμήματός
τους και του ενδεχόμενου να προκύψουν «πλεονάζον προσωπικό», είτε, σύμφωνα με
το καθεστώς Μανιτάκη, μετά από
πειθαρχική δίωξη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι πανεπιστημιακοί ωθούνται στην
αναζήτηση ατομικών διαδρομών σε ένα αγώνα «όλοι εναντίον όλων», που σε καιρούς
γενικευμένης κρίσης γίνεται « ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ίδια κατάσταση επικρατεί
και στις άλλες κατηγορίες προσωπικού: ΕΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ.
Το σύνολο των εργαζομένων
στα πανεπιστήμια αντιμετωπίζει επίσης εκτός από την εργασιακή και μισθολογική
υποβάθμιση την απειλή απόλυσης, έμμεσα μέσω συγχωνεύσεων – καταργήσεων ή άμεσα
με το καθεστώς Μανιτάκη για τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα. Έτσι, ωθούνται
και αυτοί να αναζητήσουν ατομικές διεξόδους.
Οι πρυτανείες,
ανταγωνίζονται τα ΣΙ στο ποιος θα αποδειχθεί πιο αποτελεσματικός στην εφαρμογή
των όρων που επιβάλει το υπουργείο. Οι μέχρι τώρα αντιδράσεις τους, συλλογικά
(μέσα από τη Σύνοδο των πρυτάνεων) ή μεμονωμένα, απέναντι στη θεσμική επίθεση
έχουν εγκαταλειφθεί, κάποιοι μάλιστα παρουσιάζονται «βασιλικότεροι του
βασιλέως».
Οι εκατοντάδες πανεπιστημιακοί
που σε διαρκή διαπλοκή με το πολιτικό και οικονομικό σύστημα μοιράστηκαν ρόλους
πρωθυπουργού, υπουργού, υφυπουργού, γενικού γραμματέα, στελέχους της διοίκησης
δημόσιων επιχειρήσεων, τραπεζίτη, κλπ, απολαμβάνοντας τα οφέλη, απτόητοι
συνεχίζουν το «έργο» τους στελεχώνοντας το καθεστώς των μνημονίων, της
υποτέλειας, συμπράττοντας στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, στην εργασιακή
και κοινωνική βαρβαρότητα και στη μαζική μετανάστευση των νέων (που την
χαρακτηρίζουν σαν ευκαιρία!).
Οι ομάδες των «εκσυγχρονιστών» διαφόρων αποχρώσεων, «δικαιωμένοι» πλέον για την επιβολή της «μεταρρύθμισης» (έστω «ανεπαρκούς», όπως πολλοί τους εκτιμούν), αξιοποιούν τις σχέσεις διαπλοκής στις οποίες διαπρέπουν για να αναρριχηθούν σε θέσεις κλειδιά μέσα στα πανεπιστήμια (ΣΙ κ.ά) και να συμμετέχουν σε πόστα από τη νομή των ρόλων στη δημόσια διοίκηση στην οποία επιδίδεται η τρικομματική κυβέρνηση.
Υπάρχει και η μη αμελητέα
κατηγορία πανεπιστημιακών που ό,τι και να συμβαίνει γύρω τους, ακόμη και αν
κατεδαφίζεται το δημόσιο πανεπιστήμιο, αυτοί «κοιτάνε τη δουλειά τους»
νομίζοντας/ελπίζοντας ότι κάποιος θα εκτιμήσει τη νομοταγή και πειθήνια στάση
τους και θα φροντίσει για αυτούς.
Οι μαχόμενες δυνάμεις της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πανεπιστημιακοί, φοιτητές, εργαζόμενοι αντιπαρατέθηκαν
και, μέσα στο προηγούμενο καθεστώς λειτουργίας, ξεπερνώντας την τεράστια
δυσφήμιση, τις απειλές και τις διώξεις, πέτυχαν να ορθώσουν αναχώματα στη
λαίλαπα της κατεδάφισης. Σήμερα όμως, μέσα στη νέα πραγματικότητα που
υπονομεύει κάθε συλλογική προσπάθεια αντίστασης, έχουν να ξεπεράσουν το
«μούδιασμα» που επικρατεί και, αξιοποιώντας τη θετική εμπειρία, να εμπλουτίσουν
τον αγώνα τους και με νέες μορφές δράσης κατάλληλες για τις πολύ αντίξοες νέες
συνθήκες.
Οι μαχόμενες δυνάμεις της
παιδείας, μετά το μεγάλο χτύπημα του αγώνα τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με
την επιστράτευση, έχουν να ξεπεράσουν την πολύ απογοητευτική εξέλιξη από τη
συντονισμένη οπισθοχώρηση την κρίσιμη στιγμή της συνδικαλιστικής ηγεσίας τους,
τόσο της φιλοκυβερνητικής όσο και της
αριστεράς που επείγεται να κυβερνήσει, αλλά και από την
«αποστασιοποίηση» της «σώφρονος» αριστεράς,
και να βρουν ξανά κοινό βηματισμό τόσο μεταξύ τους, όσο και με το σύνολο
των μαχόμενων δυνάμεων της κοινωνίας.
Μέσα στις συνθήκες αυτού του γενικευμένου κοινωνικού πολέμου ο
αγώνας απαιτεί καθαρές θέσεις και στάση απέναντι στον αντίπαλο και την ευρύτερη
δυνατή συστράτευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου