Μέσα στον προεκλογικό πυρετό των ημερών όλο και περισσότερο ερχόμαστε αντιμέτωποι με άρθρα και ρεπορτάζ σχετικά με το ζήτημα της “ελεύθερης επιλογής σχολείου”, δημιουργώντας εντυπώσεις και αντικρουόμενα συναισθήματα στους αναγνώστες.
Σίγουρα και μόνο η επιλογή της λέξης “ελεύθερη” προδιαθέτει τον αναγνώστη ότι πρόκειται για κάτι θετικό, για ένα δικαίωμα που κάθε γονιός θα ήθελε να έχει για το παιδί του, το να μπορεί να επιλέξει αυτός και όχι κάποιος κεντρικός φορέας, εν προκειμένω το κράτος, σε ποιο σχολείο θα πάει το παιδί του. Παρόλα αυτά επειδή οι λέξεις έχουν διπλές και τριπλές σημασίες ανάλογα με τα κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα στα οποία αναφέρονται, θα πρέπει να εξετάσουμε την ποιότητα αυτής της “ελευθερίας”, ακόμη και την ίδια της τη δυνατότητα ύπαρξής της με στους υφιστάμενους πολιτικο-οικονομικούς όρους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα οικογένειες διαφορετικής κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης που κατοικούν σε περιοχές με διαφορετικό κοινωνικό-οικονομικό προφίλ και υπόβαθρο, και άρα αντιμετωπίζουν και διαφορετικά προβλήματα που αντικατοπτρίζονται στα σχολεία τους καθημερινά. Ας συνυπολογίσουμε την κατάσταση των σχολείων σε διαφορετικές περιοχές όπου καλούνται να μπουν σε μια αρένα ανταγωνισμού για την προσέλκυση περισσότερων “ελεύθερα” κινούμενων μαθητών, ξεκινώντας με άνισους όρους, έλλειψη πόρων και υποδομών, υποστελέχωση και χωρίς καμία μέριμνα για τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες και οι γειτονιές λόγω των κοινωνικών ανισοτήτων και προβλημάτων. Οι πολιτικοί υπέρμαχοι αυτής της “ελευθερίας” νομίζουν ότι αυτές οι ανισότητες είναι απλά λογιστικές και μπορούν να λυθούν απλά με τη χρήση “voucher” ή φορολογικών παρεμβάσεων, παραβλέποντας τις δομικές κοινωνικές ανισότητες και τις θεσμικές διακρίσεις που δημιουργούνται στο καπιταλιστικό περιβάλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο κανείς δεν είναι πραγματικά “ελεύθερος”, αλλά καθορίζεται από τις υλικές και ιδεολογικές συνθήκες της κοινωνίας στην οποία ζει. Η ελευθερία κίνησης που του δίνεται γίνεται με αυτούς τους συγκεκριμένους όρους του status quo, με τους κανόνες της αγοράς, με στόχο να διατηρηθεί ακριβώς αυτή η τάξη πραγμάτων που διαιωνίζει την κοινωνική ανισότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η ελεύθερη επιλογή σχολείου υποκρύπτει μάλλον την επίσημη θέσπιση μιας προνομιακής επιλογής σχολείου, με ότι αυτό σημαίνει για το δικαίωμα στην ίση εκπαίδευση για όλους.
Τέτοιες κατασκευές είναι απόλυτα συνυφασμένες με νεοφιλελεύθερες πολιτικές μέσα στις οποίες όλα μεταφράζονται με βάση την οικονομική απόδοση και όφελος και όλα ρυθμίζονται μέσα από την αγορά με όλο και μικρότερη συμμετοχή τους κράτους στις δημόσιες δαπάνες. Ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να μας δημιουργούν καμία έκπληξη, ιδιαίτερα αφού οι προθέσεις αυτές του νεοφιλελεύθερου κράτους έχουν γίνει γνωστές εδώ και χρόνια από συνδικαλιστές και εκπαιδευτικούς αναλυτές. Μια μικρή ιστορική αναδρομή θα ήταν ωφέλιμη σε αυτό το σημείο, για να δούμε ότι τίποτα από όλα αυτά που ακούμε τώρα δεν είναι νέο.
Ήδη από τη περίοδο 2010-2013 ο όρος “αξιολόγηση” εμφανίστηκε ορμητικά στο προσκήνιο επί υπουργίας Διαμαντοπούλου και αργότερα Αρβανιτόπουλου επί κυβέρνησης ΝΔ. Τότε κατασκευάστηκε και η Αρχή για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η γνωστή Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ (ν.4142/2013), η οποία να σημειώσουμε ότι συνεχίζει να υπάρχει ανενόχλητη μέχρι και σήμερα,κυβέρνηση μπαίνει, κυβέρνηση βγαίνει. Η απόπειρα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου με όρους προϊόντος σταμάτησε τότε στην πράξη μέσα από τους αγώνες των εκπαιδευτικών, όμως το νομικό πλαίσιο είχε δημιουργηθεί. Όμως αν δεν μπορείς να επιβάλλεις έναν άδικο, επικίνδυνο νόμο με τη βία, υπάρχουν πάντα τα ιδεολογικά μέσα για να πείσουν και να περάσουν ανώδυνα τα νέα πλαίσια. Αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε από την επόμενη κυβέρνηση.
Από το 2015 και μετά το ιδεολογικό κατασκεύασμα της “σχολικής αυτονομίας” και η δημιουργία “κουλτούρας” αξιολόγησης και λογοδοσίας άρχισαν να εμφανίζονται και να καλλιεργούνται συστηματικά σε όλα τα επίπεδα, από τα προγράμματα σπουδών μέχρι τις επιμορφώσεις του ΙΕΠ και τα ίδια τα νομοσχέδια με επιστέγασμα το νόμο Γαβρόγλου (ν.4547/18), ο οποίος πρόσθεσε ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ, διατηρώντας την Α.ΔΙ.Π.Π.ΔΕ και θεσμοθετώντας την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και τις νέες Δομές, ένα ιεραρχημένο σύστημα εποπτείας και αυτοαξιολόγησης μέσα και έξω από την σχολική μονάδα, με συντονιστές, διευθυντές, κριτικούς φίλους (μέντορες), το οποίο οδηγούσε στην τυποποίηση και κατηγοριοποίηση των μονάδων με βάση συγκεκριμένα κριτήρια απόδοσης και επίλυσης προβλημάτων. Μια μορφή λογοδοσίας και διοίκησης που αποδέσμευε το κράτος από κάθε θεσμικό ρόλο και υποχρέωση απέναντι στη εκπαίδευση, αφήνοντας τα σχολεία στο έλεος της αγοράς, των χορηγών και των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα λέξεις όπως “αυτονομία”, “αυτάρκεια”, “λογοδοσία”, “καινοτομία” χάιδευαν τα αυτιά των πολιτών αποκρύπτοντας την ζοφερή εικόνα της εκπαίδευσης που οικοδομούνταν.
Σε κείνα τα χρόνια, λοιπόν, του “αριστερού” νεοφιλελευθερισμού η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τα επόμενα λιθαράκια προς την κατεύθυνση της κατασκευής του σχεδίου του ΟΟΣΑ, το οποίο ορίζει την ανάπτυξη των εκπαιδευτικών συστημάτων πάνω σε τρεις πυλώνες: σχολική αυτονομία και αυτοαξιολόγηση, αυτοαξιολόγηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικού έργου και ελεύθερη επιλογή σχολείου.
Ταυτόχρονα, στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έγιναν και τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών με τη θεσμοθέτηση του διαβόητου “προσοντολογίου”, μέσα από το οποίο οι συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί αναγκάστηκαν να μπουν σε έναν ατέρμονο αγώνα συλλογής προσόντων και οικονομικής αφαίμαξης για την απόκτησή τους έτσι ώστε να εξασφαλίσουν μια θέση στους πίνακες που θα τους βοηθούσε στον διορισμό τους. Το προσοντολόγιο δημιουργώντας σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων εμβάθυνε την κουλτούρα της αξιολόγησης στην εκπαίδευση και έθεσε στην πράξη τη βάση για την ατομική αξιολόγηση που θα επακολουθούσε.
Το 2019 η σκυτάλη πέρασε στην τωρινή κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία κράτησε, όπως ήταν φυσικό, το νομικό πλαίσιο για το προσοντολόγιο και συνέχισε την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας με τροποποιήσεις και μετονομασίες στις νέες δομές του νόμου Γαβρόγλου. Όλα έγιναν με απόλυτη συνέπεια και σιωπηρή συνεργασία με βάση της επιταγές του ΟΟΣΑ.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης, όλα έδειχναν μια επιτάχυνση των διεργασιών για την πλήρη οικοδόμηση του σχολείου της αγοράς. Η ΝΔ. κινήθηκε γρήγορα προς την επιβολή της ατομικής αξιολόγησης παρά τις μαζικές αντιδράσεις που καταφέρνουν ακόμα να αμύνονται και να ανακόπτουν την εφαρμογή όλου του θεσμικού πλαισίου για αυτοαξιολόγηση-αξιολόγηση. Στόχος προφανώς είναι η άμεση ολοκλήρωση όλου αυτού του νομικού και θεσμικού οικοδομήματος που απαιτούν τόσα χρόνια οι εγχώριες και διεθνείς αγορές μέσω των οργανισμών τους (ΟΟΣΑ, ΣΕΒ, κτλ.)
Βλέποντας αυτό την ολότητα του παζλ του τρόμου μέσα στις νομικές διατάξεις αλλά και στην πραγματικότητα του σχολείου, πέφτουν σιγά σιγά όλα τα πέπλα της ιδεολογικής εξαπάτησης και διαφαίνεται πια ξεκάθαρα η στόχευση των κυβερνήσεων και ο μεγάλος κίνδυνος για τη δημόσια παιδεία. Ένα σχολείο φθηνό για το κράτος και ακριβό για τους πολίτες, ένα σχολείο παρατημένο και μόνο να προσπαθεί να επιβιώσει με αγοραίους όρους, εκπαιδευτικοί και μαθητές ‘κράχτες’ για την απόκτηση περισσότερων πελατών και χρηματοδότησης, σχολεία-ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με όρους μάρκετινγκ, υποβιβασμός της παιδείας σε τυποποιημένο προϊόν χωρίς ουσία και πραγματικό περιεχόμενο. Σε αυτόν τον αγώνα πολλά σχολεία θα ερημώσουν ή θα κλείσουν, θα υποβιβαστούν και θα κληθούν οι ιδιώτες να τα “σώσουν”, η εκπαίδευση θα γίνει απόλυτα ταξική καθώς το σχολείο θα γίνει μέρος του κύκλου οικονομικών εργασιών και κερδοφορίας. Σε αυτό οδηγεί η “ελεύθερη” επιλογή σχολείου το τελευταίο κομμάτι του παζλ που υπόσχεται όλο περηφάνια το πρόγραμμα της ΝΔ ήδη από το 2019. Αυτό είναι που περιγράφει τόσο εύγλωττα και γεμάτος χαρά και ο υποψήφιος σοσιαλιστής(;) βουλευτής Γερουλάνος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όταν σημειώνει σε συνέντευξη του σε γνωστό κυβερνητικό ραδιοφωνικό σταθμό:
“Το να περάσουμε εξουσία σε φορείς που λογοδοτούν στον πολίτη θα είναι η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση που μπορεί να κάνει αυτή η χώρα. Όσο πιο γρήγορα ανεξαρτητοποιήσουμε αυτούς τους φορείς τόσο πιο γρήγορα θα δημιουργήσουμε ανταγωνισμό μεταξύ των εξουσιών στην Ελλάδα και τόσο πιο γρήγορα θα εξασφαλίσουμε τη λογοδοσία. Πάρτε για παράδειγμα την τοπική αυτοδιοίκηση…Έτσι [μέσα από τον ανταγωνισμό] θα επιλυθούν προβλήματα που υπάρχουν στις ‡υποδομές, πχ στα σχολεία, που θυμίζω στην Αμερική για παράδειγμα, τα δημόσια σχολεία καθορίζουν την αξία της γης[…] η πρόσληψη για παράδειγμα ενός διευθυντή σε ένα δημόσιο σχολείο οδηγεί και τις αξίες των ακινήτων στην περιοχή. Είναι εκπληκτικό! Αυτό κι αν είναι λογοδοσία!”
Αυτή είναι η άποψη του νεοφιλελεύθερου σχολείου της αγοράς που θαυμάζει και προτείνει ο κος Γερουλάνος και όχι μόνο αυτός. Ένα σχολείο που ανάλογα με την αξιολόγηση του θα έχει και ανάλογη προσέλκυση πελατών με όρους ταξικούς, επιφέροντας μάλιστα αύξηση των ενοικίων στην περιοχή του και άρα αποκλείοντας τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, οι οποίες θα πρέπει ίσως ακόμα και να μετακομίσουν από την περιοχή και να δώσουν τη θέση τους σε όσους μπορούν να ανταπεξέλθουν στα υψηλά ενοίκια. Αυτή είναι η κατασκευή ενός σχολείου “ελεύθερης πρόσβασης” που ενταγμένο απόλυτα στις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης θα εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες περιθωριοποιώντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Ακριβώς αυτό έχει αποδείξει εξάλλου και η ιστορία του “προτύπου” της Αμερικής του που γοητεύει τον κο Γερουλάνο, ένα σύστημα παιδείας που από παιδαγωγική και κοινωνική άποψη έχει αποτύχει οικτρά επιτείνοντας τα γνωστά προβλήματα της Αμερικανικής κοινωνίας.
Με αυτόν τον τρόπο το σχολείο και η παιδεία από χώροι μόρφωσης, χειραφέτησης και κοινωνικού μετασχηματισμού μετατρέπονται σε οικονομικούς φορείς απόδοσης κεφαλαίου, σε επιχειρήσεις που εισέρχονται στην αγορά διαφημίζοντας το προϊόν τους σε πλατφόρμες τυποποιημένων τεστ απόδοσης και σελοφάν “εκπαιδευτικών” προγραμμάτων. Με αυτόν τον τρόπο η “ελεύθερη επιλογή” του τελικού προϊόντος από τους γονείς-καταναλωτές οδηγεί στην ασφυξία όσης ελευθερίας και δικαιωμάτων μας έχουν απομείνει. Οδηγεί στον απόλυτο έλεγχο των σχολείων, των εκπαιδευτικών και των μαθητών μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς, οι οποίοι τελικά εγγυώνται την απρόσκοπτη συνέχιση της ίδιας τους της αναπαραγωγής και κυριαρχίας πάνω στις ζωές μας.
Η παιδεία και η γνώση όμως δεν είναι προϊόν να το διαλέξουμε από το ράφι του σουπερμάρκετ, δεν είναι προϊόν με τιμή και δείκτες ISO, δεν είναι βαθμοί και αποδόσεις…
Είναι σχέση, είναι ανθρώπινη και δυναμική, είναι διορατική και μετασχηματιστική, είναι απελευθερωτική και γι αυτό επικίνδυνη για το καπιταλιστικό status quo, το οποίο θέλει ακριβώς το αντίθετο· κάθε σχέση να μεταφράζεται με οικονομικούς όρους και κάθε ελευθερία να γίνεται άλλο ένα κουπόνι που να το ελέγχει και να στο πουλάει αυτό το ίδιο, με πολύ βαρύ τίμημα για την κοινωνία και το μέλλον όλων μας.
Μην αφήνουμε λοιπόν τις λέξεις να μας πλανεύουν. Η “ελεύθερη” επιλογή των ταξικών περιορισμών μας δεν αποτελεί με κανένα τρόπο ελευθερία και διαφύλαξη δημοκρατικών αξιών. Δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσπάθεια απαλλοτρίωσης της ελευθερίας και της προϋπόθεσής της, της παιδείας του λαού, με τη συναίνεσή του, τίποτα άλλο παρά ακόμα ένα “δικαίωμα” επιλογής των δεσμών του από εκείνους που τον εκμεταλλεύονται.
της Σοφίας Χατζοπούλου
πηγή: https://selidodeiktis.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου