Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη: Οι ρίζες και ο ρόλος της ακροδεξιάς στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα

Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.

Τον φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον.
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισε τον.

Το τραγούδι «Ο Φασισμός» από τον δίσκο «Τραγούδια της λευτεριάς» του 1978 με στίχους του Φώντα Λαδή φαντάζει τόσο επίκαιρο πια στις μέρες μας. Λόγια προφητικά, όχι μέσω κάποιας επιφοίτησης ή θεϊκής παρέμβασης, αλλά μέσα από την κριτική ματιά και την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου που ως τότε η πλειοψηφία του κόσμου πίστευε ότι είχε πεθάνει. Οι τραγικές συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για την ανθρωπότητα αλλά και η συντριπτική ήττα του ναζισμού έδινε την εντύπωση κατά τις δεκαετίες που επακολούθησαν ότι αυτό το φαινόμενο δεν θα μας απασχολούσε ποτέ ξανά, ότι το φίδι και τα αυγά του είχαν πια αφανιστεί.
Και αυτό ήταν φυσικό, αφού οι δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 χαρακτηρίζονταν από οικονομική ανάπτυξη, άνοδο του βιοτικού επιπέδου, μια τάση στην Ευρώπη για πλήρη απασχόληση και διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, συνθήκες που περιόριζαν την εκκόλαψη τέτοιων ιδεολογιών. Παρόλα αυτά δεν άργησε να έρθει ο καιρός που ο καπιταλισμός σε συνδυασμό με τα γεωστρατηγικά παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων της εποχής θα βύθιζαν τον κόσμο για άλλη μια φορά σε μια νέα σειρά οικονομικών κρίσεων με την πετρελαϊκή και ενεργειακή κρίση τη δεκαετία του ‘70 και την επανεμφάνιση κοινωνικών προβλημάτων, όπως η μαζική ανεργία. Οι κρίσεις αυτές, ωστόσο, δεν συγκρίνονταν με τίποτα με το κραχ και την κρίση της δεκαετίας του ‘30 που οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού, και τα ακροδεξιά μορφώματα παρέμεναν στο περιθώριο του εκλογικού τοπίου στην Ευρώπη. Ουσιαστικά οι οικονομικές κρίσεις δεν ήταν από μόνες τους αρκετές για μια ενισχυμένη επανεμφάνιση. Υπήρχαν κι άλλες σημαντικές προϋποθέσεις που θα ερχόντουσαν να προστεθούν σταδιακά προς την αλλαγή του αιώνα. Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και οι συνέπειες σε οικονομικο-κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η αναδιαμόρφωση του διεθνούς περιβάλλοντος μέσα από τη μονοκρατορία των ΗΠΑ και την επέκταση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, η εκτεταμένη ισλαμοφοβία μετά την 11η Σεπτεμβρίου και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» των ΗΠΑ οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης και της ξενοφοβίας, ζητήματα που βρίσκονται στον ιδεολογικό πυρήνα των ακροδεξιών κομμάτων. Την ίδια στιγμή οι οικονομικές κρίσεις γίνονται όλο και περισσότερο η νόρμα σε έναν αδηφάγο πια, σχεδόν κανιβαλιστικό, χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που τις χρησιμοποιεί για τη δική του επιβίωση μέσα από την πολιτική του έκφραση, τον νεοφιλελευθερισμού. Η εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, ο μαρασμός και η διάλυση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και η ογκούμενη μετανάστευση έχουν δημιουργήσει το εκρηκτικό εκείνο κοκτέιλ που ενισχύει την ακροδεξιά ρητορική.

Ο ρόλος της Αριστεράς

Πέρα, όμως, από αυτές τις συνθήκες που έχουν κάνει κατάλληλο το έδαφος για τα κομματικά προγράμματα της ακροδεξιάς, έπρεπε να δημιουργηθεί και ο πολιτικός χώρος στον οποίο θα μπορέσουν αυτά τα πρώην περιθωριακά κόμματα να αναπτυχθούν. Δυστυχώς, στη δημιουργία του χώρου αυτού συνέβαλε και η κρίση της ίδιας της Αριστεράς. Οι πολιτικο-ιδεολογικές συνέπειες της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού από τη μια πλευρά, και οι συνεχείς αποτυχίες της σοσιαλδημοκρατίας να δώσει μια πραγματική, κοινωνική προοπτική ενάντια στην προέλαση του νεοφιλελευθερισμού ερχόμενη σε άμεση ρήξη με αυτόν, δημιούργησαν ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης στο εκλογικό σώμα αφήνοντας στην ακροδεξιά τον ζωτικό χώρο που αποζητούσε. Δεν δημιουργεί καμία έκπληξη ότι μπροστά σε μια διαχειριστική σοσιαλδημοκρατία και μια γενικότερα κατακερματισμένη Αριστερά, τα ακροδεξιά κόμματα προβάλλουν ως μια αντι-συστημική δύναμη ανατροπής θολώνοντας ακόμα περισσότερο το ιδεολογικό τοπίο. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα που βρισκόταν στην προεδρία από το 2012 μέχρι το 2017 κατακρημνίστηκε στο 7,5% στις εκλογές του 2017. Την ίδια χρονιά το SPD στη Γερμανία θα έπαιρνε τη χειρότερη θέση στις εκλογές από το 1949, με 20,5%, το μισό δηλαδή από αυτό που είχε πετύχει το 1998, ενώ στην Ολλανδία το Εργατικό Κόμμα, ένα κατεξοχήν κυβερνητικό κόμμα, θα έβλεπε τα ποσοστά του να πέφτουν κάτω από το 6% (Thomas, 2019). Τελευταία αρνητική εξέλιξη στη Σκανδιναβία με τη μακρά παράδοση ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπου στη Δανία μετά τις πρόσφατες εκλογές το κυρίαρχο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα συγκρότησε κυβέρνηση, όχι με το σχήμα του «κόκκινου μπλοκ» (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, Κοκκινοπράσινη Συμμαχία, Εναλλακτικό Κόμμα και τους Ριζοσπάστες), αλλά με τους Φιλελεύθερους και Μετριοπαθείς επιλέγοντας να κάνει μια σαφή δεξιά και αντιμεταναστευτική στροφή (Καπιτσίνης, 2022).

Μέσα σε αυτό το ασταθές τοπίο η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται τα κενά που δημιουργούνται και εμφανίζεται ως δυνατός παίκτης στην εκλογική σκακιέρα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή παράδοση σε σοσιαλδημοκρατικά και μετριοπαθή κόμματα. Στις πρόσφατες εκλογές στη Σουηδία το ακροδεξιό κόμμα των «Σουηδών Δημοκρατών» κατάφερε να επιβάλλει το πρόγραμμά του στην κυβέρνηση των δεξιών κομμάτων, η οποία εξαρτάται από την στήριξή του, αφού ήρθε δεύτερο με 20,54% ακριβώς μετά το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών το οποίο ήρθε πρώτο με 30,33%.

Το νέο προφίλ της ακροδεξιάς

Η ακροδεξιά κατάφερε να «τρυπώσει» και να εδραιωθεί στο παιχνίδι εξουσίας μεταξύ άλλων και με το να επαναπροσδιορίσει και να επανασχεδιάσει το εκλογικό της προφίλ και τη στρατηγική της που θα της δώσουν τη δυνατότητα να επεκτείνει τον ζωτικό αυτό χώρο όλο και πιο κεντρικά στο ιδεολογικό φάσμα, έτσι ώστε να βρει μαζικότερη απήχηση. Ταυτόχρονα υιοθετεί έναν λόγο επαναστατικού κινήματος με ισχυρό λαϊκισμό και δημαγωγία, ο οποίος φαίνεται να είναι αντίθετος με τις μεγάλες επιχειρήσεις, την παγκοσμιοποίηση και τους διεθνείς οργανισμούς και τον νεοφιλελευθερισμό, έναν λόγο δηλαδή που στοχεύει να βρει έρεισμα ακόμη και στους χώρους όπου παραδοσιακά κυριαρχούσε η αριστερά.

Με αυτόν τον στόχο η ακροδεξιά προσπαθεί να κρύψει ό,τι τη βαραίνει από το παρελθόν. Όλα τα ακροδεξιά κόμματα αποποιούνται τον χαρακτηρισμό «νεοναζιστικά» παρόλο που είναι γνωστή και η χρήση συμβόλων, και το παρελθόν των μελών τους σε νεολαίες, ομάδες κρούσης και τάγματα ασφαλείας, και φυσικά η κεντρική ιδεολογία (π.χ. βιολογικός ρατσισμός) που κρύβεται επιμελώς πίσω από τη νέα γλώσσα. Η χρήση αυτής της γλώσσας γίνεται φανερή στο παρακάτω απόσπασμα από μια εσωτερική μπροσούρα εκπαίδευσης του National Front (Εθνικό Μέτωπο) της Μαρί Λε Πεν στη Γαλλία, από τα πρώτα ακροδεξιά κόμματα που ανασυγκροτήθηκαν και ισχυροποιήθηκαν στην Ευρώπη τον 21ο αιώνα:

«Το να φοβίζουμε και να προσβάλλουμε τους ανθρώπους πρέπει να αποφεύγεται αν σκοπεύουμε να τους γοητεύσουμε. Στη μαλακή, άτολμη κοινωνία που ζούμε, ακραία σχόλια μπορούν να δημιουργήσουν σε μεγάλα μέρη του πληθυσμού συναισθήματα φόβου, καχυποψίας και αποστροφής. Γι’ αυτό, όταν εκφράζεστε δημόσια, είναι κρίσιμο να αποφεύγετε σχόλια που ηχούν σκληρά και εξτρεμιστικά. Ό,τι μπορεί να ειπωθεί με τον έναν τρόπο μπορεί να ειπωθεί με την ίδια δύναμη στην καθιερωμένη γλώσσα την οποία αποδέχεται το κοινό. Οπότε αντί να πείτε “ας πετάξουμε τους μαύρους στη θάλασσα” μπορείτε πάντα να πείτε “πρέπει να οργανωθεί ο επαναπατρισμός για τους μετανάστες από τρίτες χώρες”» (Thomas, 2019).

Η επιλογή ονομάτων επίσης είναι χαρακτηριστική αυτής της προσπάθειας αλλαγής προφίλ. Τρανό παράδειγμα το κόμμα των «Σουηδών Δημοκρατών», το οποίο επικαλείται στο όνομά του τη λέξη «δημοκρατία», καθησυχάζοντας έτσι τον μέσο Σουηδό ότι στην πολιτική του κόμματος καμία παραδοσιακή δημοκρατική αξία δεν απειλείται, αλλά αντιθέτως προστατεύεται με τον μόνο δυνατό τρόπο, που δεν είναι άλλος από τον περιορισμό της δημοκρατίας στον λευκό, γηγενή πληθυσμό (Mac Dougall, 2022).

Η νέα αυτή ακροδεξιά ακολουθεί μια διπλή γλώσσα, εσωκομματικά και εξωκομματικά, και επιδεικνύει μια μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα με στόχο την εκτίμηση και αξιοποίηση καταστάσεων και ρευμάτων σε κάθε χώρα, ώστε να κατακτήσει την εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανάδειξη του κόμματος των «Αδελφών της Ιταλίας» της Τζ. Μελόνι σε πρώτη δύναμη στις τελευταίες εκλογές στην Ιταλία. Οι «Αδελφοί της Ιταλίας» έχοντας ως βάση μια αλληλεγγύη στη βάση του έθνους και του αίματος (φαμίλια), όπως υποδηλώνει και το όνομα του κόμματος, μετά την εκλογή τους επιβεβαίωσαν μέσω της αρχηγού τους και πρωθυπουργού της χώρας ότι θα διατηρήσουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ιταλίας και τη συνεργασία με την ΕΕ, παρά το γεγονός ότι ο ευρωσκεπτικισμός αποτελεί κεντρικό χαρακτηριστικό των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα αυτός εκφράζεται με ιδιαίτερη ένταση από την ακροδεξιά κυβέρνηση του B. Όρμπαν στην Ουγγαρία.

Έχει γίνει η ακροδεξιά πιο μετριοπαθής;

Κατά τον Cas Mudde, Ολλανδό πολιτικό επιστήμονα ειδικευμένο πάνω σε θέματα πολιτικού εξτρεμισμού και λαϊκισμού, η άνοδος της ακροδεξιάς δεν οφείλεται στο ότι η ακροδεξιά έχει γίνει πιο μετριοπαθής, αλλά στο ότι γίνεται αντιληπτή από το κυρίαρχο ρεύμα ως λιγότερο ακραία, καθώς αυτό κινείται όλο και πιο δεξιά, ιδιαίτερα όσον αφορά ζητήματα όπως η μετανάστευση ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η ισότητα των φύλων και τα ζητήματα ταυτότητας (Martin, 2022).

Ο νατιβισμός (nativism) και η φυλετικοποίηση (racialization) της κοινωνίας είχε πάντα κεντρική θέση στην ακροδεξιά ιδεολογία, αλλά στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης βρίσκει ακριβώς το κατάλληλο έδαφος για να ριζώσει και να καλλιεργηθεί. Μέσα από την ιδεολογία του ατομικισμού και το «κοινωνικό κενό» (Davidson & Saull, 2016: 10) που έχει δημιουργήσει ο νεοφιλελευθερισμός μέσα από το ξήλωμα καθετί κοινωνικού, η ακροδεξιά εμφανίζεται με τις δικές της εξηγήσεις απέναντι στις κοινωνικές, ταξικές συγκρούσεις, οι οποίες εδράζονται στη λογική της συγκεκριμενοποίησης στο πρόσωπο στερεοτυπικών αποδιοπομπαίων τράγων (π.χ. μετανάστες) και με υποσχέσεις υπεροχής και αλληλεγγύης μέσα από την αναβίωση φαντασιακών κατασκευών ομογενοποίησης, όπως το έθνος. Δημιουργώντας ισχυρά μοραλιστικά, δίπολα «καλού» και «κακού» τα ακροδεξιά κόμματα υιοθετούν έναν υπεραπλουστευτικό, στερεοτυπικό, φοβικό λόγο που σε συνδυασμό με τον λαϊκισμό των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης διαδίδεται στους πολίτες – θεατές/χρήστες καθημερινά.

Δεν πρέπει ωστόσο να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο ρατσιστικός αυτός λόγος συναντάται, πέρα από τα ακροδεξιά κόμματα, μέσα στα ίδια τα νεοφιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης. Στη Γερμανία δεν ήταν το AfD που χρησιμοποίησε πρώτο το σλόγκαν «το Ισλάμ δεν ανήκει στη Γερμανία», αλλά ο ομοσπονδιακός υπουργός εσωτερικών των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), Hans Peter Friedrich, το 2011. Στη δε Γαλλία, ο Νικολά Σαρκοζύ υποσχέθηκε στους Γάλλους να «καθαρίσει» έναν οικισμό νέων Αραβικής και Ρομά προέλευσης, αναφερόμενος σε αυτούς με τον όρο «racaille» που σημαίνει κατακάθι, απόβρασμα (Τhomas, 2019). Και φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο ρατσισμός των νεοφιλελεύθερων, κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη δεν περιορίζεται μόνο στον λόγο, αλλά γίνεται και πράξη μέσα από αντίστοιχες πολιτικές, όπως αυτή της «οχυρωμένης Ευρώπης» απέναντι στο μεταναστευτικό.

Tο νέο προφίλ της ακροδεξιάς και η αποκοπή από κάθε ένοχο παρελθόν προωθείται και από δεξιούς κύκλους ανοικτά μέσα στην Ευρώπη, όπως φαίνεται και από την καθησυχαστική απάντηση αξιωματούχου της ΕΕ με δεξιό προσανατολισμό: «με βάση κάποια δημοσιεύματα για τους Σουηδούς Δημοκράτες θα έλεγε κανείς ότι θα απελάσουν ανθρώπους πάνω σε τρένα μόλις αναλάβουν την εξουσία. Μα ελάτε τώρα! Αυτά τα κόμματα έχουν αλλάξει» (Mac Dougall, 2022).

Ακροδεξιά και Νεοφιλελευθερισμός

Και ερχόμαστε στο σημείο να εξηγήσουμε τελικά τη σχέση που έχει η σύγχρονη ακροδεξιά με τον νεοφιλελευθερισμό, ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον, και το πώς έχει διαμορφωθεί αυτός ο ιδιόμορφος «αντιφατικός εναγκαλισμός» (Davidson & Saull, 2016:13) που φαίνεται να διευκολύνει τους στόχους και των δύο τουλάχιστον προς το παρόν.

Ο νεοφιλελευθερισμός ως ιδεολογία εμφανίστηκε στην Κεντρική Ευρώπη την ταραγμένη δεκαετία του ‘30 ως αντίποδας στον σοσιαλισμό και ό,τι αυτός πρέσβευε, δηλαδή τον κρατικό σχεδιασμό και ιδιοκτησία. Η πλήρης εφαρμογή του, όμως, μας βρίσκει στη δεκαετία του ‘70 και τις ενεργειακές κρίσεις, μέσα από τις οποίες η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών βρίσκει την ευκαιρία να εφαρμόσει τις επιδιώξεις της για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς με μίνιμουμ κρατική παρέμβαση, την αποδυνάμωση της εργατικής τάξης και την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων προς όφελος των εργοδοτών και την απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους. Εγκαταλείποντας την κοινωνία στην «αόρατη» και αδυσώπητη «χείρα» της αγοράς τα κοινωνικά και ανθρωπιστικά προβλήματα διογκώνονται και οι κοινωνικές συγκρούσεις αυξάνονται απειλώντας το νεοφιλελεύθερο status quo.

Σε αυτό το σκηνικό η ακροδεξιά προσφέρεται ως ένας σημαντικός στρατηγικός αρωγός για τον νεοφιλελευθερισμό, παίζοντας έναν τριπλό ρόλο, αυτόν του αντιπερισπασμού, της διεξόδου και της δυνατής απειλής.

Συγκεκριμενοποιώντας τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα πάνω στη λογική του νατιβισμού για παράδειγμα, διευκολύνει τον καπιταλισμό να αποκρύψει τις πραγματικές ταξικές αιτίες πίσω από τη φτώχεια, την εκμετάλλευση και την εξαθλίωση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Λειτουργεί δηλαδή ως αντιπερισπασμός που ανακόπτει τον πραγματικό φόβο του συστήματος, που δεν είναι άλλος από την κριτική, ταξική σκέψη και συγκρότηση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια άνοδο της Αριστεράς. Αν πάρουμε για παράδειγμα το ρεύμα του Ευρωσκεπτικισμού, το οποίο έχει αποτελέσει κεντρικό προγραμματικό άξονα των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, θα δούμε με ποιο τρόπο τελικά επιτυγχάνεται αυτή η διαστρεβλωμένη οπτική απέναντι στα ζητήματα που έθεσε η κρίση στην Ευρωζώνη το 2009, η οποία ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους εξηγήθηκε από την ακροδεξιά με εθνικιστικούς, λαϊκιστικούς όρους, ως μια σύγκρουση μεταξύ των χωρών «πιστωτών» και των χωρών «δανειοληπτών» (Davidson & Saull, 2016: 12), με τους ρόλους του καλού-κακού να εναλλάσσονται ανάλογα με τη χώρα-έδρα του εκάστοτε ακροδεξιού κόμματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως υπερεθνικός, πολιτικός θεσμός βρίσκεται στο κέντρο της κριτικής αυτής μέσα στα στενά, όμως, πλαίσια της εθνική κυριαρχίας και όχι ως ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης τάξης και των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λόγος τους επικεντρώνεται στην ΕΕ ως μια σχεδόν φαντασιακή οντότητα (Davidson & Saull, 2016: 8), αφήνοντας αλώβητο το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.

Πολλές φορές ακόμα η ακροδεξιά λειτουργεί ως το μακρύ χέρι του νεοφιλελευθερισμού. Τρανό παράδειγμα η περίπτωση του UKIP (United Kingdom Independence Party) στη Μεγάλη Βρετανία και η έξοδος από το ευρώ. Το κατεξοχήν ευρωσκεπτικιστικό κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ εξαργύρωσε την οικονομική και κοινωνική δυσχέρεια και ανασφάλεια στην οποία είχε οδηγήσει ο εγχώριος νεοφιλελευθερισμός, διοχετεύοντας όλη την οργή προς δύο πόλους, εξωτερικοί και οι δύο, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους μετανάστες, αναζωπυρώνοντας έναν αυτοκρατορικό εθνικισμό (Davidson & Saull, 2016: 7), καθόλα σύμφωνο με τις συντηρητικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες ζητούσαν την απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς από θεσμικούς ελέγχους και τον αποκλεισμό των μεταναστευτικών εισροών.

Ο ρατσιστικός λόγος, επίσης, της ακροδεξιάς «κουμπώνει» με τις ιδεολογικές αντιλήψεις του νεοφιλελευθερισμού, αφού διευκολύνει τον τελευταίο να αποκλείσει και να εκδιώξει ό,τι θεωρεί ελαττωματικό, επιβαρυντικό για την αγορά και επικίνδυνο για το κεφάλαιο. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε, για παράδειγμα, το δόγμα της «επιλεκτικής μετανάστευσης» με βάση την οποία μετανάστες και αιτούντες άσυλο από συγκεκριμένες χώρες, κοινωνικές κατηγορίες και μορφωτικό επίπεδο κρίνονται άμεσα ως παράνομοι και επαναπροωθούνται. Ταυτόχρονα, η ρατσιστική ιδεολογία συνδυάζεται άψογα με τον κοινωνικό δαρβινισμό και εκλεκτικισμό των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη βάση της λογικής της «ατομικής ευθύνης» που οδηγούν τελικά στην πλήρη αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, στη συμπίεση των μισθών προς τα κάτω και στην οικονομικο-κοινωνική υποβάθμιση των ευπαθών ομάδων (άτομα με αναπηρία, μετανάστες, μειονότητες), και τελικά ολόκληρης της κοινωνίας.

Γενικά η ακροδεξιά δεν είναι αντίθετη με τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού, όπως ακριβώς και ο ναζισμός δεν ήταν αντίθετος με τον καπιταλισμό αρκεί αυτός να μην ήταν στα χέρια των Εβραίων. Και σίγουρα δεν αποτελεί απειλή για τους στόχους του νεοφιλελευθερισμού με τον τρόπο που αυτοί απειλούνται από την Αριστερά. Αντιθέτως, λειτουργεί εξισορροπητικά ως αντλία αποσυμπίεσης του θυμού και της αγανάκτησης από τη μία μεριά, αλλά και ως μια «βολική» απειλή που βοηθά τη συσπείρωση γύρω από το νεοφιλελεύθερο status quo, το οποίο προβάλλεται ως θεματοφύλακας των δημοκρατικών αξιών. Μη ξεχνάμε το πλεονέκτημα που δίνει κάθε φορά η Λε Πεν στο πρώτο κόμμα των προεδρικών εκλογών, όπου με μια λογική του «μη χείρον βέλτιστον» οι ψηφοφόροι εκβιάζονται προς την επανανομιμοποίηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για να μην ανέβει η ακροδεξιά.

Μέσα από την όξυνση των αντιφάσεων και των κρίσεων του καπιταλισμού, με τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα να γιγαντώνονται δημιουργώντας ακραίο μαζικό άγχος, την κυρίαρχη τάξη να ανθίσταται σθεναρά χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο και μέσο και με την αριστερά σε αποδιοργάνωση, δεν είναι τυχαίο που τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκουν ερείσματα να ριζώνουν και να αναπτύσσονται. Έχοντας καλύψει επιμελώς τη σχέση τους με την μαύρη ιστορία του κλασικού φασισμού και ναζισμού και επιδεικνύοντας πρωτοφανή ευελιξία και διγλωσσία στα προγράμματά τους καταφέρνουν να εκμεταλλεύονται τις συνθήκες και τους πολιτικούς συσχετισμούς, να εξαπατούν και να ελίσσονται προς την εξουσία. Ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί αυτή η πορεία είναι να πάρουμε ως κοινωνία πολύ σοβαρά τα λόγια του τραγουδιού: να καταλάβουμε βαθιά τον φασισμό και τις μεθόδους που ακολουθεί, και συγκροτώντας ένα σθεναρό, συνεπές και αρραγές μέτωπο αντίστασης να τσακίσουμε και αυτόν και ό,τι διευκολύνει την άνοδό του.

Πηγές

1. Thomas, M. L. (2019) Fascism in Europe today. International Socialism – A quarterly review of socialist theory. Issue 162. http://isj.org.uk/fascism-in-europe-today/

2. Davidson, N. & Saull, R. (2016) Neoliberalism and the Far-Right: A Contradictory Embrace. Critical Sociology 1-18. DOI: 10.1177/08969205166771180

3. Καπιτσίνης, Ν. (2022) Δανία: Αντεργατική κυβέρνηση «εθνικού σκοπού». Εφημερίδα ΠΡΙΝ. https://prin.gr/2022/12/frederiksen/

4. Mac Dougall, D. (2022) Sweden election: Why the far-right were the biggest winners and four other takeaways. Euronews. https://www.euronews.com/my-europe/2022/09/16/sweden-election-why-the-far-right-were-the-biggest-winners-and-four-other-takeaways

5. Martin, M. (2022) What the recent wins for far-right parties in Europe could mean for the region. Interview with Cas Mudde. npr. https://www.npr.org/2022/10/01/1126419403/what-the-recent-wins-for-far-right-parties-in-europe-could-mean-for-the-region

6. Politico. (n.d.) How the far-right got out of the doghouse. https://www.politico.eu/article/the-far-right-is-out-of-the-doghouse/

* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο 17ο τεύχος του περιοδικού Σελιδοδείκτης (Χειμώνας, 2023).

της Σοφίας Χατζοπούλου*,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου