Του Χρήστου Ρέππα,
Έχει μια ιδιαίτερη σημασία να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε σε ποια συγκυρία βρισκόμαστε ακριβώς και πως μπορούμε να παρέμβουμε από τη σκοπιά των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας. Η συγκυρία χαρακτηρίζεται από μεγάλη επίθεση της κυβέρνησης στους εργαζόμενους και στα δημόσια κοινωνικά αγαθά. Παρά τη φθορά και τη βαθιά απονονομιμοποίησή της, που έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό με την υπόθεση των Τεμπών , η κυβέρνηση της Ν.Δ γίνεται όλο και πιο επιθετική και η στόχευσή της παραμένει σταθερή να προωθήσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βάθος και έκταση τις αναδιαρθρώσεις στην οικονομία, τη διοίκηση και την εκπαίδευση και να συντρίψει κάθε αντίσταση στην πολιτική της. Χαρακτηριστική είναι από την άποψη η επίθεση της αστυνομίας σε μικρά παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς στην κινητοποίηση επτά εκπαιδευτικών σωματείων στις 23/10/2025 στην Διεύθυνση Π.Ε Α’ Αθήνας σε κινητοποίηση διαμαρτυρίας για τα διδακτικά κενά των σχολείων της Α’ Αθήνας. Οργανικό στοιχείο της πολιτικής της είναι η κρατική βία και ο αυταρχισμός. Η καταστολή με χημικά της κινητοποίησης έστειλε μικρά παιδιά στα Νοσοκομεία. Ο αυταρχισμός αυτός και η πολιτική της πυγμής δεν είναι ένδειξη δύναμης αλλά αδυναμίας της, αποτέλεσμα της έλλειψης νομιμοποίησης της πολιτικής της , είναι το καταφύγιο ανάγκης για επιλογές για τις οποίες δεν μπορεί να πείσει και για την κατάσταση της εξαθλίωσης που έχει δημιουργήσει στους εργαζόμενους. Είναι ταυτόχρονα θωράκιση του κρατικού μηχανισμού απέναντι στις αντιστάσεις , μικρές ή μεγάλες , δυνατές ή αδύνατες και απέναντι στις μελλοντικές αντιστάσεις που θεωρούν ότι μπορεί να υπάρξουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Έχουμε μπροστά μας μια αδύναμη και ανυπόληπτη κυβέρνηση που η επικινδυνότητά της τροφοδοτείται από την αδυναμία της να ελέγξει και να καταστείλει τη λαϊκή οργή για την πολιτική της. Είναι ακριβώς αυτή της η αδυναμία και ο φόβος απέναντι στη λαϊκή οργή και στις όποιες διαστάσεις αυτή μπορεί να προσλάβει στο μέλλον που την αναγκάζει να εξαγγέλλει πρωτοβουλίες σαν αυτές της φύλαξης του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη. Στην πραγματικότητα θέλει ν’ αποκόψει διαδηλώσεις και άλλου είδους κινητοποιήσεις από τη δυνατότητα πρόσβασης στη Βουλή αλλά και από την παρουσία τους σ’ έναν δημόσιο χώρο με τόσο μεγάλη ιστορική και πολιτική σημασία. Λες και οι αγώνες του λαού στο σήμερα αλλά και η οργή του για τη βία και την εξαθλίωση στην οποία υπόκειται δεν μπορεί να μπαίνουν δίπλα στου μεγάλους αγώνες του παρελθόντος ούτε να τοποθετούνται στους ίδιους δημόσιους χώρους. Τον δημόσιο χώρο ως χώρο εκδήλωσης αγώνων και διεκδίκησης δικαιωμάτων δεν τον αφήνουμε στα χέρια μιας άνομης , αυταρχικής και απονομιμοποιημένης κυβέρνησης για ν’ αποκλείσει απ΄ αυτόν τη δημόσια παρέμβαση του λαού για τα προβλήματά του. Γιατί η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη , οι διαδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις μπροστά σ’ αυτό δεν είναι παραβατικές συμπεριφορές, αλλά οι απόλυτα δίκαιοι κοινωνικοί αγώνες του σήμερα, που θα πρέπει να εκδηλώνονται ελεύθερα σε όλους τους δημόσιους χώρους και φυσικά και στο συγκεκριμένο μνημείο.
Ο αδύναμος χαρακτήρας της και η απονονομιμοποίησή της βέβαια δεν αλλάζει σε τίποτα τον ταξικό της χαρακτήρα και τον αντίστοιχο χαρακτήρα της πολιτικής της. Η προσήλωσή της στα συμφέροντα του κεφαλαίου και στην ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι απόλυτη. Η καπιταλιστική κερδοφορία είναι η πυξίδα σε κάθε πλευρά της πολιτικής της. Από τον νόμο για το 13ωρο μέχρι την εμπορευματοποίηση της δημόσιας παιδείας και το κύμα της εξοντωτικής ακρίβειας στα βασικά αγαθά. Από την αμέριστη υποστήριξη της HellenicTrain και τη συνέχιση της χρηματοδότησής της μετά το κρατικό επιχειρηματικό έγκλημα των Τεμπών ως τη διάλυση των δομών της δημόσιας υγείας.
Η μεγάλη ρωγμή που άνοιξε με το έγκλημα των Τεμπών ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κοινωνία όχι μόνο δεν είναι διαχειρίσιμη αλλά συνεχώς μεγαλώνει. Η ακραία αντεργατική και αντικοινωνική πολιτική της για εξυπηρέτηση του καπιταλιστικού κέρδους συμπληρώνεται από τη διαφθορά, την καταλήστευση του δημοσίου χρήματος και την καταρράκωση των ελευθεριών, όπως δείχνουν το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και το παλιότερο και συγκαλυμμένο σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών. Παρά την προκλητική συγκάλυψη κορυφαίων παρανομιών της, τη στήριξη που απολαμβάνει η πολιτική της από τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε , η πορεία της φθοράς και της ήττας είναι γι’ αυτή μη αναστρέψιμη διαδικασία. Η ακρίβεια, η φτώχεια και η προσπάθεια διάλυσης βασικών εργατικών δικαιωμάτων, μαζί με την υπόθεση των Τεμπών θα είναι οι καθοριστικοί παράγοντες των εξελίξεων στο επόμενο διάστημα που θα φέρουν το τέλος της άνομης εξουσίας της. Η διατήρησή της στην εξουσία δεν είναι αποτέλεσμα των επιλογών της και αποδοχής της πολιτικής της αλλά αποτέλεσμα της αδυναμίας των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης να συγκροτήσουν εναλλακτική κυβερνητική λύση. Η αδυναμία αυτή συγκρότησης εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης σίγουρα δεν θα είναι διαρκής και μελλοντικά μπορεί ν’ αφορά τη δημιουργία αναπαλαιωμένου σοσιαλδημοκρατικού πόλου από τον ηγέτη της αριστεράς του τρίτου μνημονίου ή και ακόμη την ανάδυση μιας ακροδεξιάς πολιτικής λύσης, όπως δείχνει και η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία.
Ακριβώς πάνω σ’ αυτό το έδαφος της αδυναμίας να συγκροτηθεί άμεσα αστική εναλλακτική κυβερνητική λύση είναι αναγκαιότητα να συγκροτηθεί ένας ανεξάρτητος από την αστική πολιτική αντικαπιταλιστικός πόλος που θα βάλει με επιθετικό και αποφασιστικό τρόπο την ανατροπή της κυβέρνησης με κινηματικούς όρους. Αυτό είναι και δυνατό και αναγκαίο , η αστική πολιτική ποτέ δεν διαμορφώνεται με τους όρους και τους προσανατολισμούς μόνο των αστικών επιτελείων αλλά και με την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα που ανάλογα με τη δυναμική του μπορεί ν’ ακυρώσει προσανατολισμούς της ή και να επιβάλλει ακόμα κατακτήσεις.
Η πολιτική της ειδικά στο θέμα των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών χρωματίζεται από ακροδεξιά λογική. Οι διώξεις που ασκεί στον χώρο της εκπαίδευσης δεν έχουν μόνο αντισυνδικαλιστικό και πολιτικό χαρακτήρα. Είναι και ιδεολογικές διώξεις που χαρακτηρίζονται από μια επιθετική όσο και αυταρχική υπεράσπιση πλευρών της πολιτικής και των κυρίαρχων αξιών της. Όλο και περισσότερο αναδύεται το ακροδεξιό δόγμα σε ευαίσθητους από αξιακή άποψη θεσμούς , όπως η εκπαίδευση, ότι «δεν έχετε δικαίωμα να διαφωνείτε με την άποψη του κράτους , κάθε διαφορετική φωνή είναι διαστρέβλωση της αλήθειας». Στη βάση της μιας και μοναδικής κρατικής αλήθειας που υπερασπίζονταν και συνεχίζει να υπερασπίζεται τη γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού, προωθήθηκαν πειθαρχικές διώξεις στην εκπαίδευση που υπερασπίζονταν ανοιχτά τα εγκλήματα του σιωνισμού, λογοκρίθηκαν κείμενα σχολικών εγχειριδίων από το ΙΕΠ κατ’ απαίτηση των ίδιων των εκπροσώπων του σιωνισμού και έστελναν το μήνυμα ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι απλώς άβουλα όργανα των απόψεων του κράτους και δεν μπορούν να αρθρώσουν καμιά διαφορετική φωνή. Στην κατεύθυνση αυτή επιστρατεύτηκαν οι διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, ενός νομοθετήματος που με εκσυγχρονισμένη ορολογία επαναλαμβάνει την εμφυλιοπολεμική λογική περί πίστης και αφοσίωσης στο πολιτικό καθεστώς και απόλυτης συμπόρευσης του υπαλλήλου με τις επιλογές του.
Η κυβέρνηση στο διάστημα αυτό υπέστη δύο σοβαρές πολιτικές ήττες που δείχνουν την αξία των ακηδεμόνευτων και αποφασιστικών αγώνων που διεξάγονται με τη λογική της σύγκρουσης και την προσδοκία της νίκης. Η μία ήταν η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι , ο προσωπικός αγώνας ενός απλού ανθρώπου που έγινε με πίστη στο δίκαιο αίτημά του, είχε τη συμπαράσταση της πλειοψηφίας της κοινωνίας και με αποφασιστικότητα για τη νίκη του. Έδειξε ότι ούτε ο κυβερνητικός αλλά ούτε και δικαστικός μηχανισμός είναι άτρωτοι και αδιαπέραστοι από τη κοινωνική οργή. Ο άλλος είναι οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις στα λιμάνια της χώρας το περασμένο καλοκαίρι για την αποδοκιμασία των σιωνιστών/ εγκληματιών της σφαγής στη Γάζα που έρχονταν κρουαζιέρα το καλοκαίρι στην Ελλάδα. Εκεί η κυβέρνηση είδε με τον καλύτερο τρόπο την αποδοχή που είχε η πολιτική της για τη στήριξη της γενοκτονίας του Παλαιστινιακού λαού και η συμπαράσταση που έδωσε στο κράτος δολοφόνο του Ισραήλ. Είδε ότι ρεύμα υποστήριξης των επιλογών της για το θέμα της Γάζα δεν είχε καμιά αποδοχή , η φωνή των εργαζομένων ήταν η υποστήριξη του αγώνα των Παλαιστινίων. Εδώ έχει σημασία να επισημάνουμε και την αξία της νίκης αγώνα της ΠΕΝΕΝ που έγινε σε αντιπαράθεση με το πιο σκληρό τμήμα του εφοπλιστικού κεφαλαίου και έδειξε την αξία των ακηδεμόνευτων ταξικών αγώνων.
Από την άλλη υπάρχουν οι αγώνες και κινητοποιήσεις που οργανώνονται από τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που ούτε θέλει ούτε μπορεί ν’ αντιπαλέψει πραγματικά αλλά τελικά εξαντλείται σε κινήσεις και 24ωρες απεργίες συμβολικής διαμαρτυρίας που το μόνο που καταφέρνουν είναι να σπέρνουν την ηττοπάθεια και την απαισιοδοξία στον κόσμο και να στέλνουν το ξεκάθαρο μήνυμα στην κυβέρνηση ότι τίποτα δεν έχει να φοβάται από τον γραφειοκρατικό/κρατικό συνδικαλισμό. Η ΓΣΕΕ εμφανίζει τη θλιβερή εικόνα μιας εργοδοτικής οργάνωσης ενώ η ΑΔΕΔΥ είναι πιο προσεκτική στις κινήσεις της οργανώνοντας αποσπασματικές 24ωρες απεργίες αλλά αποφεύγει απεργιακές κινητοποιήσεις διαρκείας.
Από το 2019 και μετά εξελίσσεται ένα νέο κύμα νομοθετικών πρωτοβουλιών στον εκπαιδευτικό χώρο με συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα , νεοσυντηρητικό – νεοφιλελεύθερο. Το νέο αυτό κύμα έχει τα χαρακτηριστικά μιας εντεινόμενης μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας που προσπαθεί να κερδίσει τον χαμένο χρόνο άλλων αντίστοιχων πρωτοβουλιών που από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 , στην αναμέτρησή τους με το εκπαιδευτικό κίνημα στέφθηκαν από απανωτές αποτυχίες.
Από τον πρώτο καιρό της ανάδυσης στην εξουσία της Ν.Δ τα δείγματα της αυταρχικής γραφής και νεοσυντηρητικού προσανατολισμού ήταν σαφή. Κατάργηση του Πανεπιστημιακού Ασύλου (άρθρο 64, ν. 4623/2019) με δυνατότητα εισόδου αστυνομικών δυνάμεων στις πανεπιστημιακές σχολές χωρίς έγκριση των πρυτανικών αρχών, δημιουργία στη συνέχεια σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας , δυνατότητα στους αποφοίτους των ιδιωτικών κολλεγίων για διορισμό στην εκπαίδευση , ενώ το 20% της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων θα εξαρτάται από την αξιολόγησή τους. Καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα Πανεπιστήμια , επαναφορά της διαγωγής στα απολυτήρια των γυμνασίων , αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων , αντικατάσταση της κοινωνιολογίας από τα Λατινικά στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Καθοριστικής σημασίας για την προώθηση νεοσυντηρητικών και νεοφιλελευθέρων αλλαγών στην εκπαίδευση είναι η ψήφιση των νόμων 4692/2020 και 4823/21. Ο νόμος 4692/20 εισάγει μια σειρά τομές που ανοίγουν το σκηνικό της αναδιάρθρωσης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δημιουργία εργαστηρίων δεξιοτήτων , η σημείωση της διαγωγής στους τίτλους σπουδών , η δημιουργία Τράπεζας Θεμάτων (διαβαθμισμένης δυσκολίας) , η δημιουργία πρότυπων και πειραματικών σχολείων με σαφή προσπάθεια διαφοροποίησης του μαθητικού πληθυσμού , εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη λειτουργία του σχολείου (Δ.Ε.Π.Π.Σ μεριμνά για την προσέλκυση δωρεών , χορηγών και κάθε είδους παροχών) και εισάγει νέα μορφή συλλογικού προγραμματισμού του εκπαιδευτικού προγραμματισμού του εκπαιδευτικού έργου. Το σκηνικό αυτό συμπληρώνεται από την προσπάθεια επιβολής της ατομικής αξιολόγησης ως μηχανισμού χειραγώγησης του εκπαιδευτικού, αναίρεσης κάθε αυτονομίας στο έργο του, μετατροπή του σε απλό εξάρτημα της κρατικής διδακτικής και της νεοφιλελεύθερης(αστικής) εκπαιδευτικής πολιτικής. Παράλληλα άρση της εργασιακής του μονιμότητας και διάλυση των εργασιακών του δικαιωμάτων.
Το μεγάλο κίνημα αμφισβήτησης και ανατροπής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην εκπαίδευση η κυβέρνηση προσπάθησε και προσπαθεί να το αντιμετωπίσει με πειθαρχικές διώξεις συνδικαλιστών και εκπαιδευτικών που συμμετέχουν στην απεργία αποχή – προκηρυγμένη από την ίδια τη βάση των εκπαιδευτικών σωματείων την άνοιξη του 2021 και μόνο τυπικά από τις Ομοσπονδίες. Τα πειθαρχικά στην εκπαίδευση είναι χιλιάδες και μέσα απ’ αυτά η αξιολόγηση δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο προς τους εκπαιδευτικούς πέρα από τις ψευδαισθήσεις περί μη τιμωρητικής αξιολόγησης. Προσπαθεί ακόμη η κυβέρνηση να συντρίψει τις αντιστάσεις στην πολιτική της, με τη ακύρωση του απεργιακού δικαιώματος στην πράξη που εκφράστηκε με την ψήφιση του νόμου Χατζηδάκη (4808/21). Στο στόχαστρο του συγκεκριμένου νόμου μπήκαν οι απεργίες στην εκπαίδευση και ειδικά οι απεργίες αποχές προκηρυγμένες από τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες , την ΑΔΕΔΥ και πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά σωματεία. Με συνεχείς καταφυγές του Υπουργείου Παιδείας στα δικαστήρια για να κηρυχτούν παράνομες και καταχρηστικές οι απεργίες – αποχές από την αξιολόγηση , πράγμα που συνέβη αλλά ο τελικός στόχος για οριστικό τέλος στην απεργία αποχή δεν έγινε πραγματικότητα. Αντιθέτως αυτή συνέχισε να υπάρχει παρά τις συνεχείς δικαστικές απαγορεύσεις , την τρομοκρατία και το φόβο των πειθαρχικών σε μεγάλο κομμάτι του κλάδου και την υποχώρηση κομματιού νεοδιόριστων κυρίως εκπαιδευτικών. Είναι ακριβώς αυτό που αναγκάζει τον Μητσοτάκη κατά την επίσκεψή του στο Υπουργείο Παιδείας να διαπιστώσει ότι η διαδικασία εφαρμογής της αξιολόγησης δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε. Δεν προχώρησε έξι χρόνια εξουσίας της Ν.Δ παρά την εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη σε βάρος του απεργιακού δικαιώματος και τα χιλιάδες πειθαρχικά με τα οποία ένα συγκεκριμένο συνταγματικό δικαίωμα , αυτό της απεργίας, μετατράπηκε σε πειθαρχικό παράπτωμα.
Ένα βασικό συμπέρασμα από την δικαστική καταστολή της απεργίας αποχής είναι ότι αυτή απέδωσε λίγα πράγματα στην κυβέρνηση και δεν απέδωσε τα αναμενόμενα σε ότι αφορά τον τελικό της στόχο: να ξεμπερδέψει οριστικά με τον αγώνα ενάντια στην πολιτική της για τη διάλυση της δημόσιας παιδείας. Τίποτε δεν απέδωσαν ακόμα οι απειλητικές «εγκύκλιοι» του Κόπτση και του Κατσαρού στα σχολεία για το ίδιο θέμα. Είναι ακριβώς αυτή η αποτυχία που την ανάγκασε να στραφεί σε ακόμα πιο αυταρχικά μέτρα με την αλλαγή του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα και τη διαμόρφωση νέου πειθαρχικού δικαίου. Είναι μια ποιοτική στροφή στον κρατικό αυταρχισμό και στην αναβάθμιση της κρατικής καταστολής στο χώρο του δημοσίου και της εκπαίδευσης. Η απειλή του πειθαρχικού, της απόλυσης και γενικά της αυθαίρετης πειθαρχικής τιμωρίας επικρέμεται ατομικά πάνω από τον κάθε εργαζόμενο του δημοσίου όταν θα τολμήσει ν’ αντισταθεί στην κυβερνητική πολιτική ή να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Αυτό μεγαλώνει τον φόβο και τις τάσεις υποχώρησης. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα διοικητικό πλαίσιο λειτουργία στηριγμένο στο φόβο και την υποταγή.
Τι ακριβώς χρειαζόμαστε στην παρούσα κατάσταση; Χρειαζόμαστε ένα άλλο κίνημα στις διαδικασίες λειτουργίας του , με σταθερό το ταξικό περιεχόμενο των αιτημάτων του και προπαντός στις στοχεύσεις του. Ένα κίνημα που με προσήλωση και πίστη στους στόχους του θα αποτολμά τη σύγκρουση με την αστική πολιτική και θα παλεύει για τη νίκη. Δεν θα εξαντλείται σε συμβολικές κινήσεις διαμαρτυρίας με άνευρες και αποσπασματικές 24ωρες απεργίες την ώρα που η επίθεση κυβέρνησης και κεφαλαίου εκδηλώνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση από την πλευρά τους. Ένα κίνημα που θα πρέπει ν’ απαντά την επίθεση με δυνατότητα να την ανατρέψει.
Ένα κίνημα που θα λειτουργεί με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες , Γενικές Συνελεύσεις πρωτοβάθμιων σωματείων με συντονισμό της δράσης τους στη βάση των αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων. Συντονισμός που δεν θα είναι απλά ένα μέσο πίεσης προς τις Ομοσπονδίες να λειτουργήσουν καλύτερα ως προς τις αποφάσεις τους, αλλά θα είναι ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων και δημιουργός κινηματικών γεγονότων. Με βάση τις πιο πάνω θέσεις συνεχίζουμε και ενισχύουμε τον συντονισμό ΣΕΠΕ και ΕΛΜΕ.
Ένα κίνημα που θα έχει ως περιεχόμενο την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημόσιων κοινωνικών αγαθών , σε υγεία , παιδεία , συγκοινωνίες και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Που θα βάζει το αίτημα της εθνικοποίησης με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο στρατηγικών τομέων της οικονομίας και των σιδηροδρόμων ως στοιχείο αντιπαράθεσης και με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορευματοποίησης.
Ο αγώνας ενάντια στην αξιολόγηση στην εκπαίδευση είναι αγώνας στρατηγικού χαρακτήρα μάχη για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και δεν μπορεί να υπάρξει παραίτηση απ’ αυτό το στόχο. Κατάργηση όλου του αντιεκπαιδευτικού νομοθετικού πλαισίου (ν.3848/10, 4547/18 , 4589/19 ,4692/20, 4823/21) του νόμου Χατζηδάκη (4808/21) και του πειθαρχικού νόμου 5525/25. Σταματάμε τις αξιολογήσεις με στάσεις εργασίας και συνέχιση της απεργίας – αποχής ενάντια στην ατομική αξιολόγηση. Μπλοκάρουμε τις προσπάθειες εφαρμογής της αξιολόγησης με στάσεις εργασίας και κινητοποιήσεις. Συμμαχούμε με αγωνιζόμενα κομμάτια γονέων , μαθητών και φοιτητών. Ενημερώνουμε γονείς για την κατάσταση στην εκπαίδευση και για την πολιτική της κυβέρνησης. Συνδιοργανώνουμε αγώνες μαζί τους για συγχωνεύσεις σχολείων και τάξεων και για κάλυψη διδακτικών κενών.
Παλεύουμε για την κατάργηση του νέου πειθαρχικού νόμου(5525/25) και στηρίζουμε με όλα τα μέσα(νομικά και οικονομικά) συναδέλφους που έχουν υποστεί πειθαρχικές διώξεις για συνδικαλιστικούς λόγους και ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους ή και για άλλα θέματα που κρίνουμε ότι θα πρέπει να στηριχτούν συνδικαλιστικά , καταγγέλλουμε τις αυθαιρεσίες της διοίκησης και προειδοποιούμε στελέχη της διοίκησης για όσα απ΄ αυτά ασκούν εκφοβισμό και απειλές για την επιβολή της αξιολόγησης και της κυβερνητικής πολιτικής σε συναδέλφους.
Παλεύουμε για την υπεράσπιση της ειδικής αγωγής, τη διεύρυνση των Παράλληλων Στηρίξεων και για άνοιγμα νέων τμημάτων ένταξης και νέων οργανικών θέσεων και νέων Ειδικών Σχολείων , κόντρα στη διάλυση των ειδικών δομών από κυβέρνηση και Ευρωπαϊκή Ένωση. Απομυθοποιούμε το ιδεολόγημα της συμπερίληψης ως ιδεολόγημα της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής που στρέφεται ενάντια στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών με ειδικές ανάγκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου