Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Τέχνη και κριτική συνειδητοποίηση. Το ζήτημα της παιδαγωγικής αναγκαιότητας της τέχνης

του Περικλή Παυλίδη*

Η εκπαίδευση, προκειμένου να είναι δημιουργική και συνάμα χειραφετική, θα πρέπει να αναπτύσσει θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται μαθητές και μαθήτριες. Ζητούμενο αποτελεί η καλλιέργεια της ικανότητας κριτικής θεώρησης της πραγματικότητας ς ιστορικής διάστασης της ανθρώπινης πραγματικότητας, δηλαδή την αντίληψή της ως πραγματικότητας την οποία οι άνθρωποι μετασχηματίζουν συνειδητά και αναπτύσσουν.

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω στο κείμενο αυτό θα εξεταστεί ο ρόλος που μπορεί να έχει η τέχνη στην κριτική συνειδητοποίηση του ανθρώπινου κόσμου, και γενικότερα στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των ανθρώπων ως ενεργών προσωπικοτήτων.

Η τέχνη ως αισθητική κρίση

Τα έργα τέχνης ενσαρκώνουν το αισθητικό περιεχόμενο της συνείδησης, τις αισθητικές κρίσεις των δημιουργών τους και συνάμα προορίζονται για την ενεργοποίηση αισθητικών κρίσεων.

Οι αισθητικές κρίσεις αφορούν ιδιότυπες συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλούν στον άνθρωπο τα αντικείμενα και τα χαρακτηριστικά τους, τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής.

Η αισθητική κρίση διακρίνεται από την αμεσότητα της αποτίμησης των διαφόρων αντικειμένων και επηρεάζεται από την αισθητική κουλτούρα του ανθρώπου, από το συνολικό επίπεδο ανάπτυξης της συνείδησής του. Το όμορφο, το υπέροχο, το χαριτωμένο, το μεγαλοπρεπές, το εύρυθμο, το άσχημο, το αποκρουστικό, το άχαρο, το ασήμαντο, το άρρυθμο, το τραγικό και το κωμικό, αποτελούν κατηγορίες που συστηματοποιούν τις αισθητικές κρίσεις της συνείδησης για τα διάφορα αντικείμενα, τις σχέσεις και καταστάσεις της πραγματικότητας. Η τέχνη προκαλώντας αισθητικές κρίσεις μας βοηθά να αποτιμήσουμε κριτικά την πραγματικότητα, να πάρουμε θέση απέναντί της. Θεμελιώδης σκοπός της τέχνης είναι η οργάνωση και παρουσίαση του υλικού της με τρόπο που να προκαλεί τις συναισθηματικές αντιδράσεις του κοινού. Τα έργα τέχνης πρωτίστως προορίζονται να επενεργήσουν στις αισθήσεις και να προκαλέσουν συγκινήσεις και συναισθήματα.

Διαμέσου της καλλιέργειας των συναισθημάτων η τέχνη επηρεάζει την προσωπικότητα στο σύνολό της, καλλιεργεί την ικανότητα της ενσυναίσθησης και συναισθηματικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Όπως είχε επισημάνει ο Γκεόργκι Πλεχάνοφ, «η τέχνη είναι μέσο πνευματικής επικοινωνίας. Και όσο πιο έξοχο είναι το αίσθημα που εκφράζεται σ’ ένα έργο τέχνης, τόσο αποτελεσματικότερα μπορεί το έργο να παίξει τον ρόλο του μέσου επικοινωνίας […]» (Πλεχάνοφ 2009, 39).
Τα συναισθήματα στην τέχνη

Όμως τα συναισθήματα στην τέχνη δεν είναι ίδια με τα αυθόρμητα συναισθήματα της καθημερινότητας. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η ένσταση του Λεβ Βυγκότσκι στην άποψη που διατύπωσε ο Λέων Τολστόι, ότι διαμέσου των έργων τέχνης μια ορισμένη συναισθηματική κατάσταση του δημιουργού μεταδίδεται στο κοινό, μολύνοντάς το τρόπον τινά με τη συγκίνηση που βιώνει ο καλλιτέχνης.

Σύμφωνα με τον Βυγκότσκι, η τέχνη συστηματοποιεί τη συναισθηματική σφαίρα του ανθρώπου (Выготский 1986, 24). Δια της τέχνης εξωτερικεύεται και μορφοποιείται ο εσωτερικός συγκεχυμένος συναισθηματικός κόσμος μας, με αποτέλεσμα τα συναισθήματα όχι μόνο να γίνονται κοινωνικά, αλλά συνάμα να γίνονται και προσωπικά (Выготский 1986, 314).

Στο έργο τέχνης αποτυπώνεται όχι απλώς η συγκίνηση που βίωσε κάποτε ο δημιουργός, αλλά το αποτέλεσμα της σπουδής των αιτίων της συγκίνησης, της κατάστασης που την προκάλεσε. Η απόδοση με τη βοήθεια του έργου τέχνης (με τη βοήθεια δηλαδή καλλιτεχνικών μέσων που έχουν αναπτυχθεί από την ανθρωπότητα στην ιστορία της) μιας συναισθηματικής κατάστασης αποτελεί, αφενός ιδιότυπο στοχασμό της, αφετέρου γενίκευσή της, παρουσίασή της με τρόπο που την καθιστά αναγνωρίσιμη από τους άλλους ανθρώπους και συνεπώς παρουσίασή της ως κατάστασης όχι τυχαίας και ατομικής, αλλά καθολικά ανθρώπινης.

Η τέχνη σαφώς αξιοποιεί εμπειρίες και συγκινήσεις που προκύπτουν στην καθημερινότητα. Δεν μένει όμως στο επίπεδο αυτών, παρά τις επεξεργάζεται, τις αναλύει και τελικά τις μετουσιώνει σε αντιληπτές από τους άλλους αισθητικές μορφές, οι οποίες αναδεικνύουν την ευρύτερη κοινωνική σημασία των αφετηριακών εμπειριών που έδωσαν έναυσμα στην καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Η τέχνη ξεκινά από την καθημερινή ζωή, διακρίνει όμως σε αυτή κάτι περισσότερο από την καθημερινή εμπειρική πρόσληψή της. Στα επιμέρους γεγονότα και φαινόμενα της καθημερινότητας ανιχνεύει και αναδεικνύει καθολικές σημασίες. Η τέχνη βλέπει στο υποκειμενικό και ατομικό το αντικειμενικό και καθολικό-πανανθρώπινο.

Συνάμα μας αποκαλύπτει το καθολικό-πανανθρώπινο, το ουσιώδες, σε παραστατικές, άμεσα αντιληπτές μορφές. Όπως επεσήμανε ο Γκέοργκ Χέγκελ η τέχνη αποτελεί αποκάλυψη της αλήθειας «με τη μορφή αισθητής καλλιτεχνικής μορφοποίησης […]» (Hegel 2003, 147).

Στα έργα τέχνης, οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με τα σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, δεδομένου όμως ότι αυτά παρουσιάζονται με παραστατικό τρόπο, διαμέσου αισθητικών μορφών οι οποίες προκαλούν συναισθηματική διέγερση-συγκίνηση, γίνονται αντιληπτά όχι ως εξωτερικά γεγονότα και αντικείμενα αποστασιοποιημένης μελέτης, αλλά ως προσωπικό αισθητικό βίωμα, αποτέλεσμα της επαφής με τις αισθητικές μορφές και της ενσυναίσθησης που προκύπτει από αυτή.

Δεν μπορούμε συνεπώς να μην συμφωνήσουμε με τη δήλωση του Μπρεχτ ότι «Το έργο τέχνης δεν διδάσκει στο θεατή μόνο να παρατηρεί σωστά, πράγμα που σημαίνει βαθιά, διεξοδικά και με απόλαυση, το συγκεκριμένο αντικείμενο, το οποίο μόλις τώρα διαμορφώνει, αλλά και άλλα αντικείμενα. Διδάσκει γενικά την παρατήρηση» (Μπρεχτ 1990β, 125).

Η τέχνη, δηλαδή, λειτουργεί ως πεδίο αναστοχασμού της καθημερινής ζωής, τα αποτελέσματα του οποίου δίνονται με τη βοήθεια αισθητικών μορφών, προοριζόμενων να προκαλέσουν τη συναισθηματική διέγερση του κοινού. Οι αισθητικές μορφές των έργων τέχνης (είτε πρόκειται για τον Οδυσσέα, την Αντιγόνη, τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, την Άννα Καρένινα, είτε για την Αφροδίτη της Μήλου, τη μαντόνα Σιξτίνα, τη Μόνα Λίζα ή τη Γκουέρνικα), λειτουργούν ως μέσα κριτικής επεξεργασίας, γενίκευσης της εμπειρίας των ανθρώπων, αποκρυστάλλωσης και προβολής αυτής της εμπειρίας σε τυπικές συμβολικές εκφράσεις, οι οποίες καθίστανται συλλογικοί-καθολικοί τρόποι συνειδητοποίησης της ανθρώπινης κατάστασης.

Σε αυτή τη γενίκευση της εμπειρίας διαμέσου της τέχνης αναφέρεται ο Ιλιά

Έρεμπουργκ όταν δηλώνει ότι «o καλλιτέχνης δεν αντιγράφει δουλικά τη φύση, την αλλάζει και δημιουργεί πρόσωπα που γίνονται πραγματικά. Αν στενογραφηθεί ο διάλογος δυο ερωτευμένων, θα μας φανεί ταυτόχρονα λιγότερο ενδιαφέρων και πιο επίπλαστος απ’ τον ίδιο διάλογο γραμμένο από ένα μεγάλο συγγραφέα. Αυτός θα τον φτιάξει σύμφωνο με την πραγματικότητα, παραπετώντας μια λεπτομέρεια, προσθέτοντας μια άλλη, συμπλέκοντας το διάλογο με εκείνο που ερωτευμένοι σκέφτηκαν μα δεν είπαν […] Ένας αυθεντικός κι αληθινός καλλιτέχνης δίνει μια σύνθεση, αποκαλύπτει τον άνθρωπο» (Έρενμπουργκ 1985, 43).

Έτσι λοιπόν οι αισθητικές μορφές των έργων τέχνης και η θεματική πλαισίωσή τους συνιστούν αποτέλεσμα νοητικής επεξεργασίας και τα συναισθήματα που προκαλούν επιτελούν ιδιαίτερο έργο, λειτουργούν προσανατολιστικά, αναδεικνύοντας και τονίζοντας τα κρίσιμα ζητήματα του έργου και της ανθρώπινης κατάστασης.

Η τέχνη διεγείρει συναισθηματικά την προσοχή προς κάτι σημαντικό και κρίσιμο στον κόσμο των ανθρώπων. Γι’ αυτό στην τέχνη η συναισθηματική διέγερση και ενσυναίσθηση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως κάτι αντίθετο προς τη νόηση, την κριτική προσέγγιση και κατανόηση μιας κατάστασης.

Έχουμε υπ’ όψη εδώ την κριτική στάση του Μπρεχτ προς το στοιχείο της ενσυναίσθησης και κάθαρσης στην τέχνη. Ο Μπρεχτ, ως γνωστόν, θεωρούσε ότι το θέατρο πρέπει να απαλλαγεί από την αριστοτελική αντίληψη της συναισθηματικής ταύτισης του κοινού με τους ήρωες. Προτάσσοντας την ιδέα του επικού θεάτρου έχει υπ’ όψη τη διακοπή της συναισθηματικής φόρτισης διαμέσου της αποστασιοποίησης (αποξένωσης) -με τη βοήθεια συγκεκριμένων τεχνικών- του θεατή από τους χαρακτήρες, με στόχο την ενεργοποίηση της νοητικής προσέγγισης του έργου από αυτόν (Kiralyfalvi 1990, 20-22). Όπως είχε δηλώσει ο Μπρεχτ, «το ουσιαστικό στο επικό θέατρο είναι ίσως ότι δεν απευθύνεται τόσο στο συναίσθημα όσο στη λογική του θεατή. Ο θεατής δεν πρέπει να βιώνει αυτό που βλέπει, αλλά αντίθετα να το αναλύει» (Μπρεχτ 1990α, 36).

Ο Μπρεχτ υποστηρίζει την αναγκαιότητα μιας τέχνης που ωθεί το κοινό στη νοητική απομάκρυνση από τις συνθήκες καθημερινής ύπαρξης, στη υπέρβαση της θεώρησής τους ως φυσικών, αυτονόητων και αμετάβλητων. Διακρίνουμε όμως στην αισθητική του την αντίληψη ότι η νόηση μπορεί να διεγερθεί χωρίς την απαραίτητη συμμετοχή της συγκίνησης ή μάλιστα ότι η ενεργοποίηση της νόησης επιτυγχάνεται όταν σταματά η συγκίνηση.

Θεωρούμε ωστόσο σημαντικό να τονίσουμε ότι η νόηση δεν ενεργοποιείται αυτομάτως και από μόνη της. Στην καθημερινότητά τους οι άνθρωποι πραγματοποιούν πολλές λειτουργίες βάσει της συνήθειας χωρίς να στοχάζονται αυτό που κάνουν. Η συναισθηματική διέγερση που προκαλεί στον άνθρωπο η τέχνη, η ενσυναίσθηση με τα παθήματα των ηρώων στην οποία οδηγεί (η κάθαρση για την οποία έκανε λόγο ο Αριστοτέλης) εγγράφονται ακριβώς στη διαδικασία ενεργοποίησης της νόησης.

Στην τέχνη η συγκίνηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει στην απόσπαση των ανθρώπων από τα μικρά ζητήματα της ατομικής ζωής, τις συνήθειες της καθημερινότητας, και στον προσανατολισμό της προσοχής τους στα κρίσιμα ζητήματα της ανθρώπινης ολότητας.

Έτσι λοιπόν στην αυθεντική τέχνη η συγκίνηση είναι καθοριστικό μέσο ενεργοποίησης και προσανατολισμού της νόησης. Λειτουργεί ως αρωγός της νόησης και όχι ως αντίπαλός της. Η αισθητική κρίση της πραγματικότητας ανοίγει τον δρόμο στη νοητική εξέτασή της, προσανατολίζει τον κριτικό στοχασμό της πραγματικότητας.
Τέχνη και μετασχηματιστική πράξη

Η τέχνη συμβάλει αποφασιστικά στην κριτική συνειδητοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας των ανθρώπων, των σχέσεων, προβλημάτων και διακυβευμάτων που τη διακρίνουν.

Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Φρίντριχ Ένγκελς (σε επιστολή του προς τη συγγραφέα Μάργκαρετ Χάρκνες, το 1888) στον Μπαλζάκ και στο έργο του Ανθρώπινη Κωμωδία, για το οποίο δηλώνει ότι δίνει «την πλέον θαυμαστά ρεαλιστική ιστορία της γαλλικής κοινωνίας και κυρίως της υψηλής κοινωνίας του Παρισιού, περιγράφοντας […] τις σταδιακές ρωγμές που προκαλούσε η ανερχόμενη αστική τάξη στην κοινωνία των ευγενών […] και γύρω από αυτή την κεντρική εικόνα συγκέντρωσε μια ολοκληρωμένη ιστορία της γαλλικής κοινωνίας, από την οποία, […] έμαθα περισσότερα από ό,τι από όλους μαζί τους αναγνωρισμένους ιστορικούς, οικονομολόγους και στατιστικολόγους εκείνης της περιόδου» (Engels 2001, 168).

Για τον λόγο αυτό η αισθητική ευχαρίστηση την οποία προσφέρουν τα έργα τέχνης δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από το αφηγηματικό περιεχόμενό τους, τη γνωσιακή και κριτική λειτουργία τους.

Θεωρώντας ότι η αισθητική συνείδηση (όπως και η συνείδηση εν γένει), ακόμη και στις πλέον φαντασιακές εξάρσεις της, αποτελεί πάντα αντανάκλαση της πραγματικότητας αλλά και στάση απέναντί της, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πραγματική αισθητική ευχαρίστηση δεν είναι ανεξάρτητη από την ανθρώπινη σημασία αυτού που αντανακλάται, από το αληθές ή ψευδές της καλλιτεχνικής αναπαράστασης-αφήγησης.

Γι’ αυτό και η ομορφιά του καλλιτεχνικού έργου και η αισθητική του αξία δεν είναι ανεξάρτητες από το κριτήριο της αλήθειας, από την αληθή προσέγγιση του περιεχομένου της καλλιτεχνικής αναπαράστασης. Όπως και η αλήθεια (καθώς και η στάση ζωής που συνάδει προς την αναζήτησή της) δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από το ηθικό καλό -την καλοσύνη, την έμπρακτη αφοσίωση στην ανθρωπότητα και στη συλλογική πρόοδό της. Στην αυθεντική τέχνη η ομορφιά και η συναπτόμενη με αυτή αισθητική ευχαρίστηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλήθεια και την καλοσύνη, αποτελεί αισθητική έκφρασή τους, τάσσεται συνειδητά στην υπηρεσία τους.

Εκτός από αντανάκλαση-αναπαράσταση της πραγματικότητας η τέχνη διαμέσου της φαντασίας δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, εντός της οποίας μας φέρνει σε επαφή με καταστάσεις που δεν έχουμε βιώσει και δεν πρόκειται να βιώσουμε άμεσα, με ποικίλες ανθρώπινες στιγμές, περισσότερο ή λιγότερο πιθανές, οι οποίες λειτουργούν ως χώρος φανταστικής δοκιμής των κινήτρων, στάσεων, ενεργειών και συμπεριφορών μας.

Το καλλιτεχνικό έργο -σε συνάρτηση με τη δεξιοτεχνία του δημιουργού- μας βοηθά να βιώσουμε (ενίοτε με μεγάλη συναισθηματική ένταση) αυτές τις στιγμές, να δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας μέσα σε αυτές, να πάρουμε θέση απέναντί τους, αυξάνοντας ουσιαστικά την εμπειρία μας, χωρίς όμως να χρειαστεί να τις ζήσουμε πραγματικά. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ερνστ Φίσερ, η τέχνη έχει να κάνει με «την ατελεύτητη ικανότητα του ανθρώπου να μεταμορφώνεται έτσι ώστε, σαν τον Πρωτέα, να μπορεί να παίρνει οποιαδήποτε μορφή και να ζει χίλιες ζωές χωρίς να τον συντρίβει η πολλαπλότητα της εμπειρίας του» (Φίσερ 2000, 266-267).

Η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί το έργο τέχνης λειτουργεί ως πεδίο ανίχνευσης εναλλακτικών δυνατοτήτων και προοπτικών, μιας καλύτερηςιδεώδους εκδοχής του ανθρώπινου κόσμου (Παυλίδης 2020). Γι’ αυτό και ορισμένες φορές η τέχνη διακρίνει νέες δυνατότητες και προοπτικές ανάπτυξης των ανθρώπων προτού αυτές αποτελέσουν αντικείμενο θεωρητικής σύλληψης. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τέχνη μπορεί ή πρέπει να δίνει έτοιμες λύσεις στα προβλήματα των ανθρώπων, πόσο μάλλον που τέτοιες λύσεις πολύ συχνά δεν είναι εφικτές.

Η τέχνη στηριζόμενη στη φαντασία ανιχνεύει εναλλακτικές δυνατότητες και όψεις της ανθρώπινης κατάστασης σε κόσμους ουτοπικούς. Το ουτοπικό στοιχείο είναι ειδοποιό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και μάλιστα αποτελεί προνόμιό της: η απουσία δέσμευσης απέναντι στην πιστή αναπαράσταση υπαρκτών κόσμων απελευθερώνει την ανιχνευτική δύναμη της φαντασίας στην κατεύθυνση του σχηματισμού αισθητικών πραγματικοτήτων, οι οποίες μπορεί να απέχουν πολύ από την υπαρκτή πραγματικότητα, ωστόσο προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες αναζήτησης και μοντελοποίησης εναλλακτικών καταστάσεων, σχέσεων και στάσεων.

Η τέχνη ως πεδίο κριτικής συνειδητοποίησης ανιχνεύει εναλλακτικές όψεις της ανθρώπινης πραγματικότητας, συγκροτεί τις ιδεώδεις μορφές της (τις μορφές της ιδεώδους προσωπικότητας και κοινωνίας, του ιδεώδους βίου, της ιδεώδους στάσης ζωής) στην αισθητήρια-άμεσα παραστατική μορφή τους.

Αυτή η ικανότητα της τέχνης να αντιμετωπίζει τον κόσμο των ανθρώπων υπό το πρίσμα της ανίχνευσης εναλλακτικών όψεών του συνιστά και την πλέον ισχυρή, ιδιότυπα δική της κριτική στάση προς τον κόσμο αυτό. Εν προκειμένω η κριτική συνειδητοποίηση της πραγματικότητας κορυφώνεται σε αναζήτηση προοπτικών εναλλακτικής εξέλιξης και μετασχηματισμού της.

Ο κόσμος της τέχνης δημιουργεί ένα σύστημα προτύπων, τα οποία προσανατολίζουν την πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου σε όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, καθιστώντας τον προσωπικότητα ικανή να συνδέει την ατομική ύπαρξη με την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων -της ανθρωπότητας. Ανιχνεύοντας και απεικονίζοντας ιδεώδεις μορφές της ανθρώπινης κατάστασης η τέχνη προσανατολίζει την πορεία του ανθρώπου στον κόσμο, συγκινεί, εμπνέει και παρωθεί σε δράση, προετοιμάζει ψυχικά τη δραστηριότητά του.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τέχνη λειτουργεί όχι απλώς ως σπουδή της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά και ως προετοιμασία του ανθρώπου για την ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωσή της. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Βυγκότσκι, «η τέχνη είναι η οργάνωση της μελλοντικής μας συμπεριφοράς, μια προδιάθεση για κίνηση εμπρός, μια απαίτηση που ίσως δεν υλοποιηθεί ποτέ, αλλά που μας αναγκάζει να επιδιώκουμε κάτι πάνω από τη ζωή μας, εκείνο που βρίσκεται πέραν αυτής» (Выготский 1986, 319).

Η αυθεντική τέχνη ενσαρκώνει στο έπακρο αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της συνείδησης, δηλαδή τη διερεύνηση στις εκάστοτε συνθήκες των δυνατοτήτων και προοπτικών ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Και γι’ αυτό δύναται να είναι αισιόδοξη ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ακόμη κι όταν αναφέρεται σε απαισιόδοξες καταστάσεις.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τέχνη γεννά ελπίδα στους ανθρώπους, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, συμμετέχει αποφασιστικά στην ψυχική υποστήριξη των κοινωνικών αγώνων, στη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητάς τους, στη συγκινησιακή προβολή των ιδανικών και στόχων τους.
Τέχνη και προσωπικότητα

Θα πρέπει, εν κατακλείδι, να επισημάνουμε ότι η τέχνη έχει εγγενώς μορφωτική διάσταση, υπηρετεί την ανάγκη έκφρασης του περιεχομένου της αισθητικής συνείδησης, την αποκάλυψη των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου με στόχο να τις γνωρίσει, να τις θαυμάσει και να τις εξασκήσει.

Η τέχνη καλλιεργεί την ικανότητα του ανθρώπου να αισθάνεται-συναισθάνεται τους άλλους, να βλέπει την ανθρώπινη κατάσταση από μια πανανθρώπινη οπτική, να την κρίνει με τη βοήθεια αισθητικών προτύπων, να την αναδημιουργεί με τη φαντασία, ανιχνεύοντας εναλλακτικές όψεις της και εναλλακτικές στάσεις απέναντί της.

Τα είδη της τέχνης με τα δικά τους εκφραστικά μέσα ασκούν ποικιλόμορφη επίδραση στον ανθρώπινο ψυχισμό: δημιουργούν ζωντανές παραστάσεις, συνειρμούς, σκέψεις (λογοτεχνία), αναπτύσσουν τη συναισθηματική αντίληψη των χρωμάτων και μορφών, εξασκούν την παρατηρητικότητα, τη χωρική φαντασία, την αισθητηριακή αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου (εικαστικές τέχνες), καλλιεργούν την αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας (μουσική, χορός). Η τέχνη (χορός, θέατρο, μουσική) συμβάλει καθοριστικά και στη σωματική καλλιέργεια των ανθρώπων, στην ανάπτυξη της αρμονίας του σώματος, της πλαστικότητας και ομορφιάς των κινήσεών του (Παυλίδης 2022, 12-13).

Η τέχνη με όλους τους τρόπους παρουσίας της στην εκπαίδευση και τη ζωή των ανθρώπων λειτουργεί ως θεμελιώδες μέσο ολόπλευρης καλλιέργειας και ανάπτυξής τους, σωματικής, συναισθηματικής, διανοητικής και ηθικής. Η έκταση της παρουσίας αυτής είναι δηλωτική του βαθμού στον οποίο η εκπαίδευση και η κοινωνική ζωή έχουν απελευθερωθεί από τη χρησιμοθηρική διαμόρφωση των ανθρώπων ως περιορισμένων-κατακερματισμένων ατομικοτήτων και υπηρετούν ως αυτοσκοπό την ελεύθερη-ολόπλευρη ανάπτυξή τους.

Θα λέγαμε ότι η τέχνη είναι απολύτως αναγκαία για τον βίο των ανθρώπων, προκειμένου αυτός να είναι αυθεντικός και πλήρης, ως βίος δηλαδή που διαμορφώνεται από τους ίδιους, συνειδητά, συλλογικά και δημιουργικά, στην υπηρεσία της συνολικής ανθρώπινης προόδου.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Выготский, Л. С. (1986), Психология искусства. Μόσχα: Искусство.

Engels, F. (2001), «100.Engels to Margaret Harkness», στο K. Marx, F. Engels (2001), Collected Works, τ. 48. Νέα Υόρκη: International Publishers.

Έρενμπουργκ, Ι. (1985) «Η δουλειά του συγγραφέα», στο Έρεμπουργκ, Ι., Ισακόφσκι, Μ., Χικμέτ, Ν. (1985) Η λογοτεχνία και η αισθητική της. Μτφρ.

Γιάννης Χαρατσίδης. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Hegel, G.W.F. (2003), Εισαγωγή στην αισθητική. Μτφρ. Γιώργος Βελουδής.

Αθήνα: Πόλις.

Kiralyfalvi, B. (1990), «The Aesthetic Effect: A Search for Common Grounds

Between Brecht and Lukacs», Journal of Dramatic Theory and Criticism 4(2): 19-

Μπρεχτ, Μπ. (1990α), «Παρατήρηση για τις δυσκολίες του επικού θεάτρου» στο Μπρεχτ, Μπ. (1990), Για τον Ρεαλισμό. Μτφρ. Λουκία Κοντή. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, 35-36.

Μπρεχτ, Μπ. (1990β), «Παρατήρηση της τέχνης και τέχνη της παρατήρησης» στο Μπ. Μπρεχτ (1990), Για τον Ρεαλισμό. Μτφρ. Λουκία Κοντή. Αθήνα:

Σύγχρονη εποχή, 122-127.

Παυλίδης, Π. (2020), «Δημιουργώντας με τους νόμους της ομορφιάς. Προσεγγίσεις στη συνειδησιακή, μορφωτική και χειραφετική διάσταση της τέχνης», Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία 10: 72-78.

Παυλίδης, Π. (2022), «Τέχνη και προσωπικότητα. Για τη μόρφωση του ολοκληρωμένου ανθρώπου», Σελιδοδείκτης για την εκπαίδευση και την κοινωνία 14: 10-15.

Πλεχάνοφ, Γκ. (2009), Τέχνη και κοινωνική ζωή. Μτφρ. Γιάννης Μιχαλόπουλος.

Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.

Φίσερ, Ε. (2000), Η αναγκαιότητα της τέχνης. Μτφρ. Φούλα Χατζηδάκη. Αθήνα:

Θεμέλιο.

Φρέιρε, Π. (1977), Η αγωγή του καταπιεζόμενου. Μτφρ. Γιάννης Κρητικός.

Αθήνα: εκδ. Ράππα.


*Από τα Πρακτικά του

3ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Η Κριτική Εκπαίδευση για την Ελπίδα και την Κοινωνική Χειραφέτηση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου