Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Σχετικά με το νόμο για την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό

Την Τετάρτη 8/3, ημέρα μεγαλειωδών απεργιακών συλλαλητηρίων και Ημέρα της Γυναίκας, ψηφίστηκε ο τελευταίος εκπαιδευτικός νόμος της θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Πρόκειται για το νόμο με τον πομπώδη τίτλο «ζούμε αρμονικά μαζί, σπάμε τη σιωπή», που έχει ως βασικό αντικείμενο την «αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού». Η ψήφισή του προχώρησε με fast track διαδικασίες, με σύντομη δημόσια διαβούλευση και επιβολή ασφυκτικών χρονικών πλαισίων για τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Έτσι οι συνεδριάσεις της επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων ολοκληρώθηκαν το διήμερο 6-7/3, όπου στριμώχτηκαν τρεις αναγκαίες συνεδριάσεις της (2η συζήτηση, ακρόαση φορέων, 2η ανάγνωση) και μετά το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε από την Βουλή την αμέσως επόμενη μέρα!
Υπενθυμίζουμε ότι η λεγόμενη «ασφάλεια στα σχολεία» κατείχε εξέχουσα θέση στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ το 2019 και, στην παρουσίασή του, το bullying είχε αναγορευτεί σε «μάστιγα». Τώρα η κυβέρνηση τονίζει ότι η βία στα σχολεία έχει έκτοτε αυξηθεί και πως αυτό παρατηρείται και διεθνώς. Μία τέτοια εκτίμηση οδηγεί αυτομάτως στο συμπέρασμα ότι η πολιτική της κυβέρνησης, όπως και οι κατευθύνσεις διεθνών οργανισμών του κεφαλαίου με τις οποίες αυτή συμβαδίζει, δεν αντιμετωπίζει τις τάσεις προς τη σχολική βία. Εντούτοις, το υπουργείο διατείνεται ότι έχει να επιδείξει πλούσιο έργο σε αυτό το τομέα. Συγκαταλέγει σε αυτό πρωτοβουλίες που προωθούν επιφανειακές και ανώδυνες για την άρχουσα τάξη αντιλήψεις στα πλαίσια των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων για την εκπαίδευση, όπως τα εργαστήρια δεξιοτήτων και τα νέα προγράμματα σπουδών. Επίσης, συστημικοί κύκλοι, όπως και το υπουργείο, συντελούν και σε ένα είδος ηθικού πανικού διανθισμένου με υπερβολές για τα σχετικά θέματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κριτικάρει την κυβέρνηση και αντιτείνει ότι είχε πρώτος λάβει μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου, προβάλλοντας τις «νέες εκπαιδευτικές δομές» του ν. 4547/18, την πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού στη «Νέα Αρχή για τα ΕΠΑΛ» ή τα σχετικά αντικείμενα στη «θεματική εβδομάδα». Αποδείχτηκε όμως ότι αυτά είχαν μηδαμινή επίδραση στη σχολική βία, ενώ δεν αναφέρεται η σχέση τους με την προώθηση «κουλτούρας αξιολόγησης», την εισβολή ΜΚΟ και «ευαγών ιδρυμάτων» στην εκπαίδευση και την κυριαρχία της αποσπασματικής γνώσης.

Τι περιλαμβάνει ο νόμος

Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του νόμου είναι ότι μόλις 16 από τα 54 άρθρα αφορούν το κυρίως θέμα του. Τα υπόλοιπα 38 ασχολούνται με άλλα θέματα ή συμπληρώνουν ποικίλα νομοθετικά «κενά». Μάλιστα, τα 10 από τα 38 ψηφίστηκαν σαν τροπολογία της τελευταίας στιγμής στην Ολομέλεια της Βουλής. Εμείς θα σταθούμε βασικά στα 16 άρθρα για την βία και τον εκφοβισμό στα σχολεία (Α΄ και Β΄ Μέρος του Νόμου) και θα δώσουμε σύντομα μόνο κάποια στοιχεία για τα υπόλοιπα.

Οι προβλέψεις του νόμου για το κυρίως θέμα κινούνται σε τρεις άξονες: α) νέες δομές αντιμετώπισης της σχολικής βίας, β) συστηματικές επιμορφώσεις εκπαιδευτικών, γ) ψηφιακή πλατφόρμα για αναφορές περιστατικών σχολικής βίας. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, αυτές οι τρεις πλευρές συμπληρώνουν προηγούμενες πρωτοβουλίες της (επιμορφώσεις, αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, εργαστήρια δεξιοτήτων, αύξηση των ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών κ.λπ.) και διαμορφώνουν ένα «ολιστικό» πλαίσιο αντιμετώπισης των σχετικών προβλημάτων.

Όσον αφορά τις δομές, ξεχωρίζουν τρία επίπεδα. Σε επίπεδο σχολικής μονάδας, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπεύθυνος είναι ο διευθυντής μαζί με έναν εκπαιδευτικό που επιλέγει και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ο διευθυντής συνεπικουρούμενος από το Σύμβουλο Σχολικής Ζωής. Σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης συγκροτούνται τετραμελείς Ομάδες Δράσης (διευθυντής εκπαίδευσης, ένας σύμβουλος, ψυχολόγος, κοινωνικός λειτουργός). Σε κεντρικό επίπεδο συνιστάται επταμελής επιτροπή εμπειρογνωμόνων αξιολόγησης και εκπόνησης πρωτοκόλλων χειρισμού των περιστατικών, που έχει τη γενική εποπτεία και επιμέλεια του συνολικού προγράμματος.

Για τις επιμορφώσεις, διευθετούνται κάποια ζητήματα θεσμοθέτησης και επέκτασής τους, όπως και ανάπτυξης «στοχευμένου επιμορφωτικού υλικού».

Στην ψηφιακή πλατφόρμα για αναφορά περιστατικών σχολικής βίας θα έχουν πρόσβαση οι μαθητές, οι γονείς και όσοι έχουν επιμέλεια μαθητών. Οι γονείς θα υποβάλλουν μόνο επώνυμες αναφορές, ενώ οι μαθητές θα μπορούν να υποβάλλουν και ανώνυμες. Αποδέκτες των αναφορών είναι οι υπεύθυνοι της σχολικής μονάδας και αυτές κοινοποιούνται μέσω του πληροφοριακού συστήματος στα μέλη της ομάδας δράσης. Ο χειρισμός τους γίνεται από τους υπεύθυνους της σχολικής μονάδας υπό την εποπτεία των τετραμελών ομάδων δράσης, που μπορούν να παρεμβαίνουν και επί τόπου.

Άλλα αξιοπρόσεκτα στοιχεία του νομοσχεδίου είναι ότι οι Ομάδες Δράσης συντάσσουν και υποβάλλουν στον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης ετήσιες εκθέσεις παρατηρήσεων και συμπερασμάτων, ενημερώνεται το Υπουργείο και αυτά συντελούν στη χάραξη μελλοντικής πολιτικής. Επίσης, στην πλατφόρμα θα αναρτάται ενημερωτικό – επιμορφωτικό υλικό, καθώς και «καλές πρακτικές».

Τα υπόλοιπα θέματα του νόμου περιλαμβάνονται στο Γ΄ Μέρος του. Αυτά είναι αδύνατο να παρουσιαστούν εδώ και, ιδιαίτερα όσα αφορούν τη τριτοβάθμια εκπαίδευση, χρήζουν ειδικής και προσεκτικής ανάλυσης. Χωρίς να σταθούμε σε μερικότερες ή πολύ τεχνικές ρυθμίσεις, διαπιστώνουμε άμεσα ότι κάποιες διατάξεις του νόμου «εμπλουτίζουν» ή αξιοποιούν ψηφισμένα αντιδραστικά νομοθετήματα. Έτσι, υπάρχουν άρθρα για την αξιολόγηση στελεχών και εκπαιδευτών ΔΙΕΚ (Μέρος Γ΄, Κεφάλαιο Β΄),i για ζητήματα ενίσχυσης της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ (συνεργασίες με ιδρύματα του εξωτερικού για ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών, ρυθμίσεις για εξετάσεις εξ αποστάσεως) και την ίδρυση ιδιωτικών ΕΣΚ και ΙΕΚ στη Ριζάρειο Σχολή (άρθρο 39).

Το Α΄ Κεφάλαιο, που αναφέρεται στη σύσταση ερευνητικών κέντρων στην Ακαδημία Αθηνών, απαιτεί επισταμένη μελέτη, διότι έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις από τα υφιστάμενα κέντρα και πιθανότατα οδηγεί σε κατακερματισμό της έρευνας, προβλήματα χρηματοδότησης κ.λπ. Ακούστηκαν διάφορες αιτιάσεις για τις επιδιώξεις του, αλλά η Υπουργός επέμεινε, μιλώντας για «πλουραλισμό στην έρευνα» και «ελευθερία». Επισημαίνουμε επίσης ότι υπάρχουν μερικές πρόσθετες ρυθμίσεις για την παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια (άρθρο 32), που προφανώς θα έχουν κάποια επίδραση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, π.χ. η επέκτασή της σε παλιούς αποφοίτους Τμημάτων ΑΕΙ, εφόσον καλύπτονται από το περιεχόμενο των μαθημάτων που είχαν «περάσει».

Ζητήματα γενικής οπτικής του νόμου για τη βία

Ο νόμος παρακάμπτει βασικά ζητήματα που σχετίζονται με την «ενδοσχολική βία», άρα θέτει εξαρχής το αντικείμενο σε λάθος βάση. Εστιάζει στις διαπροσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, ενώ αυτή τροφοδοτείται από παράγοντες που προκύπτουν από το υπάρχον κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού. «Ξεχνιούνται» δηλαδή το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων, η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, η εκτεταμένη ανεργία και μισοαπασχόληση, το συμφεροντολογικό πνεύμα στις κοινωνικές σχέσεις, ο σκληρός ανταγωνισμός που διαπερνά την κοινωνία. Τα πράγματα εμφανίζονται σα να μην υπάρχει κρίση και άσχετα από το μακρόχρονο καθεστώς «σφιχτής» δημοσιονομικής πολιτικής και επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτά έχουν άμεση επίδραση στους νέους από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα και στις οικογένειές τους, προκαλούν αφόρητη πίεση και αδιέξοδα και εκφράζονται εκρηκτικά, ωθώντας προς τη βία.

Επίσης, παρακάμπτονται σημαντικές πλευρές που έχουν άμεση σχέση με την βία στο σχολείο. Διότι βία ασκείται στους μαθητές, όταν υποβάλλονται σε εξοντωτικές εξετάσεις, που μάλιστα εντείνονται και πολλαπλασιάζονται, όταν ορθώνονται φραγμοί στη μόρφωσή τους, καθώς και όταν παραβιάζονται βασικά μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα των νέων. Βία στο χώρο του σχολείου αποτελεί και η αντιδημοκρατική δομή της εκπαίδευσης, η συστηματική περιφρόνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών και μαθητών στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, τα αυξανόμενα κρούσματα διοικητικής αυθαιρεσίας, αλλά και η επέκταση των μη μόνιμων και ελαστικών σχέσεων εργασίας και της οικονομικής ανέχειας. Βία αποτελούν και οι αντιδημοκρατικές, τρομοκρατικές μέθοδοι για να επιβληθεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων, ενώ η ίδια η αξιολόγηση αποτελεί βίαιη επέμβαση στα σχολικά πράγματα.

Αποσιωπάται ο ρόλος της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας που προωθεί τη ταξική βία, συχνά μάλιστα με κραυγαλέο τρόπο (αντιπροσφυγικός λόγος, κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμμετοχή σε πολεμικούς σχεδιασμούς, ευνοϊκή στάση προς αντιλήψεις φασιστικού τύπου και υπόθαλψη θυλάκων στον κρατικό μηχανισμό κ.λπ.). Μιλούν για καταπολέμηση της βίας, όταν είμαστε σε καθεστώς αυξανόμενης και απροσχημάτιστης κρατικής καταστολής ενάντια στους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας.

Προβάλλονται υπέρμετρα διάφορα φτιασιδώματα, όπως η πρόσληψη ανεπαρκούς αριθμού ψυχολόγων που καλούνται να προσφέρουν χωρίς να υπάρχουν κατάλληλες υποδομές στα σχολεία, όταν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και παιδικής προστασίας είναι εξαιρετικά προβληματικό, πρακτικά ανύπαρκτο, στη χώρα μας.

Έχοντας «ξεμπερδέψει» με όλα τα προηγούμενα, ο νόμος περιορίζεται στις συμπεριφορές και στάσεις των ατόμων που πρέπει να αλλάξουν, καθώς και στο ρόλο της οικογένειας. Έχει καθαριστεί το έδαφος, ώστε η «προληπτική» πλευρά του νόμου να είναι επιμορφώσεις και «δράσεις», προφανώς με ιδεολογικό περιεχόμενο σύμφωνο με τα ζητούμενα του κεφαλαίου. Ταυτοχρόνως, λαμβάνοντας υπόψη ποιοι είναι οι βασικοί άξονες του νόμου για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας και το ειδικό βάρος που δίνεται στον καθένα απ’ αυτούς, συμπεραίνουμε ότι δίνεται προτεραιότητα στην αποτροπή / καταστολή καθώς και στον εκ των υστέρων χειρισμό περιστατικών αντί για τη συνεισφορά σε ένα συνολικό περιβάλλον όπου δεν θα ευδοκιμεί η βία.

Παρατηρήσεις για τις επιμέρους ρυθμίσεις

Στα άρθρα 1-16 περιέχονται σημεία που όχι μόνο είναι σε λάθος κατεύθυνση, αλλά είναι και βλαβερά ως επικίνδυνα. Ο νόμος ταιριάζει με τη συνολική αντιδραστική πολιτική της αστικής τάξης στο χώρο της εκπαίδευσης, καθώς π.χ. στο άρθρο 5 υπάρχουν προβλέψεις για αξιολόγηση των δράσεων και προγραμμάτων καθώς και για «επικαιροποίηση» του πρότυπου κανονισμού λειτουργίας των σχολικών μονάδων, ώστε αυτός να καλύπτει θέματα του εν λόγω νομοσχεδίου. Επισημαίνουμε όμως, αμέσως παρακάτω, και κάποιες συγκεκριμένες πλευρές.

Στο άρθρο 3 απαριθμείται τι περιλαμβάνουν οι «δράσεις και [τα] προγράμματα πρόληψης και αντιμετώπισης περιστατικών ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού». Το πιο χοντροκομμένο σημείο είναι ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου θα συνάπτουν συνεργασίες με «κάθε είδους φορείς και δομές», ενώ παρόμοια έκφραση χρησιμοποιείται και στο άρθρο 5 για τα προγράμματα και τις δράσεις που θα εκτελούνται σε συνεργασία με το ΙΕΠ, το ΙΤΥΕ «Διόφαντος» κ.λπ. («καθώς και [με] οποιονδήποτε άλλον τρίτο φορέα κρίνεται αναγκαίο»). Αυτές οι ελαστικές διατυπώσεις αφήνουν χώρο για εμπλοκή ιδιωτικών συμφερόντων στα σχετικά προγράμματα.

Στο άρθρο 4 ορίζεται τι «συνιστά ενδοσχολική βία και εκφοβισμό» μέσω της απαρίθμησης οκτώ περιπτώσεων. Αυτό το άρθρο δεν συμβαδίζει, από πολλές σκοπιές, με επιστημονικά καθιερωμένους σχετικούς ορισμούς. Η σχολική βία ορίζεται εξαιρετικά διασταλτικά, ώστε δυνητικά να περιλαμβάνονται σε αυτή σχεδόν τα πάντα και να υπάρχουν ευρύτατα περιθώρια ερμηνειών «κατά το δοκούν».

Ιδιαίτερα επικίνδυνη, μάλιστα, είναι η αναφορά που θεωρεί σχολική βία και εκφοβισμό κάθε «βία και παραβατική συμπεριφορά, που πλήττει τη σχολική κοινότητα και διαταράσσει την εκπαιδευτική διαδικασία», ενώ λίγο παρακάτω θεωρείται βία, γενικά, «η παρεμπόδιση της ομαλής διεξαγωγής των μαθημάτων και ο βίαιος αποκλεισμός μαθητών είτε από την εκπαιδευτική διαδικασία είτε από τη συμμετοχή τους στην καθημερινή σχολική ζωή». Με αυτές τις εκφράσεις ο νόμος «φωτογραφίζει» σαν εκφοβισμό και τα ριζοσπαστικά σκιρτήματα της νέας γενιάς και θέτει όρους «πολιτικής ορθότητας», ανάλογους με τα οριζόμενα από την ΕΕ ενάντια στη ριζοσπαστικοποίηση. Στρέφεται άμεσα ενάντια στους μαθητικούς αγώνες και δεν είναι παράξενο που προκάλεσε την έντονη αντίθεση κοινοβουλευτικών κομμάτων και των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών. Μόνο και μόνο γι’ αυτό το σημείο, ο νόμος είναι απαράδεκτος.

Από το άλλο μέρος, στον ορισμό απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στο φασισμό και τον εθνικισμό, παρά την άμεση σχέση τους με την βία και τον εκφοβισμό (π.χ. οι τραμπουκισμοί φασιστικής ομάδας στα ΕΠΑΛ Σταυρούπολης το Σεπτέμβρη 2021). Αυτή η «παράλειψη» αντανακλά τις πεποιθήσεις τμήματος των καθεστωτικών κομμάτων, την ενσωμάτωση πτυχών της ακροδεξιάς ατζέντας στην κυρίαρχη πολιτική, αλλά και την αξιοποίηση από το σύστημα ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων για παρέμβαση στους χώρους της εκπαίδευσης, με χαρακτηριστική στιγμή την προσπάθεια του 2018 για το «μακεδονικό».

Το άρθρο 6 εισάγει ειδική ψηφιακή πλατφόρμα για την υποβολή αναφορών σχετικά με περιστατικά ενδοσχολικής βίας και φαινόμενα εκφοβισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπουργός συνέδεσε αυτή τη ρύθμιση με το «τεχνολογικό κεκτημένο» στην εκπαίδευση, δηλαδή με την «εξοικείωση» των εκπαιδευτικών με τη νέα τεχνολογία. Ανάφερε τη «ψηφιακή μέριμνα», αλλά προφανώς έτσι «βγάζει λάδι» και την ακραία ταξική εκπαιδευτική πολιτική στα κλειστά σχολεία κατά την πανδημία.

Πολύ ακανθώδες θέμα είναι η δυνατότητα, που παρέχει αυτό το άρθρο, για υποβολή στην πλατφόρμα ανώνυμων καταγγελιών από μαθητές. Η κυβέρνηση υπερασπίστηκε αυτή τη δυνατότητα, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις από διάφορες πλευρές, με το επιχείρημα ότι «πρέπει να σπάσει η σιωπή» και τα θύματα να νιώσουν ασφαλή, μέσω της ανωνυμίας τους, ώστε να προβούν στην αναφορά. Αναφέρθηκε επίσης συχνά σε ένα στοιχείο που κατατέθηκε στη 2η συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, ότι μόλις το 3% των μαθητών – θυμάτων βίας προβαίνουν σε καταγγελία.

Είναι γεγονός ότι ο θιγόμενος, σε αρκετά ευαίσθητες περιπτώσεις, πρέπει να διασφαλίζεται και να νιώθει ότι δεν θα στοχοποιηθεί ξανά λόγω της καταγγελίας του. Επίσης, είναι απαραίτητο ένα σύστημα παρακολούθησης και διασταύρωσης των περιστατικών, τέτοιο όμως που θα διευκολύνει την παροχή βοήθειας και τη μη παράταση της ταλαιπωρίας όσων έχουν πέσει θύματα βίας. Κάθε ρύθμιση όμως κρίνεται σε συγκεκριμένες πραγματικές συνθήκες. Αφενός, τίποτα δεν δείχνει ότι αυτή η πλατφόρμα προορίζεται ή μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός τέτοιου συστήματος. Δεύτερον, αυτή εντάσσεται σε ένα νομοσχέδιο που έχει αντιδραστικό προσανατολισμό και, επιπλέον, περιλαμβάνει αιχμές κατά των μαθητικών αγώνων. Ο εκπαιδευτικός κόσμος έχει δυσφημιστεί συστηματικά από τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, ενώ υπάρχει και η εμπειρία από τις βαθύτατα αντιδημοκρατικές εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης. Αρκεί, για παράδειγμα, να αναφέρουμε την επίθεση στο πανεπιστημιακό άσυλο στο όνομα της καταπολέμησης της ανομίας (υπονόμευσή του από το ΣΥΡΙΖΑ και πανεπιστημιακή αστυνομία από τη ΝΔ) και τα πειθαρχικά ενάντια στους φοιτητές. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι πιθανότατα θα αξιοποιηθούν ανώνυμες καταγγελίες για τη στοχοποίηση εκπαιδευτικών, δημιουργία κλίματος «κοινωνικού αυτοματισμού» και πολιτική εκμετάλλευση, καλλιέργεια χαφιεδισμού, χτύπημα των εκπαιδευτικών αγώνων και επεμβάσεις της αστυνομίας στα σχολεία. Ήδη έχουμε περιστατικά προσαγωγών μαθητών/τριών με αφορμή τις πρόσφατες καταλήψεις, ενώ όχι λίγες φορές μετά από μηνύσεις και καταγγελίες έχουμε προσαγωγές εκπαιδευτικών ακόμα και την ώρα που βρίσκονται στις τάξεις τους.

Σχετικά με τα αρμόδια όργανα υποδοχής των αναφορών και του χειρισμού τους, είναι εξόφθαλμος ο αποκλεισμός του συλλόγου διδασκόντων, αφού αρμοδιότητα έχουν μόνο ο Διευθυντής και ένας εκπαιδευτικός σε επίπεδο σχολείου. Αυτό έρχεται σε συνέχεια υποτιμητικών σχολίων που εκστομίζονται από επίσημα χείλη σε βάρος των εκπαιδευτικών, που τάχα «έχουν περιορισμένη ευαισθητοποίηση» και «ασχολούνται ελάχιστα» με τις συμπεριφορές βίας και εκφοβισμού. Τέτοια πράγματα υποστηρίζονται, όταν χωρίς τις φιλότιμες προσπάθειες των εκπαιδευτικών τα σχολεία θα είχαν ολότελα καταρρεύσει, με τις καταστροφικές πολιτικές που επί σειρά ετών και κυβερνήσεων ακολουθούνται. Εκτός εξάλλου από τη μη στήριξη στην ίδια τη συλλογική πείρα και άποψη των εκπαιδευτικών, είναι φανερή και η υποκατάσταση της επιτόπιας μόνιμης παρέμβασης εξειδικευμένων επιστημόνων, με τους κατάλληλους όρους για να επιτελέσουν την εργασία τους, από διμελείς ομάδες χωρίς την απαραίτητη επιστημονική γνώση ή από τετραμελή όργανα σε επίπεδο διεύθυνσης. Ο εμπειρισμός, η αντιδημοκρατικότητα και τα χρήματα «με το σταγονόμετρο» συνοδεύονται από φανφάρες για δήθεν ουσιαστικά μέτρα.

Πέρα όμως κι απ’ όσα ήδη γνωρίζουμε, πολλά σημαντικά ζητήματα του νόμου θα καθοριστούν από ένα πλήθος κατοπινών υπουργικών αποφάσεων, που αναπόφευκτα θα εγείρουν πρόσθετα ζητήματα και θα έχουν σημαντικές συνέπειες. Δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί κάποιος όταν διαπιστώνει π.χ. ότι στην κεντρική επταμελή επιτροπή ορίζονται από τον υπουργό «δύο προσωπικότητες με εμπειρία», χωρίς να αναφέρεται κανένα συγκεκριμένο αντικειμενικό κριτήριο ή προσόν. Οι εξουσιοδοτικές διατάξεις παραπέμπουν σε υπουργικές αποφάσεις για το ποια θα είναι τα προγράμματα και οι δράσεις καθώς και για κάθε αναγκαία λεπτομέρεια υλοποίησής τους, για τη δυνατότητα περαιτέρω αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των υπευθύνων των σχολικών μονάδων και των τετραμελών ομάδων δράσης, τα ζητήματα λειτουργίας της ψηφιακής πλατφόρμας, τη διαδικασία υποβολής αναφοράς και τα σχετικά με τη διαχείριση των αναφορών. Υπάρχουν πολλές «ουρές», συνεπώς, που θα ξεδιπλωθούν στο μέλλον.

Η στάση των κομμάτων στη συζήτηση στην Ολομέλεια

Η συζήτηση του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής επηρεάστηκε από το έγκλημα με τους δεκάδες νεκρούς στα Τέμπη. Μεγάλο μέρος πολλών ομιλιών αφιερώθηκε σε αυτό το θέμα και εκτυλίχθηκε πολιτική αντιπαράθεση και γι’ αυτό. Άλλωστε η συνεδρίαση γινόταν σε ημέρα απεργίας και ενώ εκτυλίσσονταν ογκώδεις κινητοποιήσεις στην Αθήνα και όλη τη χώρα. Παρ όλα αυτά ούτε καν ζητήθηκε η αναβολή της ψήφισης του νόμου αλλά μόνο μία ώρα διακοπής των εργασιών, από τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, για όσους βουλευτές ήθελαν να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση.

Ο προεδρεύων της Βουλής (Χ. Αθανασίου, ΝΔ) έδωσε ένα απαράμιλλο δείγμα του πώς εννοεί τον κομψό πολιτικό λόγο. «Αν θέλετε να αποχωρήσετε είναι δικό σας θέμα», είπε, και πρόσθεσε ότι «η Βουλή συμμετείχε στο τριήμερο πολιτικό πένθος». Σαν να λέμε, κάναμε το καθήκον μας και δεν έχει άλλο. Πάντως, η συζήτηση έγινε μετά από αποχωρήσεις και με παρουσία λίγων βουλευτών.

Στην Ολομέλεια, αλλά και νωρίτερα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, προέκυψαν κάποιες εντάσεις ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς να ασχοληθούμε με πιθανές άλλες πλευρές (προεκλογικές στοχεύσεις, προσωπικά «στοιχήματα» κ.λπ.), κατά τη γνώμη μας αυτά εξηγούνται από την αντιπαράθεση για το ποιος μπορεί να εξασφαλίσει συνέχεια και «ομαλότητα» στο πολιτικό σύστημα, χωρίς κλυδωνισμούς και κινήσεις εκτός δεδομένων ορίων. Στα πλαίσια αυτού του πολιτικού παιχνιδιού που παίζουν τα δύο βασικά αστικά κόμματα, της θεσμικότητας και σταθερότητας, σε όλες τις διαδικασίες υπήρχαν προτροπές από μέρους της ΝΔ προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αφήσει την τακτική της αποχής και να πάρει μέρος στις ψηφοφορίες, με το επιχείρημα ότι το θέμα της σχολικής βίας είναι τόσο σοβαρό που πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς κομματικούς υπολογισμούς.

Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, χαρακτήρισε τη νομοθετική πρωτοβουλία ως «εργαλείο προεκλογικής καμπάνιας» και «επιδερμική», έκανε επιμέρους παρατηρήσεις και συνολικά, ακολούθησε τακτική εποικοδομητικής κριτικής. Σε αυτό το πνεύμα, κατέθεσε και τροπολογίες και το ερώτημα ήταν αν θα ψήφιζε το νομοσχέδιο.

Τελικά, υπέρ του νομοσχεδίου (επί της αρχής και επί του συνόλου) ψήφισαν η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, καταψήφισαν το ΚΚΕ και το ΜεΡΑ25, ενώ η «Ελληνική Λύση» δήλωσε παρών. Ο ΣΥΡΙΖΑ απείχε από τις ψηφοφορίες.ii

Ας κάνουμε, τελειώνοντας, κάποιες παρατηρήσεις που θεωρούμε ότι είναι χρήσιμες.

Η συζήτηση του νομοσχεδίου εν μέσω πυκνών πολιτικών εξελίξεων και ενόσω αποκαλύπτονται με τραγικό τρόπο τα αποτελέσματα της βάρβαρης πολιτικής του κεφαλαίου ενάντια στους εργαζόμενους, που έχει χαρακτήρα κοινωνικού πολέμου, υπογραμμίζει την άμεση σύνδεση της βίας στο σχολικό χώρο με τις γενικότερες εξελίξεις στη κοινωνία. Η συγκυρία δείχνει, με το δικό της τρόπο, ότι τα σχετικά θέματα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν έξω από την πάλη για τα κοινωνικά δικαιώματα στην προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης, ούτε ανεξάρτητα από την έμπνευση σημαντικών τμημάτων της νεολαίας από αντίστοιχες ιδέες και οράματα.

Περνώντας στη στάση των κομμάτων, παρατηρούμε ότι στις τοποθετήσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ασκήθηκε κριτική σε πλευρές του νομοσχεδίου. Τονίστηκε η σχέση της ενδοσχολικής βίας με τη σημερινή άθλια κατάσταση του λαού και την πολιτική της κυβέρνησης, υπήρξε αντίθεση σε αντιδημοκρατικές πλευρές του νομοσχεδίου (άρθρο 4, ανώνυμες καταγγελίες, στάση απέναντι στους καθηγητές) και κριτική σε συναφή θέματα (περιορισμένη προσέγγιση, εμμονή στις δεξιότητες). Άφηνε όμως στο απυρόβλητο βασικά ζητήματα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής στρατηγικής, την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, η κριτική για τα υπό ίδρυση νέα ερευνητικά κέντρα περιλαμβάνει και το βασικό επιχείρημα πως αυτό αντίκειται στην πολιτική της ΕΕ για τον Ενιαίο Χώρο Έρευνας. Εξάλλου, οι θετικές αναφορές στα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ σαν κυβέρνηση αποδυναμώνουν και καθιστούν αφερέγγυα την κριτική που ασκήθηκε.

Το ΚΚΕ συνέδεσε την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό με το υπάρχον κοινωνικό σύστημα και την καταπολέμησή της με τη συλλογική δράση της νεολαίας. Αυτή ήταν η γενική του άποψη, επιμένοντας στα αίτια της βίας. Η στάση όμως απέναντι σε ένα νομοθέτημα δεν μπορεί να ξεκόβει τη γενική τοποθέτηση από τα επιμέρους και να αγνοεί σημαντικές συγκεκριμένες πλευρές, που χρειάζεται να αντιπαλευτούν. Παρατηρούμε ότι στην κατ’ άρθρο ψηφοφορία το ΚΚΕ καταψήφισε μεν το άρθρο 4, αλλά δήλωσε «παρών» στα υπόλοιπα άρθρα του Β΄ Μέρους.iii Αυτό σημαίνει ότι δεν ψήφισε «κατά» για μια σειρά ζητημάτων (εμπλοκή φορέων, είδη αναφορών, αγνόηση συλλόγου διδασκόντων, εξουσιοδοτικές διατάξεις κ.λπ.), υποτιμώντας την πρακτική τους διάσταση και τη σύνδεσή τους με τη τακτική του ταξικού αντίπαλου.

Το νομοσχέδιο έγινε νόμος χωρίς μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μετά από σχεδόν ανύπαρκτη διαβούλευση και προμηνύονται πολλά πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή του. Έχουν ταχθεί εναντίον του η ΔΟΕ, η ΟΛΜΕ και η συνομοσπονδία των γονέων (ΑΣΓΜΕ), δηλαδή οι πιο μαζικοί φορείς της σχολικής κοινότητας. Όπως φαίνεται, η κυβέρνηση της ΝΔ περισσότερο επιδιώκει μέσα από αυτό να αντιμετωπίσει δοσιλογικά ή κατασταλτικά τα αγωνιστικά σκιρτήματα των μαθητών, εντείνοντας την κρατική βία απέναντι στην εκπαίδευση, και πολύ λιγότερο έστω να θέσει σε ουσιαστική συζήτηση το φαινόμενο της βίας στο σχολείο. Το εκπαιδευτικό κίνημα έχει καταρρίψει πλήθος αντιδραστικών νόμων και ρυθμίσεων και αυτό θα συμβεί και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τουλάχιστον για τις αντιδημοκρατικές διατάξεις που αφορούν άμεσα τη σχολική βία και τον εκφοβισμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


i Η λογική είναι παρόμοια με του Ν.4823/21. Επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26 (§§ 5, 7), στην αξιολόγηση των εκπαιδευτών των ΔΙΕΚ λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη η ηλεκτρονικά διενεργούμενη «αποτίμηση, στο τέλος κάθε εξαμήνου κατάρτισης, του έργου τους από τους καταρτιζόμενους του ΙΕΚ», καθώς και ότι κακή αξιολόγηση («ακατάλληλο» έργο) σε κάποιο πεδίο στέλνει τον εκπαιδευτή έξω από το Μητρώο Εκπαιδευτών για το επόμενο 1 έτος.


ii Όπως συμβαίνει συνήθως, στο νόμο ενσωματώθηκαν κάποιες τροποποιήσεις σε σχέση με το αρχικό νομοσχέδιο. Στο Β’ Μέρος επισημαίνουμε την προσθήκη της διαδικτυακής βίας και την εφαρμογή του νόμου και σε περιστατικά απέναντι σε εκπαιδευτικούς.


iii Δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα σχετικά πρακτικά της Βουλής, αλλά αυτό προκύπτει από το αναρτημένο βίντεο της συνεδρίασης, που στα τελευταία λεπτά δείχνει τον ηλεκτρονικό πίνακα με τις ψήφους των κομμάτων.

του Απόστολου Νικολόπουλου,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου